Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

ΠΡΟΣ ΡΗΞΗ ο Σαμαράς: ΜΕ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ, αμφισβητεί τις επιλογές Μητσοτάκη

 

  Σαφείς και σκληρές αιχμές κατά επιλογών του Μεγάρου Μαξίμου, προκαλώντας νέους πονοκεφάλους στον Κ. Μητσοτάκη, αφήνει ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς εστιάζοντας στον πρόσφατο ανασχηματισμό και την πολιτική του στόχευση, στις εξελίξεις σχετικά με τη ΔΕΗ και τα ενεργειακά και στα ελληνοτουρκικά. Ουσιαστικά καταθέτει ιδεολογική πλατφόρμα με αιχμή όλα τα κρίσιμα θέματα... 
 

 

Ειδικότερα, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα» ο Α. Σαμαράς άσκησε κριτική για την ενεργειακή πολιτική και τη ΔΕΗ αναφέροντας:

«Προβληματίζομαι για παράδειγμα για το εάν έπρεπε να κλείσει το σύγχρονο εργοστάσιο λιγνίτη που εγκαινιάστηκε το 2014 κι ακόμα δεν έχει αποσβεστεί. Η Γερμανία δεν εγκαταλείπει τους λιγνίτες της μέχρι το 2039. Η Πολωνία για ακόμα περισσότερο. Ούτε μπορούμε να εγκαταλείψουμε τη στροφή στο φυσικό αέριο, που έχει ψηφιστεί ως "καύσιμο μετάβασης" για τα επόμενα 30 χρόνια. Το κόστος ενέργειας αυξάνεται συνεχώς. Πράγμα που υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Δεν υπάρχει Ανάπτυξη χωρίς Ενεργειακή Πολιτική. Πρέπει, τέλος, να υπάρχει μέριμνα για τις αυξήσεις τιμών, όπως της ΔΕΗ. Διότι η ακρίβεια εγκυμονεί πάντα κοινωνικές εκρήξεις. Η Ελλάδα έχει τεράστιες ευκαιρίες για Ανάπτυξη ! Έχει τεράστια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Εκεί πρέπει να δώσουμε ακόμα μεγαλύτερη έμφαση».


«Όχι» σε θέσεις «Ποταμιού»

Ο Α. Σαμαράς άσκησε κριτική και για τον ανασχηματισμό δηλώνοντας: «Είναι αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του πρωθυπουργού να επιλέγει τους υπουργούς του. Όμως απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή. Διότι σε κάθε ανασχηματισμό εκπέμπεται και ένα «μήνυμα», υπάρχει συμβολισμός. Και ο συμβολισμός αυτός δεν πρέπει να στείλει αντιφατικά μηνύματα. Ότι δηλαδή η παράταξή μας υιοθετεί σήμερα απόψεις που η ίδια έχει πολεμήσει, όπως οι Πρέσπες και το σχέδιο Ανάν. Ή ότι επιβραβεύει πρόσωπα που έχουν αντίθετη πολιτική άποψη...».

Συμπλήρωσε δε τα εξής: «Στις εκλογές του 2019 το εκλογικό σώμα έδωσε αυτοδυναμία στη ΝΔ, εκφράζοντας την αντίθεσή του μεταξύ άλλων στην πολιτική ΣΥΡΙΖΑ στο μεταναστευτικό, την εγκληματικότητα και τις Πρέσπες. Ταυτόχρονα έδωσε καθαρή εντολή στη ΝΔ για εκκαθάριση των σκευωριών του ΣΥΡΙΖΑ και για να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη και η μεσαία τάξη. Όποιος θέλει να υπηρετήσει αυτές τις θέσεις για τις οποίες έλαβε αυτοδυναμία η ΝΔ είναι ευπρόσδεκτος. Αυτό σημαίνει “διεύρυνση”. Αλλά όταν επιλέγονται άτομα με αντίθετες θέσεις, αυτό δεν λέγεται “διεύρυνση”, λέγεται “μετατόπιση”. Ξέρετε, με το να μετακινηθούμε σε θέσεις “Ποταμιού”, δεν κατακτάμε το πολιτικό κέντρο. Είναι άλλο πράγμα να απευθύνεσαι σε πολίτες άλλων παρατάξεων και εντελώς άλλο να εκφράζεις άλλες παρατάξεις. Σε μια πλουραλιστική δημοκρατία οφείλουν να εκφράζονται όλες οι παρατάξεις αυτόνομα. Το σημαντικότερο όμως είναι το εξής ερώτημα: με τη σύγχρονη Δεξιά – Κεντροδεξιά, τι θα γίνει; Ή στο όνομα της διεύρυνσης θα θεωρείται ότι μπήκε στη γωνία η μεγαλύτερη παράταξη της χώρας; Κατανοώ την άποψη περί διεύρυνσης, αλλά η προϋπόθεση μιας διεύρυνσης είναι να έχεις τη βάση σου. Αλλιώς κινδυνεύεις να απομακρύνεις περισσότερους απ όσους προσελκύεις».

Βέτο για την Αμμόχωστο


Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του ο πρώην πρωθυπουργός τόνισε πως η Αθήνα και η Λευκωσία θα έπρεπε να απαντήσουν με «βέτο» στις φιέστες Ερντογάν στην Αμμόχωστο, υπογραμμίζοντας συνολικά για τα ελληνοτουρκικά: «Ποια εξομάλυνση; Ξεχάσατε τις συνεχείς NAVTEX όλο το καλοκαίρι; Τις προκλήσεις τουρκικών αλιευτικών έξω από τις ακτές μας; Τις συνεχείς δηλώσεις για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών; Ακόμα και το όνομα του Αιγαίου επιχειρούν να αλλάξουν.(…) Το σημαντικότερο για εμένα όμως είναι οι “φιέστες” Ερντογάν στην Αμμόχωστο που μετατρέπεται πια σε ενισχυμένη στρατιωτική βάση των Τούρκων. Η Άγκυρα τόλμησε να παραβιάσει τα δύο μοναδικά ψηφίσματα του ΟΗΕ που κανείς δεν τόλμησε να ακουμπήσει. (…) Ελλάδα και Κύπρος θα έπρεπε να είχαν ήδη αντιδράσει εντονότερα. Πρώτον θα έπρεπε να πιέζουν συνεχώς την ΕΕ για κυρώσεις κατά της Τουρκίας. (…) Ακόμα και βέτο σε ευρωπαϊκές αποφάσεις θα έπρεπε ίσως να θέσουμε. Δεύτερον θα έπρεπε να ζητήσουμε ενεργοποίηση της ρήτρας αλληλεγγύης της ΕΕ όπως παλαιότερα είχαν κάνει άλλες χώρες».