Τα αίτια της σύγκρουσης των δύο μεγάλων προσωπικοτήτων που σημάδεψαν την ελληνική ιστορία το 1916.
Τα αίτια της σύγκρουσης των δύο μεγάλων προσωπικοτήτων που σημάδεψαν την ελληνική ιστορία, στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, είναι πολύ βαθύτερα και παλαιότερα της έκρηξης του διχασμού.
Ξεκινούν...
ήδη από το 1909, όταν το πραξικόπημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου επέβαλε στην πρωθυπουργία τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ο Βενιζέλος, στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης του Στρατού, κάλεσε και μια επιτροπή Γάλλων αξιωματικών.
Η πρόσκληση αυτή αποτέλεσε και το πρώτο σημείο τριβής μεταξύ του διαδόχου τότε Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Βενιζέλου.
Κατά τη διάρκεια των μεγάλων στρατιωτικών γυμνασίων του 1912, ο Κωνσταντίνος, απόφοιτος της γερμανικής Στρατιωτικής Ακαδημίας, άσκησε κριτική τόσο επί των σχεδίων του Γάλλου στρατηγού Εϊντού, αρχηγού της γαλλικής αποστολής, όσο και επί των εκπαιδευτικών αντικειμένων τα οποία δίδασκαν στον Ελληνικό Στρατό.
Η κριτική του Κωνσταντίνου είχε βάση, εφόσον το γαλλικό στρατιωτικό δόγμα, επί του οποίου εκπαιδευόταν ο Ελληνικός Στρατός, ήταν ήδη παρωχημένο.
Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, όμως, η κριτική του αυτή προκάλεσε διπλωματικό επεισόδιο.
Ο Κωνσταντίνος, σκεπτόμενος πάντα ως στρατιώτης, ήταν αυθόρμητος, μη διαθέτοντας το απαραίτητο διπλωματικό τακτ, που διέθετε ο πατέρας του, ο βασιλιάς Γεώργιος.
Τελικά το επεισόδιο έληξε, με τον Κωνσταντίνο να υποχρεώνεται κατόπιν πιέσεων του Βενιζέλου, να δεξιωθεί στα ανάκτορα τους Γάλλους αξιωματικούς, εν είδει συγνώμης.
Έτσι επήλθε η πρώτη ρήξη στις σχέσεις των δύο ανδρών.
Υποβόσκουσα κρίση
Το χρονικό διάστημα από την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου, τον Αύγουστο του 1913, έως την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, ήταν το πλέον ευτυχές έτος της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Ο υπερδιπλασιασμός του εθνικού εδάφους, οι νίκες του στρατού, με επικεφαλής τον βασιλιά Κωνσταντίνο, η διεθνής αναγνώριση των άθλων του Ελληνικού Στρατού, με την απονομή του βαθμού του στρατάρχη στον Κωνσταντίνο από αυτόν τον ίδιο τον Κάιζερ της Γερμανίας, προκάλεσαν κύμα εθνικής ευφορίας σε όλους τους Έλληνες.
Η απονομή του βαθμού του στρατάρχη στον Κωνσταντίνο από τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο προκάλεσε δυσαρέσκεια στη γαλλική στρατιωτική αποστολή.
Όταν μάλιστα στις 6 Σεπτεμβρίου ο Κωνσταντίνος έφτασε στο Βερολίνο, ως επίσημος προσκεκλημένος του Γουλιέλμου, για να παρακολουθήσει τα γυμνάσια του Γερμανικού Στρατού, ξεσηκώθηκε κύμα οργής της γαλλικής κοινής γνώμης εναντίον του, όταν δήλωσε πως στους προσφάτους Βαλκανικούς Πολέμους εφάρμοσε τα όσα είχε διδαχθεί στην Πρωσική Πολεμική Ακαδημία!
Έγραφε χαρακτηριστικά μεγάλη παρισινή εφημερίδα: «Δεν πρόκειται για βασιλική γκάφα. Είναι μετρημένα λόγια, σχεδιασμένη προσβολή, παράφραση του “η Γερμανία υπεράνω όλων”.
Το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να γυρίσει στη χώρα του διά της Γερμανίας, με γερμανικό σκάφος. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να έρθει στο Παρίσι.
Στο καλό, Μεγαλειότατε, και να σας ξαναδούμε». Παρ’ όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος πήγε στο Παρίσι και κατόρθωσε να μεταστρέψει το εις βάρος του κλίμα. Σε απάντηση, η γαλλική κυβέρνηση απένειμε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής στον… Βενιζέλο.
Παρά το ευχάριστο κλίμα, όμως, οι Γάλλοι πολιτικοί δεν πείστηκαν για τις προθέσεις του Κωνσταντίνου, θωρώντας τον ύποπτο, λόγω της συγγένειάς του με τον Κάιζερ (ο Κωνσταντίνος είχε νυμφευθεί την αδελφή του Κάιζερ, πριγκίπισσα Σοφία). Παραγνώριζαν βέβαια το γεγονός ότι ήταν επίσης εξάδελφος με τον Βρετανό βασιλιά.
Νέα κρίση ξέσπασε στην Ελλάδα όταν, στις 21 Φεβρουαρίου 1914, η ελληνική κυβέρνηση υπέκυψε στις πιέσεις των μεγάλων δυνάμεων, και κυρίως της Ιταλίας, και αποφάσισε την εγκατάλειψη της Βόρειας Ηπείρου, η οποία δόθηκε στο ιταλικό διπλωματικό δημιούργημα, στο τεχνητό κράτος της Αλβανίας.
Οι Βορειοηπειρώτες εξεγέρθηκαν κατά της απόφασης και οι Χιμαριώτες, το δυναμικότερο στοιχείο των Ελλήνων στην περιοχή, κήρυξαν την αυτονομία της Βόρειας Ηπείρου και οργάνωσαν ένοπλα σώματα, τα οποία έδωσαν αιματηρότατες μάχες κατά των Αλβανών.
Εγκαταλελειμμένοι όμως από τη μητέρα Ελλάδα, μοιραία υπέκυψαν. Σημειωτέον, η ελληνική κυβέρνηση δεν αρκέστηκε στο να μην ενισχύσει τους Βορειοηπειρώτες. Διέταξε το στόλο να αποκλείσει το μικρό λιμάνι των Αγ. Σαράντα, από όπου ανεφοδιάζονταν οι επαναστάτες. Φυσικά, το γεγονός αυτό ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη βουλή.
Ο Βενιζέλος όμως δήλωσε στο Κοινοβούλιο ότι ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει πολιτική απόλυτης συμμόρφωσης με τις επιθυμίες των Μεγάλων και πως είχε διαφωνήσει με τους Ζωγράφο και Καραπάνο (αρχηγοί της βορειοηπειρωτικής εξέγερσης) για το εγχείρημά τους, το οποίο είχαν αναλάβει με δική τους ευθύνη.
Στο μεταξύ, τα σύννεφα στον διεθνή ορίζοντα ολοένα και πύκνωναν. Μια σπίθα αρκούσε για να προκληθεί γενικευμένη πανευρωπαϊκή σύρραξη.
Ο Κάιζερ, πάντως, εντελώς εκτός πολεμικού κλίματος, επισκέφθηκε όπως κάθε χρόνο την Κέρκυρα για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Εκεί, ο Γερμανός αυτοκράτορας είχε συναντήσεις με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιο Στρέιτ.
Ο Κάιζερ ήταν βέβαιος ότι στην επικείμενη ευρωπαϊκή σύρραξη η Ελλάδα θα τασσόταν στο πλευρό της Γερμανίας.
Οι Έλληνες, φυσικά, επιχείρησαν να τον επαναφέρουν στην πραγματικότητα, τονίζοντάς του ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να συνταχθεί με τη Γερμανία, τόσο γιατί η τελευταία είχε φιλικές σχέσεις με τη Βουλγαρία, όσο και γιατί κάτι τέτοιο δεν θα αντίβαινε στα βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή. «Η Ελλάδα είναι χώρα ναυτική, δεν μπορεί να εκτεθεί στα αγγλικά πλήγματα», του υπενθύμισε ο Γ. Στρέιτ. Ο Γερμανός μονάρχης όμως δεν επείσθη.
Η παραχώρηση της Αν. Μακεδονίας
Και ξαφνικά, τον Ιούλιο του 1914, ένας Σέρβος δολοφονεί στο Σεράγεβο τον διάδοχο του αυστροουγγρικού θρόνου, ανάβοντας τη θρυαλλίδα του πολέμου στη γηραιά ήπειρο.
Το γεγονός προκάλεσε διπλωματικό πανικό στη Αθήνα. Η Ελλάδα, ήδη μετά τη λήξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, είχε συνάψει αμυντικό σύμφωνο με τη Σερβία.
Τηρουμένων των όρων του συμφώνου, θα έπρεπε τώρα να συμπολεμήσει με τους Σέρβους, κατά της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.
Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος, προβλέποντας τα γεγονότα, ενημέρωσε τον υπουργό του των Εξωτερικών, σε περίπτωση σερβικού αιτήματος για στρατιωτική αρωγή, βάσει του αμυντικού συμφώνου των δύο χωρών, να αποφύγει να απαντήσει άμεσα, προβάλλοντας ως δικαιολογία την απουσία του ιδίου στο εξωτερικό. Το αυστριακό τελεσίγραφο επιδόθηκε στις 23 Ιουλίου 1914.
Την επομένη, ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα επέδωσε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών εμπιστευτική διακοίνωση, βάσει της οποίας η Γερμανία ζητούσε από την Ελλάδα να μην τιμήσει την υπογραφή της στην ελληνοσερβική συνθήκη και, κατ’ επέκταση, να μην πολεμήσει στο πλευρό της Αντάντ, οι δυνάμεις της οποίας σαφώς θα έσπευδαν να ενισχύσουν τη σύμμαχό τους Σερβία.
Την αυτή ημέρα οι Γερμανοί ήρθαν σε επαφή με τον Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο, Ν. Θεοτόκη, στον οποίο έκαναν τις ίδιες δηλώσεις, με τη διαφορά ότι τώρα ζητούσαν να μην κινηθεί η Ελλάδα, ακόμα και αν εισερχόταν στον πόλεμο κατά της Σερβίας και η Βουλγαρία.
Ο Έλληνας πρέσβης απάντησε ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να επιτρέψει την με οποιονδήποτε τρόπο ισχυροποίηση της Βουλγαρίας, αφού κάτι τέτοιο θα μετέβαλε άρδην το status quo στην Βαλκανική, όπως είχε διαμορφωθεί μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Την ώρα που η Ελλάδα δεχόταν τις πρώτες «πολεμικές» πιέσεις, ο Βενιζέλος ξεκαθάριζε τις προθέσεις του τηλεγραφώντας στον Γ. Στρέιτ και δηλώνοντάς του ουσιαστικά ότι η Ελλάδα θα βοηθούσε τη Σερβία, μόνο σε περίπτωση και βουλγαρικής εναντίον της επίθεσης.
Στις 25 Ιουλίου ήταν η σειρά των Σέρβων να ρωτήσουν την Αθήνα για το πώς σκέφτεται να ενεργήσει σε περίπτωση που η Αυστροουγγαρία τής κήρυσσε τον πόλεμο.
Ο Βενιζέλος από το Μόναχο απάντησε ότι θεωρούσε απίθανο το ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης, η οποία θα οδηγούσε σε γενικευμένο ευρωπαϊκό πόλεμο.
Σε τέτοια περίπτωση πάντως επιφυλασσόταν να απαντήσει, αφού πρώτα μελετούσε όλα τα δεδομένα.
Σε περίπτωση όμως που η Σερβία δεχόταν βουλγαρική επίθεση, ο Βενιζέλος είχε ξεκαθαρίσει ότι η Ελλάδα θα πολεμούσε στο πλευρό της Σερβίας.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, και παρά το διπλωματικό ύφος, η αλήθεια ήταν ότι και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και η Ελλάδα άφηνε τη Σερβία στην τύχη της, μη σεβόμενη την υπογραφή της.
Η ελληνοσερβική συνθήκη δεν εξαιρούσε κανέναν αντίπαλο, ούτε καν τις μεγάλες δυνάμεις, ανεξάρτητα αν αυτή υπεγράφη ουσιαστικά ως αντίβαρο στις επεκτατικές βλέψεις των Βουλγάρων.
Φυσικά, ο Βενιζέλος δεν ήταν παράφρων για να θέσει την Ελλάδα αντιμέτωπη με την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.
Έτσι, στις 2 Αυγούστου 1914, δόθηκε στη Σερβία η επίσημη ελληνική απάντηση: «Η ελληνική κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι εκπληρώνει στο ακέραιο το καθήκον της ως φίλη και σύμμαχος, με την απόφασή της να τηρήσει εξαιρετικά ευμενή ουδετερότητα απέναντι στη Σερβία, παραμένοντας σε ετοιμότητα για την απόκρουση ενδεχομένης επιθέσεως της Βουλγαρίας κατά της Σερβίας», έλεγε η επίσημη διακοίνωση, η οποία ωστόσο δεν πρέπει να ικανοποίησε και πολύ τους Σέρβους, που το μόνο που κέρδιζαν ήταν το δικαίωμα χρήσης του λιμένα της Θεσσαλονίκης.
Καταστρατηγήθηκε ακόμα και ο όρος της συνθήκης, που προέβλεπε περιορισμένη κινητοποίηση των ελληνικών δυνάμεων (προβλεπόταν η κινητοποίηση 40.000 ανδρών).
Την ίδια μέρα που ο Βενιζέλος, με τη σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου και του εκτελόντος χρέη αρχηγού του επιτελείου Μεταξά, καταπατούσε την ελληνοσερβική συνθήκη, ο κάιζερ Γουλιέλμος τηλεγραφούσε στον συγγενή του Κωνσταντίνο, ζητώντας του ανοιχτά να ενισχύσει τον αντισερβικό συνασπισμό.
Το τηλεγράφημα του κάιζερ ήταν ολιγόλογο και σκληρό: «Ανακοινώσατε εις τας Αθήνας ότι συνεμάχησα μετά της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, ούτως ώστε να αντιμετωπίσω την Ρωσίαν, και ότι θα μεταχειρισθώ την Ελλάδαν ως εχθρόν εάν δεν προσχωρήσει εις την τοιαύτην συμμαχίαν».
Στο προσβλητικό τηλεγράφημα του Γουλιέλμου απάντησε, όσο το δυνατόν πιο ήπια, ο Κωνσταντίνος, εξηγώντας του ότι η Ελλάδα δεν σκόπευε να πολεμήσει κατά της Αυστρίας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να πολεμήσει κατά της Σερβίας, εφόσον κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην ανεξέλεγκτη ισχυροποίηση της Βουλγαρίας και στην αλλαγή του status quo στα Βαλκάνια.
Ο Κάιζερ όμως δε ησύχασε. Επανήλθε με νέο τηλεγράφημα, στις 4 Αυγούστου, κάνοντας αυτή τη φορά έκκληση στον «εν όπλοις συνάδελφο, στον φέροντα τον βαθμό του στρατάρχη του Γερμανικού Στρατού». Το τηλεγράφημα κατέληγε με την απειλή: «Αν η Ελλάδα δεν ταχθεί υπέρ της Γερμανίας, τότε θα διαρραγούν ολοκληρωτικά οι σχέσεις μας».
Ο Κωνσταντίνος απάντησε στις 7 Αυγούστου, και για μία ακόμα φορά ήταν διαλλακτικός. Έγραφε στον Γερμανό μονάρχη ότι δεν μπορούσε να αγνοήσει τη βρετανική απειλή, σε περίπτωση που υποστήριζε τη Γερμανία, αλλά τον διαβεβαίωνε ότι η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη, εφόσον βεβαίως δεν θίγονταν από τους βαλκανικούς συμμάχους της Γερμανίας τα ελληνικά συμφέροντα.
Στο μεταξύ, στις 10 Αυγούστου, τέθηκε υπό συζήτηση μια παράξενη ομολογουμένως πρόταση.
Η παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, ως αντάλλαγμα για να μην πολεμήσει υπέρ της Γερμανίας. Η υποδοχή της πρότασης αυτής, πατέρας της οποίας ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, ήταν ιδιαίτερα καλή στο Λονδίνο. Σύμφωνα με πληροφορίες, επρόκειτο για ολοκληρωμένη πρόταση, η οποία προέβλεπε τη σύσταση κοινού μετώπου από τις βαλκανικές χώρες.
Ως δέλεαρ, η κάθε συμμετέχουσα χώρα θα λάμβανε εδάφη. Η Σερβία θα έπαιρνε τη Βοσνία, η Ρουμανία την Τρανσυλβανία, η Βουλγαρία μέρος της ελληνικής Μακεδονίας και η Ελλάδα τμήμα της Ηπείρου ή άλλα ελληνικά εδάφη, στην Ιωνία! Για κάποιους λόγους, ο Βενιζέλος ήθελε να επισπεύσει την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.
Το ερώτημα που γεννάται, όμως, είναι γιατί δεν το έπραξε εξαρχής, τιμώντας έτσι και την υπογραφή του στην ελληνοσερβική συνθήκη. Η απάντηση θα μπορούσε να είναι απλή: επιθυμούσε να κερδίσει ανταλλάγματα, εκβιάζοντας εν ανάγκη τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 12 Αυγούστου, ο Βενιζέλος είχε επαφές με τον Γάλλο πρέσβη στην Αθήνα. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε πως η Γαλλία δεν είχε αντίρρηση να παραμείνει η Ελλάδα ουδέτερη για το ίδιο χρονικό διάστημα που θα παρέμενε και η Τουρκία ουδέτερη. Ουσιαστικά αυτό που επιθυμούσαν οι Αγγλογάλλοι ήταν η πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας, χωρίς όμως από μέρους τους δεσμεύσεις για εδαφικές παραχωρήσεις ή ανταλλάγματα.
Την ίδια άποψη εξέφρασαν και οι Ρώσοι, οι οποίοι έβλεπαν με μεγάλη συμπάθεια τη Βουλγαρία, και ευχαρίστως θα προτιμούσαν αυτή τη χώρα ως μέλος της Αντάντ, παρά την Ελλάδα.
Έτσι και άλλοι εταίροι της Αντάντ αποφάσισαν να στραφούν προς τη Βουλγαρία, την «Πρωσία των Βαλκανίων», όπως την αποκαλούσαν, με σκοπό να την πείσουν, παραχωρώντας της εν ανάγκη και εδάφη που ανήκαν σε άλλες χώρες, τις οποίες θεωρούσαν υποχείριά τους, είτε αυτές είχαν μετατραπεί εκούσια σε υποχείρια είτε είχαν εξαναγκαστεί σε κάτι τέτοιο.
Η συμμαχία της Αντάντ με τη Βουλγαρία θα της εξασφάλιζε σημαντικά πλεονεκτήματα.
Πρώτον, θα άνοιγε η οδός ανεφοδιασμού της Ρωσίας με το πολεμικό υλικό που τόσο απελπισμένα χρειαζόταν.
Δεύτερον, θα ανοιγόταν μέτωπο απέναντι στην Τουρκία, σε απόσταση αναπνοής από την Κωνσταντινούπολη, το διοικητικό της κέντρο, το οποίο πάση θυσία θα όφειλε να εξασφαλίσει, συγκεντρώνοντας αν χρειαζόταν τον όγκο των δυνάμεών της εκεί.
Τρίτον, θα σχηματιζόταν ενιαίο μέτωπο με την πιεζόμενη Σερβία, ικανό, κατά τους εμπνευστές του σχεδίου, να αντέξει στη γερμανοαυστριακή πίεση, μέτωπο το οποίο θα απορροφούσε δυνάμεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, δυνάμεις που η απουσία τους θα καθίστατο αισθητή στα άλλα μέτωπα όπου ήδη πολεμούσαν σκληρά, στο δυτικό και στο ρωσικό.
Για τους εταίρους της Αντάντ, λοιπόν, όλα ήταν θέμα υπολογισμών και συμφέροντος, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός τους, ο οποίος δεν ήταν άλλος από την επικράτησή τους στον μεγάλο πόλεμο. Η Ελλάδα λοιπόν δεν βάρυνε ιδιαιτέρως στη σκέψη των εμπνευστών αυτής της πολιτικής.
Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γ. Στρέιτ αρνήθηκε να δεχθεί ένα σχέδιο, το οποίο παραχωρούσε την Καβάλα και την Ανατολική Μακεδονία στους Βούλγαρους. Την επομένη, ο Γ. Στρέιτ παύθηκε από τα καθήκοντα του με εντολή του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος δεν επιθυμούσε να δυσαρεστήσει την Αντάντ.
Το σύνολο του Τύπου, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, καταδίκασε τις συμμαχικές πιέσεις. Ο βασιλιάς είχε επαφές με αξιωματούχους της Αντάντ, στους οποίους δήλωσε ότι τασσόταν στο πλευρό τους, αλλά ότι οι φιλοδοξίες της Βουλγαρίας και της Ρωσίας τον ανησυχούσαν ιδιαιτέρως.
Στις 16 Νοεμβρίου 1914, οι Αυστριακοί εξαπέλυσαν μεγάλης κλίμακας επίθεση κατά της Σερβίας. Κρυφά η Ελλάδα εφοδίασε με πυρομαχικά τον Σερβικό Στρατό. Στις 3 Δεκεμβρίου, οι πρέσβεις και των τριών μεγάλων δυνάμεων κατέθεσαν επίσημο έντονο διάβημα στον Κωνσταντίνο, ζητώντας του και πάλι να παραχωρήσει τη Μακεδονία στη Βουλγαρία. Φυσικά, ο Κωνσταντίνος αρνείται. Στις 15 Δεκεμβρίου, οι Σέρβοι, κατατρόπωσαν τους Αυστριακούς στη μάχη του Ρούτνικ και τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν όσα σερβικά εδάφη είχαν καταλάβει. Η νίκη των Σέρβων είχε και πάλι ως αποτέλεσμα να διακοπούν, προς στιγμήν, οι διπλωματικές πιέσεις με την Ελλάδα.
Τις πρώτες μέρες του 1915, όμως, οι σύμμαχοι επανήλθαν, με νέα «διαπραγματευτικά ατού» στα χέρια τους. Θα υπόσχονταν στην Ελλάδα «κάποια» εδάφη στη Μικρά Ασία ή στη «νότια Αλβανία», εφόσον αυτό δεν δυσαρεστούσε την Ιταλία, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ντελκασέ, πάντως, με καθόλου διπλωματικό τρόπο δήλωσε ότι δεν θεωρούσε απαραίτητη τη συγκατάθεση της Ελλάδας και της Σερβίας.
Η Αντάντ θα έπρεπε να αναλάβει πρωτοβουλία και να παραχωρήσει τη Μακεδονία στους Βουλγάρους, ώστε αυτοί να επιτεθούν στους Τούρκους, ανοίγοντας ένα νέο θρακικό μέτωπο.
Ο πρωτοφανής κυνισμός των Γάλλων, των υπέρμαχων της δημοκρατίας, προκαλεί πράγματι εντύπωση. Μεγαλύτερη όμως εντύπωση προκαλεί η αποδοχή τελικά του συμμαχικού σχεδίου από την ελληνική κυβέρνηση. Στα τέλη Ιανουαρίου 1915, ο Βενιζέλος έσπευσε στα ανάκτορα για να συναντήσει τον Κωνσταντίνο.
Εκεί εξέθεσε στον βασιλιά τα έως τότε γεγονότα και του είπε ότι το συμφέρον της χώρας απαιτούσε συνεργασία με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, και ότι, όσο οδυνηρό και αν το θεωρούσε, δεν θα δίσταζε να συμβουλεύσει παραχώρηση της Καβάλας.
Ο Κωνσταντίνος εξέφρασε αντιρρήσεις. Ο Βενιζέλος όμως είχε ήδη χαράξει την πολιτική του και την πολιτική της χώρας, σύμφωνα με την προσωπική του θεώρηση για το τι ήταν ορθότερο τη δεδομένη χρονική στιγμή. Στις 26 Ιανουαρίου 1915, ο Βενιζέλος ευχαρίστησε δημόσια την Αντάντ, για τις παραχωρήσεις που θα έκανε στην Ελλάδα και πρότεινε την αποστολή συμμαχικών δυνάμεων, τις οποίες θα ενίσχυαν ελληνικές, στη Θεσσαλονίκη, ως μέσο πίεσης προς τη Βουλγαρία, ώστε η τελευταία να δεχθεί την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και να προσχωρήσει στο συμμαχικό στρατόπεδο.
Οι σύμμαχοι ενθουσιάστηκαν με την πρόταση και υποσχέθηκαν να στείλουν τουλάχιστον δύο μεραρχίες. Τα σχέδια όμως Βενιζέλου και Αντάντ ανετράπησαν από την πεισματική άρνηση των Ρουμάνων να εξέλθουν στον πόλεμο, και των Βουλγάρων, οι οποίοι δεν αρκούνταν στα προτεινόμενα προς παραχώρηση εδάφη, αλλά αξίωναν ολόκληρη τη Μακεδονία, την οποία θα καταλάμβαναν άμεσα τα βουλγαρικά στρατεύματα.
Η επίθεση των δυνάμεων της Αντάντ στα Δαρδανέλια άλλαξε τα δεδομένα. Την 3η Μαρτίου συνεκλήθη το συμβούλιο του στέμματος, στο οποίο συμμετείχαν ο Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος.
Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος εισηγήθηκε την αποστολή ενός ελληνικού Σώματος Στρατού, δυνάμεως 35.000 ανδρών, καθώς και τη διάθεση του συνόλου του πολεμικού στόλου, προς ενίσχυση των συμμάχων, θεωρώντας βέβαιη την επιτυχία τους κατά των Τούρκων.
Ο αρχηγός του επιτελείου, Ιωάννης Μεταξάς, δήλωσε πως οι Σύμμαχοι θα αποτύχουν. Ο Βενιζέλος, ενοχλημένος, τηλεγράφησε πρώτα στο Παρίσι, δηλώνοντας στους Γάλλους ότι η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να ταχθεί στο πλευρό της Αντάντ, συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις της Καλλίπολης με τον στόλο και με μια μεραρχία πεζικού.
Κατέληγε δε λέγοντας ότι ο βασιλιάς δεν υιοθέτησε βέβαια ακόμα το σχέδιο, αλλά ότι ο ίδιος (ο Βενιζέλος) τους το ανακοινώνει εμπιστευτικά! Κατόπιν παραιτήθηκε, δηλώνοντας ότι εφόσον ο βασιλιάς δεν εγκρίνει την πολιτική του, δεν είχε άλλη επιλογή. Την ίδια ώρα, η Βρετανία και η Γαλλία δεσμεύονταν απέναντι στη Ρωσία να της παραχωρήσουν την Κωνσταντινούπολη, μετά το πέρας των εχθροπραξιών.
Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με την οπτική του Ελ. Βενιζέλου, η ενέργειά του να τηλεγραφήσει ψεύδη στο Παρίσι, εκθέτοντας ουσιαστικά τον βασιλιά στα μάτια των δυνάμεων της Αντάντ, ήταν από κάθε άποψη απαράδεκτη.
Στο μεταξύ, στην Αθήνα είχε σχηματιστεί νέα κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Δημήτριο Γούναρη και υπουργό Εξωτερικών τον Χρήστο Ζωγράφο, τον έναν από τους αρχηγούς της βορειοηπειρωτικής εξέγερσης.
Στις 23 Μαρτίου 1915, ο Ζωγράφος συναντήθηκε με τους τρεις πρέσβεις της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και τους δήλωσε, εξουσιοδοτημένος από τον Κωνσταντίνο και από τον Γούναρη, ότι η Ελλάδα ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί με τις δυνάμεις της Αντάντ, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα εξασφαλιζόταν η προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Η πρόταση της νέας ελληνικής κυβέρνησης δεν έγινε δεκτή από τους συμμάχους, οι οποίοι εξακολούθησαν να «παζαρεύουν» τη βουλγαρική συμμετοχή, καθώς και την ιταλική.
Ένα μήνα αργότερα, και ενώπιον των συνεχόμενων αποτυχιών των συμμαχικών δυνάμεων να καταλάβουν την Καλλίπολη, οι τρεις πρεσβευτές συναντήθηκαν με τον Γούναρη και του δήλωσαν πως οι κυβερνήσεις τους επιθυμούν τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο και σε αντάλλαγμα της προσφέρουν ό,τι προσέφεραν και στην προηγούμενη κυβέρνησή τους, δηλαδή το Βιλαέτι Αϊδινίου, μια περιοχή έκτασης 7.659 τ.χλμ. στη Μικρά Ασία, με κέντρο τη Σμύρνη και μόνο!
Ο Γούναρης απάντησε επίσημα στις 14 Απριλίου ζητώντας από τους συμμάχους να εγγυηθούν την ακεραιότητα της τότε ελληνικής επικράτειας, δηλαδή να ξεχάσουν τα περί παράδοσης της Ανατολικής Μακεδονίας, και επίσης να παραχωρήσουν στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα, πέραν της Σμύρνης, και τη Βόρεια Ήπειρο και ενδεχομένως και τα Δωδεκάνησα.
Εάν οι όροι αυτοί εκπληρώνονταν, η Ελλάδα θα έθετε άμεσα το σύνολο των δυνάμεων της στη διάθεση της Αντάντ. Δεν ήταν λοιπόν απρόθυμη η μη βενιζελική παράταξη για τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο, αρχικά τουλάχιστον. Απλώς ζητούσε περισσότερα και με εγγυήσεις. Σε καμία δε περίπτωση δεν ήταν γερμανόφιλη, όπως ο σχετικός κατασκευασμένος μύθος τη θέλει.
Ήταν η κοντόφθαλμη πολιτική των δυνάμεων της Αντάντ, που οδήγησε τελικά τους Έλληνες να φτάσουν στο σημείο να κραυγάζουν υπέρ της Γερμανίας, και όχι οι ραδιουργίες του «Γερμανού» βασιλιά τους. Οι σύμμαχοι, από την πλευρά τους, δεν δέχθηκαν τους ελληνικούς όρους, και κυρίως τον εισαγωγικό, αυτόν δηλαδή που αφορούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, εφόσον ο όρος αυτός τους στερούσε το διαπραγματευτικό τους μέσο για προσέλκυση της Βουλγαρίας. Επίσης, δεν δέχονταν τον αφορούντα τη Βόρεια Ήπειρο όρο, γιατί μια τέτοια παραχώρηση θα δυσαρεστούσε την Ιταλία, την οποία επίσης παρακαλούσαν να ταχθεί στο πλευρό τους. Αυτομάτως, οι μεγάλες δυνάμεις αντελήφθησαν ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση ζητούσε πολλά, «παραβλέποντας το γενικό καλό». Ξαφνικά, άρχισαν να αναπολούν την εποχή Βενιζέλου. Ωστόσο, η κυβέρνηση Γούναρη επανήλθε με νέες, λιγότερο πιεστικές προς τους συμμάχους προτάσεις.
Η Ελλάδα δεχόταν να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά της Τουρκίας, με την επιφύλαξη ότι εφόσον η Βουλγαρία δεν ξεκαθάριζε τη θέση της δεν θα μπορούσε να εμπλέξει τις χερσαίες δυνάμεις της, εν είδει εγγυήσεως για τη συμπεριφορά της γείτονος. Θα πρόσφερε βέβαια στους συμμάχους το στόλο της και όλη την πολεμική και πολιτική της υποδομή και θα πλήρωνε η ίδια για τη συντήρηση των πολεμικών της δυνάμεων.
Οι σύμμαχοι τελικά αγνόησαν την ελληνική πλευρά, εμμένοντας πάντα στην προσέλκυση της Βουλγαρίας.
Σε μια ύστατη προσπάθεια προσέγγισης των συμμάχων, ο Κωνσταντίνος έστειλε στο Παρίσι το πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Πουανκαρέ και του δήλωσε πως είναι απαράδεκτο να πιέζεται η Ελλάδα να εμπλακεί σε έναν πόλεμο, από τη στιγμή που οι σύμμαχοί της δεν της εγγυώνται ούτε την εδαφική της ακεραιότητα μετά τη λήξη του. Μάταιος κόπος.
Σε απάντηση, την 29η Μαΐου, οι σύμμαχοι υπέβαλλαν επίσημη πρόταση στη Βουλγαρία, σύμφωνα με την οποία της παραχωρούσαν την Ανατολική Θράκη, έως τη γραμμή Αίνου-Μήδειας, την περιοχή Μοναστηρίου, και φυσικά την Ανατολική Μακεδονία.
Η φτωχή Ελλάδα απάντησε, δύο μέρες αργότερα, με επίσημη διαμαρτυρία, το κείμενο της οποίας τόνιζε ότι η Ελλάδα δεν ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει την περιοχή της Καβάλας, την οποία είχε απελευθερώσει κατόπιν μεγάλων θυσιών, στη Βουλγαρία, η οποία άλλωστε, ως ηττημένη, είχε αναγνωρίσει την απώλειά της, υπογράφοντας τη συνθήκη ειρήνης με την οποία τερματίστηκε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος.
Η ελληνική διακοίνωση κατέληγε αναφέροντας ότι αυτό που ζητούν οι σύμμαχοι καταπατά κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου. Απαντώντας οι σύμμαχοι, σε σύσκεψη στις 2 Ιουνίου, αποφάσισαν να παραχωρήσουν την Καβάλα στη Βουλγαρία, είτε το ήθελε η Ελλάδα είτε όχι.
Εν όψει μάλιστα της κατάρρευσης των Ρώσων στην Πολωνία και της κατάληψης της Βαρσοβίας από τα γερμανικά στρατεύματα, οι σύμμαχοι παρακάλεσαν τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία να ταχθούν στο πλευρό τους. Οι Ρουμάνοι δέχθηκαν, ύστερα από την υπόσχεση πως μετά τον πόλεμο θα έπαιρναν τη Βουκοβίνα, το Βανάτο και την Τρανσυλβανία. Ωστόσο, επιφυλάχθηκαν να πολεμήσουν όταν οι στρατιωτικές συνθήκες θα ήταν ευνοϊκότερες.
Η Βουλγαρία, η οποία ακολουθούσε έως τότε καιροσκοπική πολιτική, φλερτάροντας με την Αντάντ, υπέγραψε στις 6 Σεπτεμβρίου συνθήκη συμμαχίας με τη Γερμανία.
Η έξοδός της στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών ήταν απλώς ζήτημα χρόνου και συνθηκών.
Οι σύμμαχοι της Αντάντ, από την πλευρά τους, έβλεπαν ως αναπόφευκτη την επέκταση της γερμανικής επιρροής στη Βαλκανική, μετά την αναμενόμενη συντριβή της Σερβίας και την πλήρη και άκρως αιματηρή αποτυχία των δικών τους δυνάμεων στα Δαρδανέλια. Χρειάζονταν λοιπόν απελπισμένα μια βάση επιχειρήσεων, από όπου θα μπορούσαν να βοηθήσουν τη Σερβία και να δημιουργήσουν ένα μέτωπο απέναντι στη γερμανική προέλαση προς την Μέση Ανατολή.
Ερχόταν η ώρα της Ελλάδας. Το μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις Ελλάδας-Αντάντ, το ζήτημα της παραχώρησης της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, δεν υφίστατο πλέον, εφόσον οι Βούλγαροι τάχθηκαν οριστικά υπέρ των Γερμανών. Από την άλλη πλευρά, στο πηδάλιο της Ελλάδας βρισκόταν και πάλι ο Ελ. Βενιζέλος, στον οποίο είχαν εμπιστοσύνη και τον θεωρούσαν «δικό» τους άνθρωπο.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1916, η Σερβία ζήτησε επισήμως και πάλι τη συνδρομή της Ελλάδας για την αντιμετώπιση της επικείμενης μεγάλης επίθεσης των Αυστριακών και των Γερμανών.
Ο Βενιζέλος απάντησε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να βοηθήσει τη Σερβία, παρά μόνο σε περίπτωση που και η Ρουμανία θα έμπαινε στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, πλαγιοκοπώντας έτσι τη Βουλγαρία. Και πράγματι υπήρξε σειρά διπλωματικών επαφών, οι οποίες όμως δεν κατέληξαν πουθενά.
Η Ρουμανία δεν σκόπευε, για την ώρα, να εγκαταλείψει την ουδετερότητά της. Ταυτόχρονα, στην Αθήνα, ο Βενιζέλος είχε συνάντηση με τον Κωνσταντίνο, κατά την οποία οι δύο άνδρες συμφώνησαν επί της ακολουθητέας πολιτικής.
Το επόμενο βήμα ήταν η παραχώρηση σταθερής βάσης στους συμμάχους, η οποία δεν μπορούσε να είναι άλλη από τη Θεσσαλονίκη. Οι Γάλλοι είχαν βέβαια ήδη επεξεργαστεί σχέδιο βίαιης κατάληψης της πόλης, το οποίο θα υλοποιούνταν εάν η Ελλάδα αρνούνταν να δώσει την Ανατολική Μακεδονία στη Βουλγαρία.
Θεσσαλονίκη
Στις 21 Σεπτεμβρίου, ο Βενιζέλος συναντήθηκε με τους τρεις πρέσβεις των «προστάτιδων» δυνάμεων και τους είπε ότι, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά και του Γενικού Επιτελείου, ζητούσε από τους συμμάχους να διαθέσουν στη Μακεδονία τουλάχιστον 150.000 άνδρες, όσους προέβλεπε η ελληνοσερβική συνθήκη, και τους οποίους δεν μπορούσε να αποστείλει φυσικά η Σερβία.
Μαζί με το σύνολο του Ελληνικού Στρατού, η συμμαχική στρατιά θα αποτελούσε μια ιδιαίτερα υπολογίσιμη συγκέντρωση δυνάμεων –τουλάχιστον 300.000 ανδρών– η οποία θα μπορούσε άμεσα να διατεθεί προς υποστήριξη των Σέρβων, φυλάσσοντας όμως παράλληλα και την ελληνοβουλγαρική μεθόριο.
Εάν οι σύμμαχοι δεν μπορούσαν να διαθέσουν τις δυνάμεις αυτές, συμπλήρωσε, πρέπει τουλάχιστον να αναγκάσουν τη Ρουμανία να εξέλθει στον πόλεμο υπέρ τους, ώστε να υπάρχει ένα αντίβαρο στη βουλγαρική απειλή. Οι σύμμαχοι δέχθηκαν την πρόταση, αλλά έστειλαν μόλις 20.000 άνδρες τους, ενώ οι Ρουμάνοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά να πολεμήσουν.
Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα έμενε ουσιαστικά μόνη, έχοντας να επιτύχει εξαιρετικά δύσκολους αντικειμενικούς σκοπούς – τη στήριξη της Σερβίας, την επιτήρηση της Βουλγαρίας και ίσως τη δράση κατά της Τουρκίας.
Εν όψει των νέων δεδομένων, ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να δεχθεί την απόβαση των ανεπαρκών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, οι οποίες το μόνο που θα εξασφάλιζαν θα ήταν η πολεμική εμπλοκή της χώρας. Ανάλογη περίπτωση ήταν και αυτή του 1940-41, όταν ο Μεταξάς αρνήθηκε να επιτρέψει την απόβαση ανεπαρκών βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, η παρουσία των οποίων μόνο τη γερμανική εισβολή θα προκαλούσε.
Ο θάνατός του από αμυγδαλίτιδα, έλυσε τότε το πρόβλημα για τους Βρετανούς. Ο Κωνσταντίνος όμως το 1916 φαινόταν αρκετά υγιής.
Ωστόσο, ο Βενιζέλος ειδοποίησε τους πρέσβεις της Αντάντ να προχωρήσουν κανονικά στο σχέδιό τους και να αποβιβάσουν τις δυνάμεις τους στη Θεσσαλονίκη. Τους ζήτησε μόνο να τον ενημερώσουν 24 ώρες πριν, ώστε να διαμαρτυρηθεί «για τους τύπους». Επίσης, οι σύμμαχοι θα δήλωναν ότι σκοπός τους ήταν να ανοίξουν απλώς δίαυλο επικοινωνίας με τη σκληρά πιεζόμενη Σερβία.
Πραγματικά οι σύμμαχοι άρχισαν τη απόβαση των δυνάμεών τους στη Θεσσαλονίκη, στις 3 Οκτωβρίου. Η ελληνική κυβέρνηση απηύθυνε σφοδρή διαμαρτυρία εναντίον τους, «για τους τύπους», και ο διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού ενημερώθηκε προσωπικά από τον Βενιζέλο, μην τυχόν και προβάλει αντίσταση. Η ελληνική ουδετερότητα είχε ουσιαστικά καταλυθεί.
Την επομένη ο Βενιζέλος κλήθηκε να λογοδοτήσει και το πρωί της άλλης ημέρας ο Κωνσταντίνος τον απέπεμψε. Η κίνηση αυτή, τη συγκεκριμένη μάλιστα στιγμή, μόνο ως σοβαρό λάθος του Κωνσταντίνου μπορεί να θεωρηθεί. Υπό τις διαμορφωμένες συνθήκες, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε παρά να προσαρμοστεί στις εξελίξεις, τις οποίες άλλωστε δεν μπορούσε να επηρεάσει.
Η χίμαιρα της ουδετερότητας
Στο μεταξύ, ο πόλεμος πλησίαζε στα ελληνικά σύνορα. Η συνδυασμένη επίθεση Αυστριακών, Γερμανών και Βουλγάρων συνέτριψε τη σερβική αντίσταση, όπως και τις μικρές συμμαχικές δυνάμεις του στρατηγού Σαράιγ, οι οποίες εξόρμησαν από τη Θεσσαλονίκη – ο Σαράιγ δεν διέθετε περισσότερους από 35.000 άνδρες, εκείνη τη στιγμή, αριθμός ασήμαντος, αν αναλογιστεί κανείς ότι μόνο η Βουλγαρία έριξε στη μάχη 200.000 περίπου άνδρες.
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο οποίος διαδέχθηκε τον Βενιζέλο στην πρωθυπουργία, απέρριψε τη νέα σερβική έκκληση για βοήθεια, με το σκεπτικό ότι η Σερβία ήταν ήδη καταδικασμένη.
Εφόσον και οι σύμμαχοι είχαν αποστείλει αστείο αριθμό δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, εάν η Ελλάδα κήρυττε ουσιαστικά τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, θα έπρεπε να σηκώσει μόνη το βάρος του αγώνα εναντίον των συνασπισμένων αυστριακών, γερμανικών, βουλγαρικών και τουρκικών δυνάμεων.
Στις 17 Οκτωβρίου 1915 οι Βρετανοί προσέφεραν ακόμα και την Κύπρο στην Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση Ζαΐμη και πάλι αρνήθηκε, διαπράττοντας ένα τεράστιο σφάλμα. Η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη.
Η Γαλλία, και πιο συγκεκριμένα ο στρατηγός Σαράιγ, φοβόταν ότι μετά τη σερβική κατάρρευση και την αναγκαστική υποχώρηση των δυνάμεών του εντός του ελληνικού εδάφους, θα δεχόταν επίθεση από τον Ελληνικό Στρατό. Ο Κωνσταντίνος όμως τον διαβεβαίωσε ότι τέτοιο ενδεχόμενο δεν υφίσταται, παρά τη βάναυση παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας από τους συμμάχους.
Υπέκυψε ακόμα και στην κατάληψη της Μήλου από τις συμμαχικές δυνάμεις και έδωσε εντολή στα στρατεύματα της φρουράς Θεσσαλονίκης να συμπεριφερθούν φιλικά προς τα συμμαχικά.
Ωστόσο, ο ανεκδιήγητος Γάλλος στρατηγός Σαράιγ άλλαξε γνώμη, και ζητούσε τώρα από τα ελληνικά στρατεύματα να υπερασπίσουν το εθνικό έδαφος σε περίπτωση γερμανοβουλγαρικής εισβολής, αν και η τελευταία θα ήταν συνέπεια της παραβίασης της ελληνικής ουδετερότητας από τους Γάλλους!
Την ίδια ώρα άρχισαν να πιέζουν και οι Γερμανοί. Το γερμανικό Γενικό Επιτελείο τηλεγράφησε στην ελληνική κυβέρνηση ότι αν δεν εξαναγκάσει σε αποχώρηση από το ελληνικό έδαφος ή σε αφοπλισμό τις δυνάμεις της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, θα αναγκαστεί να λάβει τα αναγκαία μέτρα, δηλαδή να εισβάλει στην ελληνική επικράτεια. Ουσιαστικά, η ελληνική ουδετερότητα είχε εξελιχθεί σε παρωδία.
Με τμήματα τεσσάρων ξένων στρατών ήδη στο έδαφός της και υπό την απειλή εισβολής άλλων τριών, η επιμονή διατήρησης της ανύπαρκτης ουσιαστικά ουδετερότητας δεν ήταν παρά μια χίμαιρα που βαυκάλιζε όσους πίστευαν ακόμα σε αυτήν. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι σύμμαχοι αποφάσισαν να καταλάβουν και την Κέρκυρα, στην οποία θα αναδιοργάνωναν ό,τι είχε απομείνει από τον Σερβικό Στρατό.
Την ίδια ώρα ο Σαράιγ καταλάμβανε το φρούριο του Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη, εκδιώκοντας με τη βία την ελληνική φρουρά και αίροντας την ίδια τη δέσμευσή του ότι θα σεβόταν την ελληνική κυριαρχία.
Παρά την επίσκεψη του Σαράιγ στην Αθήνα και τη συνάντησή του με τον Κωνσταντίνο, ο καχύποπτος Γάλλος στρατηγός επεξεργαζόταν ήδη σχέδιο εκθρόνισης του βασιλιά. Το πρώτο βήμα των Αντατικών ήταν η ανατροπή της κυβέρνησης της Αθήνας. Για το σκοπό αυτό, υπό την καθοδήγηση του Ελ. Βενιζέλου, κήρυξαν οικονομικό πόλεμο στην Ελλάδα.
Την ίδια ώρα ο Σερβικός Στρατός μεταφερόταν από την Κέρκυρα στη Θεσσαλονίκη, ατμοπλοϊκώς, την στιγμή που το βαρύ υλικό του μεταφερόταν σιδηροδρομικώς στη Θεσσαλονίκη, με ελληνικά τρένα και με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης! Επρόκειτο για μια τραγελαφική κατάσταση, η οποία οδηγούσε σε αδιέξοδο.
Ο Κωνσταντίνος δεν είχε πλέον άλλη επιλογή πέραν της εγκατάλειψης της ανυπόστατης και ανυπόληπτης, έτσι και αλλιώς, ουδετερότητας. Δυστυχώς, όμως, επέμεινε στην πολιτική του.
Από την άλλη πλευρά, και ο Βενιζέλος εξωθούσε τους συμμάχους να πιέσουν ασφυκτικά την ελληνική κυβέρνηση, ακόμα και με τα όπλα, αν αυτό ήταν απαραίτητο.
Όταν οι Γάλλοι τον ρώτησαν αν αυτό θα συνιστούσε στρατιωτική επιχείρηση κατά του βασιλιά, απάντησε: «Δεν είναι δικό μου έργο να σας εξωθήσω σε τέτοιες ενέργειες. Μόνο που αδυνατώ να αντιληφθώ τους λόγους διά τους οποίους η Αντάντ, η οποία διαθέτει την απαραίτητη ισχύ, αφήνει εις τον θρόνο του έναν βασιλέα, ο οποίος, σε πείσμα της λαϊκής βουλήσεως, κατέστη ανοικτά σύμμαχος της Γερμανίας και της Βουλγαρίας». Ο σπόρος για τα «Νοεμβριανά» είχε πέσει.
Στο μεταξύ, οι Γάλλοι, κατέλαβαν το ελληνικό οχυρό ανασχέσεως Ντόβα Τεπέ, βόρεια της λίμνης Δοϊράνης.
Η ελληνική φρουρά δεν πρόβαλε αντίσταση και αποχώρησε με το φορητό οπλισμό της. Σε απάντηση, στις 26 Μαΐου 1916 οι ισχυρές βουλγαρικές δυνάμεις, με προπομπό μια γερμανική ίλη ιππικού, έφτασαν μπροστά στο Ρούπελ και ζήτησαν την παράδοσή του. Ο διοικητής τού οχυρού έλαβε διαταγή να το παραδώσει στον διοικητή της γερμανικής ίλης.
Η παράδοση ελληνικού εδάφους σε Βουλγάρους προκάλεσε, όχι αδίκως, την οργή των Αντατικών, αλλά και των Ελλήνων. Ο Γάλλος πρέσβης στην Αθήνα συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Σκουλούδη και τον ρώτησε έως ποιο σημείο σκοπεύει να υποχωρήσει ο Ελληνικός Στρατός χωρίς να προβάλει αντίσταση στους προαιώνιους εχθρούς του, τους Βουλγάρους.
Ο Σκουλούδης αρνήθηκε να δώσει ξεκάθαρη απάντηση. Το ίδιο και ο Κωνσταντίνος, ο οποίος δήλωσε στον Γκιγεμέν: «Μπορούσατε να προλάβετε την κίνησή τους και να καταλάβετε πρώτοι το Ρούπελ. Είναι πολύ ισχυρή θέση, που αντιβάλλει το Ντόβα Τεπέ. Ωστόσο, αδυνατώ να κατανοήσω την έξαψή σας. Σας έχω προειδοποιήσει πως θα μείνω ουδέτερος, ό,τι και αν συμβεί. Δεν επιθυμώ να εμπλακώ στον πόλεμό σας».
Ο Κωνσταντίνος είχε διαπράξει το μεγαλύτερο σφάλμα της ζωής του.
Η κατάληψη του Ρούπελ από τους Βουλγάρους του έδινε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ταχθεί με το μέρος της Αντάντ και να βγει στον πόλεμο, κερδίζοντας ανταλλάγματα.
Η ανόητη –σε αυτή τη φάση– εμμονή του στην ουδετερότητα, η οποία απλά δεν υφίστατο έτσι και αλλιώς, δεν είχε κανένα απολύτως νόημα.
Οι λόγοι που οδήγησαν τον βασιλιά να υιοθετήσει μια τέτοια οπτική σχετίζονται με την απόφασή του να αντιδράσει, με κάθε τρόπο, στη βενιζελική πολιτική.
Η παράδοση του Ρούπελ αμαχητί στους Βούλγαρους πάντως θα παραμείνει ανεξίτηλο στίγμα της βασιλείας του Κωνσταντίνου. Και σαφώς δεν μπορεί να παραλληλιστεί η κατάληψη του Ρούπελ από τους Βουλγάρους με την κατάληψη του Ντόβα Τεπέ από τους συμμάχους. Οι σύμμαχοι ήταν βέβαιο ότι κάποτε θα αποχωρούσαν. Ποιος μπορούσε να εγγυηθεί το ίδιο για τους Βουλγάρους;
Νοεμβριανά
Οι συμμαχικές κυβερνήσεις κήρυξαν πια επίσημα εχθρό τους τον Κωνσταντίνο και άρχισαν αποκλεισμό της «βασιλοκρατούμενης Ελλάδος». Την ίδια ώρα, ο Βενιζέλος σχημάτιζε κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη.
Όμως, στην προσπάθεια άσκησης πίεσης στον βασιλιά, τόσο ο Βενιζέλος, όσο και οι σύμμαχοι, πολιτεύτηκαν άσχημα και αποφάσισαν να σταλεί συμμαχικός στόλος στον Πειραιά, ως μέσο άσκησης επιπλέον πίεσης στον βασιλιά.
Ο Βενιζέλος ειδικά, προέβη σε αυτή την εκτίμηση, πιστεύοντας ότι ο Κωνσταντίνος είχε χάσει το λαϊκό του έρεισμα.
Ακόμα και αν το τελευταίο αλήθευε, σύντομα η εκτίμηση θα αποδεικνυόταν παντελώς ανεδαφική, από τη συμπεριφορά των συμμάχων προς τους Έλληνες, και κυρίως από τον αποκλεισμό, ο οποίος οδήγησε χιλιάδες Έλληνες στο θάνατο από εξάντληση και πείνα. Ακόμα και η αποστολή του συμμαχικού στόλου στον Πειραιά, ίσως να μην είχε τόσο καταστροφικές συνέπειες αν επικεφαλής δεν ήταν ο τραγικός Γάλλος ναύαρχος Νταρτίζ ντι Φουρνέ.
Την ίδια ώρα τα γεγονότα πίεζαν. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν στις 17 Αυγούστου τη Φλώρινα και άρχισαν παράλληλα να προωθούνται στην Ανατολική Μακεδονία. Λίγες μέρες αργότερα και η Ρουμανία βγήκε επιτέλους στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Η προώθηση όμως των Βουλγάρων και οι βιαιοπραγίες που διέπρατταν εις βάρος των ελληνικών πληθυσμών αποτέλεσαν την αφορμή για την εκδήλωση τελικά του ήδη προσχεδιασμένου κινήματος της «Εθνικής Άμυνας», όπως ονομάστηκε, στη Θεσσαλονίκη. Η ΧΙ Μεραρχία, με επικεφαλής τον μέραρχο Ζυμβρακάκη, στασίασε και συγκρούστηκε μάλιστα με άλλα τμήματα του Γ’ Σώματος Στρατού.
Η κρίση είχε ξεσπάσει. Στο μεταξύ, οι σύμμαχοι έγιναν αποδέκτες της αντιβασιλικής προπαγάνδας, βάσει της οποίας το ελληνικό Γενικό Επιτελείο είχε συγκεντρώσει στρατεύματα και εφόδια στην Κατερίνη. Παράλληλα, οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει δυνάμεις στη Φλώρινα, οι οποίες θα κινούνταν προς Αθήνα.
Ήδη είχαν αναφερθεί κινήσεις γερμανικού ιππικού προς Λάρισα! Οι ανόητες, δήθεν εμπιστευτικές αυτές «πληροφορίες», αναμφισβήτητα εκπορεύθηκαν από βενιζελικά κέντρα, και μόνο σκοπό είχαν να δώσουν τη λαβή που χρειάζονταν οι δυνάμεις για να ασκήσουν ακόμα πιο δυναμική πολιτική απέναντι του «γερμανόφιλου βασιλέως». Οι σύμμαχοι είχαν τώρα τη δικαιολογία που ήθελαν για να επέμβουν. Είχε έρθει η ώρα του Φουρνέ.
Στις 10 Σεπτεμβρίου συνέβη ένα ακόμα περίεργο περιστατικό. Οι πρέσβεις των τριών δυνάμεων είχαν μεταβεί στη γαλλική πρεσβεία για να συσκεφθούν.
Έξαφνα, περίπου 20 άτομα εμφανίστηκαν έξω από τα κτίριο και πυροβολώντας στον αέρα φώναξαν: «Ζήτω η Γερμανία και ο βασιλεύς! Κάτω η Γαλλία». Οι ένοπλοι ταραξίες αποδείχθηκε αργότερα ότι ήταν όλοι μέλη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και έδρασαν κατόπιν συνεννόησης με τη γαλλική πρεσβεία!
Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Φουρνέ να αποβιβάσει πεζοναύτες και να τους εγκαταστήσει στην πρεσβεία, ως φρουρά. Από την άλλη πλευρά, η πάντοτε καιροσκόπος Ιταλία άδραξε την ευκαιρία και κατέλαβε τη Βόρεια Ήπειρο για να την «προστατεύσει» από τους Βουλγάρους.
Στην κρίσιμη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα, μόνο μια κίνηση απέμενε στον Κωνσταντίνο, η οποία θα αφόπλιζε αυτομάτως και τον Βενιζέλο: η προσχώρησή του στην Αντάντ άμεσα, και με εκ των υστέρων συζήτηση για τους όρους. Η εμμονή του τέτοιες ώρες στην τραγελαφική παρωδία ουδετερότητας ήταν τουλάχιστον εκτός πραγματικότητας, από τη στιγμή μάλιστα που οι Βούλγαροι κατέλαβαν στις 16 Σεπτεμβρίου και την Καβάλα, συλλαμβάνοντας μάλιστα αιχμαλώτους 6.000 Έλληνες στρατιώτες! Αργότερα, ολόκληρο το Δ’ Σώμα Στρατού θα παραδιδόταν αμαχητί στους Γερμανούς και θα απολάμβανε υποχρεωτικές «διακοπές» στο Γκέρλιτς.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση Καλογερόπουλου και πάλι δεν αντέδρασε. Ωστόσο, πρότεινε για άλλη μια φορά την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, υπέρ της Αντάντ φυσικά, ζητώντας παραχώρηση της Βόρειας Ηπείρου, των Δωδεκανήσων και της Δυτικής Θράκης. Οι σύμμαχοι αρνήθηκαν, εφόσον η παραχώρηση της Βόρειας Ηπείρου και των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα θα έθιγε τα ιταλικά συμφέροντα.
Οι κυβερνήσεις των δυνάμεων αναγνώρισαν de facto την «κυβέρνηση» της Θεσσαλονίκης.
Μόνο η Ιταλία αντέδρασε στην αναγνώριση αυτή, φοβούμενη ότι θα συνεπαγόταν παραχωρήσεις εδαφών και δεσμεύσεις των συμμάχων προς τον Βενιζέλο. Οι σύμμαχοί της όμως την καθησύχασαν, τονίζοντας ότι δεν έχουν υποσχεθεί τίποτα στον Βενιζέλο.
Ο Κωνσταντίνος τότε υποσχέθηκε στους συμμάχους, σε μια κίνηση καλής θέλησης, να παραδώσει τα πυροβόλα του Στρατού, μαζί με 1.000 οβίδες ανά πυροβόλα, στους συμμάχους.
Παράλληλα, θα παρέδιδε και τον ελαφρύ στόλο με τις τορπίλες και τις οβίδες των πλοίων. Οι Γάλλοι δέχθηκαν τις προτάσεις, και ο απεσταλμένος τους, Πολ Μπεναζέ, προθυμοποιήθηκε να συναντήσει και τον Βενιζέλο, σε μια προσπάθεια επανένωσης της Ελλάδας.
Ο Βενιζέλος όμως αποδείχτηκε ότι δεν επιθυμούσε ειλικρινά τη συνδιαλλαγή με τον βασιλιά. Ήθελε αυτός να είναι ο άνθρωπος της Αντάντ στην Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά είχε τονίσει στον Μπεναζέ. «Το 1915 ζήτησα από την Αντάντ να με στηρίξει, αλλά δεν μου απάντησε… Περίμενα 18 μήνες. Έτσι, αποφάσισα να δράσω…
Ο Βενιζέλος, στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης του Στρατού, κάλεσε και μια επιτροπή Γάλλων αξιωματικών.
Η πρόσκληση αυτή αποτέλεσε και το πρώτο σημείο τριβής μεταξύ του διαδόχου τότε Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Βενιζέλου.
Κατά τη διάρκεια των μεγάλων στρατιωτικών γυμνασίων του 1912, ο Κωνσταντίνος, απόφοιτος της γερμανικής Στρατιωτικής Ακαδημίας, άσκησε κριτική τόσο επί των σχεδίων του Γάλλου στρατηγού Εϊντού, αρχηγού της γαλλικής αποστολής, όσο και επί των εκπαιδευτικών αντικειμένων τα οποία δίδασκαν στον Ελληνικό Στρατό.
Η κριτική του Κωνσταντίνου είχε βάση, εφόσον το γαλλικό στρατιωτικό δόγμα, επί του οποίου εκπαιδευόταν ο Ελληνικός Στρατός, ήταν ήδη παρωχημένο.
Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, όμως, η κριτική του αυτή προκάλεσε διπλωματικό επεισόδιο.
Ο Κωνσταντίνος, σκεπτόμενος πάντα ως στρατιώτης, ήταν αυθόρμητος, μη διαθέτοντας το απαραίτητο διπλωματικό τακτ, που διέθετε ο πατέρας του, ο βασιλιάς Γεώργιος.
Τελικά το επεισόδιο έληξε, με τον Κωνσταντίνο να υποχρεώνεται κατόπιν πιέσεων του Βενιζέλου, να δεξιωθεί στα ανάκτορα τους Γάλλους αξιωματικούς, εν είδει συγνώμης.
Έτσι επήλθε η πρώτη ρήξη στις σχέσεις των δύο ανδρών.
Υποβόσκουσα κρίση
Το χρονικό διάστημα από την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου, τον Αύγουστο του 1913, έως την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, ήταν το πλέον ευτυχές έτος της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Ο υπερδιπλασιασμός του εθνικού εδάφους, οι νίκες του στρατού, με επικεφαλής τον βασιλιά Κωνσταντίνο, η διεθνής αναγνώριση των άθλων του Ελληνικού Στρατού, με την απονομή του βαθμού του στρατάρχη στον Κωνσταντίνο από αυτόν τον ίδιο τον Κάιζερ της Γερμανίας, προκάλεσαν κύμα εθνικής ευφορίας σε όλους τους Έλληνες.
Η απονομή του βαθμού του στρατάρχη στον Κωνσταντίνο από τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο προκάλεσε δυσαρέσκεια στη γαλλική στρατιωτική αποστολή.
Όταν μάλιστα στις 6 Σεπτεμβρίου ο Κωνσταντίνος έφτασε στο Βερολίνο, ως επίσημος προσκεκλημένος του Γουλιέλμου, για να παρακολουθήσει τα γυμνάσια του Γερμανικού Στρατού, ξεσηκώθηκε κύμα οργής της γαλλικής κοινής γνώμης εναντίον του, όταν δήλωσε πως στους προσφάτους Βαλκανικούς Πολέμους εφάρμοσε τα όσα είχε διδαχθεί στην Πρωσική Πολεμική Ακαδημία!
Έγραφε χαρακτηριστικά μεγάλη παρισινή εφημερίδα: «Δεν πρόκειται για βασιλική γκάφα. Είναι μετρημένα λόγια, σχεδιασμένη προσβολή, παράφραση του “η Γερμανία υπεράνω όλων”.
Το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να γυρίσει στη χώρα του διά της Γερμανίας, με γερμανικό σκάφος. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να έρθει στο Παρίσι.
Στο καλό, Μεγαλειότατε, και να σας ξαναδούμε». Παρ’ όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος πήγε στο Παρίσι και κατόρθωσε να μεταστρέψει το εις βάρος του κλίμα. Σε απάντηση, η γαλλική κυβέρνηση απένειμε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής στον… Βενιζέλο.
Παρά το ευχάριστο κλίμα, όμως, οι Γάλλοι πολιτικοί δεν πείστηκαν για τις προθέσεις του Κωνσταντίνου, θωρώντας τον ύποπτο, λόγω της συγγένειάς του με τον Κάιζερ (ο Κωνσταντίνος είχε νυμφευθεί την αδελφή του Κάιζερ, πριγκίπισσα Σοφία). Παραγνώριζαν βέβαια το γεγονός ότι ήταν επίσης εξάδελφος με τον Βρετανό βασιλιά.
Νέα κρίση ξέσπασε στην Ελλάδα όταν, στις 21 Φεβρουαρίου 1914, η ελληνική κυβέρνηση υπέκυψε στις πιέσεις των μεγάλων δυνάμεων, και κυρίως της Ιταλίας, και αποφάσισε την εγκατάλειψη της Βόρειας Ηπείρου, η οποία δόθηκε στο ιταλικό διπλωματικό δημιούργημα, στο τεχνητό κράτος της Αλβανίας.
Οι Βορειοηπειρώτες εξεγέρθηκαν κατά της απόφασης και οι Χιμαριώτες, το δυναμικότερο στοιχείο των Ελλήνων στην περιοχή, κήρυξαν την αυτονομία της Βόρειας Ηπείρου και οργάνωσαν ένοπλα σώματα, τα οποία έδωσαν αιματηρότατες μάχες κατά των Αλβανών.
Εγκαταλελειμμένοι όμως από τη μητέρα Ελλάδα, μοιραία υπέκυψαν. Σημειωτέον, η ελληνική κυβέρνηση δεν αρκέστηκε στο να μην ενισχύσει τους Βορειοηπειρώτες. Διέταξε το στόλο να αποκλείσει το μικρό λιμάνι των Αγ. Σαράντα, από όπου ανεφοδιάζονταν οι επαναστάτες. Φυσικά, το γεγονός αυτό ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη βουλή.
Ο Βενιζέλος όμως δήλωσε στο Κοινοβούλιο ότι ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει πολιτική απόλυτης συμμόρφωσης με τις επιθυμίες των Μεγάλων και πως είχε διαφωνήσει με τους Ζωγράφο και Καραπάνο (αρχηγοί της βορειοηπειρωτικής εξέγερσης) για το εγχείρημά τους, το οποίο είχαν αναλάβει με δική τους ευθύνη.
Στο μεταξύ, τα σύννεφα στον διεθνή ορίζοντα ολοένα και πύκνωναν. Μια σπίθα αρκούσε για να προκληθεί γενικευμένη πανευρωπαϊκή σύρραξη.
Ο Κάιζερ, πάντως, εντελώς εκτός πολεμικού κλίματος, επισκέφθηκε όπως κάθε χρόνο την Κέρκυρα για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Εκεί, ο Γερμανός αυτοκράτορας είχε συναντήσεις με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιο Στρέιτ.
Ο Κάιζερ ήταν βέβαιος ότι στην επικείμενη ευρωπαϊκή σύρραξη η Ελλάδα θα τασσόταν στο πλευρό της Γερμανίας.
Οι Έλληνες, φυσικά, επιχείρησαν να τον επαναφέρουν στην πραγματικότητα, τονίζοντάς του ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να συνταχθεί με τη Γερμανία, τόσο γιατί η τελευταία είχε φιλικές σχέσεις με τη Βουλγαρία, όσο και γιατί κάτι τέτοιο δεν θα αντίβαινε στα βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή. «Η Ελλάδα είναι χώρα ναυτική, δεν μπορεί να εκτεθεί στα αγγλικά πλήγματα», του υπενθύμισε ο Γ. Στρέιτ. Ο Γερμανός μονάρχης όμως δεν επείσθη.
Η παραχώρηση της Αν. Μακεδονίας
Και ξαφνικά, τον Ιούλιο του 1914, ένας Σέρβος δολοφονεί στο Σεράγεβο τον διάδοχο του αυστροουγγρικού θρόνου, ανάβοντας τη θρυαλλίδα του πολέμου στη γηραιά ήπειρο.
Το γεγονός προκάλεσε διπλωματικό πανικό στη Αθήνα. Η Ελλάδα, ήδη μετά τη λήξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, είχε συνάψει αμυντικό σύμφωνο με τη Σερβία.
Τηρουμένων των όρων του συμφώνου, θα έπρεπε τώρα να συμπολεμήσει με τους Σέρβους, κατά της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.
Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος, προβλέποντας τα γεγονότα, ενημέρωσε τον υπουργό του των Εξωτερικών, σε περίπτωση σερβικού αιτήματος για στρατιωτική αρωγή, βάσει του αμυντικού συμφώνου των δύο χωρών, να αποφύγει να απαντήσει άμεσα, προβάλλοντας ως δικαιολογία την απουσία του ιδίου στο εξωτερικό. Το αυστριακό τελεσίγραφο επιδόθηκε στις 23 Ιουλίου 1914.
Την επομένη, ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα επέδωσε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών εμπιστευτική διακοίνωση, βάσει της οποίας η Γερμανία ζητούσε από την Ελλάδα να μην τιμήσει την υπογραφή της στην ελληνοσερβική συνθήκη και, κατ’ επέκταση, να μην πολεμήσει στο πλευρό της Αντάντ, οι δυνάμεις της οποίας σαφώς θα έσπευδαν να ενισχύσουν τη σύμμαχό τους Σερβία.
Την αυτή ημέρα οι Γερμανοί ήρθαν σε επαφή με τον Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο, Ν. Θεοτόκη, στον οποίο έκαναν τις ίδιες δηλώσεις, με τη διαφορά ότι τώρα ζητούσαν να μην κινηθεί η Ελλάδα, ακόμα και αν εισερχόταν στον πόλεμο κατά της Σερβίας και η Βουλγαρία.
Ο Έλληνας πρέσβης απάντησε ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να επιτρέψει την με οποιονδήποτε τρόπο ισχυροποίηση της Βουλγαρίας, αφού κάτι τέτοιο θα μετέβαλε άρδην το status quo στην Βαλκανική, όπως είχε διαμορφωθεί μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Την ώρα που η Ελλάδα δεχόταν τις πρώτες «πολεμικές» πιέσεις, ο Βενιζέλος ξεκαθάριζε τις προθέσεις του τηλεγραφώντας στον Γ. Στρέιτ και δηλώνοντάς του ουσιαστικά ότι η Ελλάδα θα βοηθούσε τη Σερβία, μόνο σε περίπτωση και βουλγαρικής εναντίον της επίθεσης.
Στις 25 Ιουλίου ήταν η σειρά των Σέρβων να ρωτήσουν την Αθήνα για το πώς σκέφτεται να ενεργήσει σε περίπτωση που η Αυστροουγγαρία τής κήρυσσε τον πόλεμο.
Ο Βενιζέλος από το Μόναχο απάντησε ότι θεωρούσε απίθανο το ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης, η οποία θα οδηγούσε σε γενικευμένο ευρωπαϊκό πόλεμο.
Σε τέτοια περίπτωση πάντως επιφυλασσόταν να απαντήσει, αφού πρώτα μελετούσε όλα τα δεδομένα.
Σε περίπτωση όμως που η Σερβία δεχόταν βουλγαρική επίθεση, ο Βενιζέλος είχε ξεκαθαρίσει ότι η Ελλάδα θα πολεμούσε στο πλευρό της Σερβίας.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, και παρά το διπλωματικό ύφος, η αλήθεια ήταν ότι και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και η Ελλάδα άφηνε τη Σερβία στην τύχη της, μη σεβόμενη την υπογραφή της.
Η ελληνοσερβική συνθήκη δεν εξαιρούσε κανέναν αντίπαλο, ούτε καν τις μεγάλες δυνάμεις, ανεξάρτητα αν αυτή υπεγράφη ουσιαστικά ως αντίβαρο στις επεκτατικές βλέψεις των Βουλγάρων.
Φυσικά, ο Βενιζέλος δεν ήταν παράφρων για να θέσει την Ελλάδα αντιμέτωπη με την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.
Έτσι, στις 2 Αυγούστου 1914, δόθηκε στη Σερβία η επίσημη ελληνική απάντηση: «Η ελληνική κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι εκπληρώνει στο ακέραιο το καθήκον της ως φίλη και σύμμαχος, με την απόφασή της να τηρήσει εξαιρετικά ευμενή ουδετερότητα απέναντι στη Σερβία, παραμένοντας σε ετοιμότητα για την απόκρουση ενδεχομένης επιθέσεως της Βουλγαρίας κατά της Σερβίας», έλεγε η επίσημη διακοίνωση, η οποία ωστόσο δεν πρέπει να ικανοποίησε και πολύ τους Σέρβους, που το μόνο που κέρδιζαν ήταν το δικαίωμα χρήσης του λιμένα της Θεσσαλονίκης.
Καταστρατηγήθηκε ακόμα και ο όρος της συνθήκης, που προέβλεπε περιορισμένη κινητοποίηση των ελληνικών δυνάμεων (προβλεπόταν η κινητοποίηση 40.000 ανδρών).
Την ίδια μέρα που ο Βενιζέλος, με τη σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου και του εκτελόντος χρέη αρχηγού του επιτελείου Μεταξά, καταπατούσε την ελληνοσερβική συνθήκη, ο κάιζερ Γουλιέλμος τηλεγραφούσε στον συγγενή του Κωνσταντίνο, ζητώντας του ανοιχτά να ενισχύσει τον αντισερβικό συνασπισμό.
Το τηλεγράφημα του κάιζερ ήταν ολιγόλογο και σκληρό: «Ανακοινώσατε εις τας Αθήνας ότι συνεμάχησα μετά της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, ούτως ώστε να αντιμετωπίσω την Ρωσίαν, και ότι θα μεταχειρισθώ την Ελλάδαν ως εχθρόν εάν δεν προσχωρήσει εις την τοιαύτην συμμαχίαν».
Στο προσβλητικό τηλεγράφημα του Γουλιέλμου απάντησε, όσο το δυνατόν πιο ήπια, ο Κωνσταντίνος, εξηγώντας του ότι η Ελλάδα δεν σκόπευε να πολεμήσει κατά της Αυστρίας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να πολεμήσει κατά της Σερβίας, εφόσον κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην ανεξέλεγκτη ισχυροποίηση της Βουλγαρίας και στην αλλαγή του status quo στα Βαλκάνια.
Ο Κάιζερ όμως δε ησύχασε. Επανήλθε με νέο τηλεγράφημα, στις 4 Αυγούστου, κάνοντας αυτή τη φορά έκκληση στον «εν όπλοις συνάδελφο, στον φέροντα τον βαθμό του στρατάρχη του Γερμανικού Στρατού». Το τηλεγράφημα κατέληγε με την απειλή: «Αν η Ελλάδα δεν ταχθεί υπέρ της Γερμανίας, τότε θα διαρραγούν ολοκληρωτικά οι σχέσεις μας».
Ο Κωνσταντίνος απάντησε στις 7 Αυγούστου, και για μία ακόμα φορά ήταν διαλλακτικός. Έγραφε στον Γερμανό μονάρχη ότι δεν μπορούσε να αγνοήσει τη βρετανική απειλή, σε περίπτωση που υποστήριζε τη Γερμανία, αλλά τον διαβεβαίωνε ότι η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη, εφόσον βεβαίως δεν θίγονταν από τους βαλκανικούς συμμάχους της Γερμανίας τα ελληνικά συμφέροντα.
Στο μεταξύ, στις 10 Αυγούστου, τέθηκε υπό συζήτηση μια παράξενη ομολογουμένως πρόταση.
Η παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, ως αντάλλαγμα για να μην πολεμήσει υπέρ της Γερμανίας. Η υποδοχή της πρότασης αυτής, πατέρας της οποίας ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, ήταν ιδιαίτερα καλή στο Λονδίνο. Σύμφωνα με πληροφορίες, επρόκειτο για ολοκληρωμένη πρόταση, η οποία προέβλεπε τη σύσταση κοινού μετώπου από τις βαλκανικές χώρες.
Ως δέλεαρ, η κάθε συμμετέχουσα χώρα θα λάμβανε εδάφη. Η Σερβία θα έπαιρνε τη Βοσνία, η Ρουμανία την Τρανσυλβανία, η Βουλγαρία μέρος της ελληνικής Μακεδονίας και η Ελλάδα τμήμα της Ηπείρου ή άλλα ελληνικά εδάφη, στην Ιωνία! Για κάποιους λόγους, ο Βενιζέλος ήθελε να επισπεύσει την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.
Το ερώτημα που γεννάται, όμως, είναι γιατί δεν το έπραξε εξαρχής, τιμώντας έτσι και την υπογραφή του στην ελληνοσερβική συνθήκη. Η απάντηση θα μπορούσε να είναι απλή: επιθυμούσε να κερδίσει ανταλλάγματα, εκβιάζοντας εν ανάγκη τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 12 Αυγούστου, ο Βενιζέλος είχε επαφές με τον Γάλλο πρέσβη στην Αθήνα. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε πως η Γαλλία δεν είχε αντίρρηση να παραμείνει η Ελλάδα ουδέτερη για το ίδιο χρονικό διάστημα που θα παρέμενε και η Τουρκία ουδέτερη. Ουσιαστικά αυτό που επιθυμούσαν οι Αγγλογάλλοι ήταν η πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας, χωρίς όμως από μέρους τους δεσμεύσεις για εδαφικές παραχωρήσεις ή ανταλλάγματα.
Την ίδια άποψη εξέφρασαν και οι Ρώσοι, οι οποίοι έβλεπαν με μεγάλη συμπάθεια τη Βουλγαρία, και ευχαρίστως θα προτιμούσαν αυτή τη χώρα ως μέλος της Αντάντ, παρά την Ελλάδα.
Έτσι και άλλοι εταίροι της Αντάντ αποφάσισαν να στραφούν προς τη Βουλγαρία, την «Πρωσία των Βαλκανίων», όπως την αποκαλούσαν, με σκοπό να την πείσουν, παραχωρώντας της εν ανάγκη και εδάφη που ανήκαν σε άλλες χώρες, τις οποίες θεωρούσαν υποχείριά τους, είτε αυτές είχαν μετατραπεί εκούσια σε υποχείρια είτε είχαν εξαναγκαστεί σε κάτι τέτοιο.
Η συμμαχία της Αντάντ με τη Βουλγαρία θα της εξασφάλιζε σημαντικά πλεονεκτήματα.
Πρώτον, θα άνοιγε η οδός ανεφοδιασμού της Ρωσίας με το πολεμικό υλικό που τόσο απελπισμένα χρειαζόταν.
Δεύτερον, θα ανοιγόταν μέτωπο απέναντι στην Τουρκία, σε απόσταση αναπνοής από την Κωνσταντινούπολη, το διοικητικό της κέντρο, το οποίο πάση θυσία θα όφειλε να εξασφαλίσει, συγκεντρώνοντας αν χρειαζόταν τον όγκο των δυνάμεών της εκεί.
Τρίτον, θα σχηματιζόταν ενιαίο μέτωπο με την πιεζόμενη Σερβία, ικανό, κατά τους εμπνευστές του σχεδίου, να αντέξει στη γερμανοαυστριακή πίεση, μέτωπο το οποίο θα απορροφούσε δυνάμεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, δυνάμεις που η απουσία τους θα καθίστατο αισθητή στα άλλα μέτωπα όπου ήδη πολεμούσαν σκληρά, στο δυτικό και στο ρωσικό.
Για τους εταίρους της Αντάντ, λοιπόν, όλα ήταν θέμα υπολογισμών και συμφέροντος, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός τους, ο οποίος δεν ήταν άλλος από την επικράτησή τους στον μεγάλο πόλεμο. Η Ελλάδα λοιπόν δεν βάρυνε ιδιαιτέρως στη σκέψη των εμπνευστών αυτής της πολιτικής.
Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γ. Στρέιτ αρνήθηκε να δεχθεί ένα σχέδιο, το οποίο παραχωρούσε την Καβάλα και την Ανατολική Μακεδονία στους Βούλγαρους. Την επομένη, ο Γ. Στρέιτ παύθηκε από τα καθήκοντα του με εντολή του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος δεν επιθυμούσε να δυσαρεστήσει την Αντάντ.
Το σύνολο του Τύπου, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, καταδίκασε τις συμμαχικές πιέσεις. Ο βασιλιάς είχε επαφές με αξιωματούχους της Αντάντ, στους οποίους δήλωσε ότι τασσόταν στο πλευρό τους, αλλά ότι οι φιλοδοξίες της Βουλγαρίας και της Ρωσίας τον ανησυχούσαν ιδιαιτέρως.
Στις 16 Νοεμβρίου 1914, οι Αυστριακοί εξαπέλυσαν μεγάλης κλίμακας επίθεση κατά της Σερβίας. Κρυφά η Ελλάδα εφοδίασε με πυρομαχικά τον Σερβικό Στρατό. Στις 3 Δεκεμβρίου, οι πρέσβεις και των τριών μεγάλων δυνάμεων κατέθεσαν επίσημο έντονο διάβημα στον Κωνσταντίνο, ζητώντας του και πάλι να παραχωρήσει τη Μακεδονία στη Βουλγαρία. Φυσικά, ο Κωνσταντίνος αρνείται. Στις 15 Δεκεμβρίου, οι Σέρβοι, κατατρόπωσαν τους Αυστριακούς στη μάχη του Ρούτνικ και τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν όσα σερβικά εδάφη είχαν καταλάβει. Η νίκη των Σέρβων είχε και πάλι ως αποτέλεσμα να διακοπούν, προς στιγμήν, οι διπλωματικές πιέσεις με την Ελλάδα.
Τις πρώτες μέρες του 1915, όμως, οι σύμμαχοι επανήλθαν, με νέα «διαπραγματευτικά ατού» στα χέρια τους. Θα υπόσχονταν στην Ελλάδα «κάποια» εδάφη στη Μικρά Ασία ή στη «νότια Αλβανία», εφόσον αυτό δεν δυσαρεστούσε την Ιταλία, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ντελκασέ, πάντως, με καθόλου διπλωματικό τρόπο δήλωσε ότι δεν θεωρούσε απαραίτητη τη συγκατάθεση της Ελλάδας και της Σερβίας.
Η Αντάντ θα έπρεπε να αναλάβει πρωτοβουλία και να παραχωρήσει τη Μακεδονία στους Βουλγάρους, ώστε αυτοί να επιτεθούν στους Τούρκους, ανοίγοντας ένα νέο θρακικό μέτωπο.
Ο πρωτοφανής κυνισμός των Γάλλων, των υπέρμαχων της δημοκρατίας, προκαλεί πράγματι εντύπωση. Μεγαλύτερη όμως εντύπωση προκαλεί η αποδοχή τελικά του συμμαχικού σχεδίου από την ελληνική κυβέρνηση. Στα τέλη Ιανουαρίου 1915, ο Βενιζέλος έσπευσε στα ανάκτορα για να συναντήσει τον Κωνσταντίνο.
Εκεί εξέθεσε στον βασιλιά τα έως τότε γεγονότα και του είπε ότι το συμφέρον της χώρας απαιτούσε συνεργασία με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, και ότι, όσο οδυνηρό και αν το θεωρούσε, δεν θα δίσταζε να συμβουλεύσει παραχώρηση της Καβάλας.
Ο Κωνσταντίνος εξέφρασε αντιρρήσεις. Ο Βενιζέλος όμως είχε ήδη χαράξει την πολιτική του και την πολιτική της χώρας, σύμφωνα με την προσωπική του θεώρηση για το τι ήταν ορθότερο τη δεδομένη χρονική στιγμή. Στις 26 Ιανουαρίου 1915, ο Βενιζέλος ευχαρίστησε δημόσια την Αντάντ, για τις παραχωρήσεις που θα έκανε στην Ελλάδα και πρότεινε την αποστολή συμμαχικών δυνάμεων, τις οποίες θα ενίσχυαν ελληνικές, στη Θεσσαλονίκη, ως μέσο πίεσης προς τη Βουλγαρία, ώστε η τελευταία να δεχθεί την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και να προσχωρήσει στο συμμαχικό στρατόπεδο.
Οι σύμμαχοι ενθουσιάστηκαν με την πρόταση και υποσχέθηκαν να στείλουν τουλάχιστον δύο μεραρχίες. Τα σχέδια όμως Βενιζέλου και Αντάντ ανετράπησαν από την πεισματική άρνηση των Ρουμάνων να εξέλθουν στον πόλεμο, και των Βουλγάρων, οι οποίοι δεν αρκούνταν στα προτεινόμενα προς παραχώρηση εδάφη, αλλά αξίωναν ολόκληρη τη Μακεδονία, την οποία θα καταλάμβαναν άμεσα τα βουλγαρικά στρατεύματα.
Η επίθεση των δυνάμεων της Αντάντ στα Δαρδανέλια άλλαξε τα δεδομένα. Την 3η Μαρτίου συνεκλήθη το συμβούλιο του στέμματος, στο οποίο συμμετείχαν ο Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος.
Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος εισηγήθηκε την αποστολή ενός ελληνικού Σώματος Στρατού, δυνάμεως 35.000 ανδρών, καθώς και τη διάθεση του συνόλου του πολεμικού στόλου, προς ενίσχυση των συμμάχων, θεωρώντας βέβαιη την επιτυχία τους κατά των Τούρκων.
Ο αρχηγός του επιτελείου, Ιωάννης Μεταξάς, δήλωσε πως οι Σύμμαχοι θα αποτύχουν. Ο Βενιζέλος, ενοχλημένος, τηλεγράφησε πρώτα στο Παρίσι, δηλώνοντας στους Γάλλους ότι η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να ταχθεί στο πλευρό της Αντάντ, συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις της Καλλίπολης με τον στόλο και με μια μεραρχία πεζικού.
Κατέληγε δε λέγοντας ότι ο βασιλιάς δεν υιοθέτησε βέβαια ακόμα το σχέδιο, αλλά ότι ο ίδιος (ο Βενιζέλος) τους το ανακοινώνει εμπιστευτικά! Κατόπιν παραιτήθηκε, δηλώνοντας ότι εφόσον ο βασιλιάς δεν εγκρίνει την πολιτική του, δεν είχε άλλη επιλογή. Την ίδια ώρα, η Βρετανία και η Γαλλία δεσμεύονταν απέναντι στη Ρωσία να της παραχωρήσουν την Κωνσταντινούπολη, μετά το πέρας των εχθροπραξιών.
Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με την οπτική του Ελ. Βενιζέλου, η ενέργειά του να τηλεγραφήσει ψεύδη στο Παρίσι, εκθέτοντας ουσιαστικά τον βασιλιά στα μάτια των δυνάμεων της Αντάντ, ήταν από κάθε άποψη απαράδεκτη.
Στο μεταξύ, στην Αθήνα είχε σχηματιστεί νέα κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Δημήτριο Γούναρη και υπουργό Εξωτερικών τον Χρήστο Ζωγράφο, τον έναν από τους αρχηγούς της βορειοηπειρωτικής εξέγερσης.
Στις 23 Μαρτίου 1915, ο Ζωγράφος συναντήθηκε με τους τρεις πρέσβεις της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και τους δήλωσε, εξουσιοδοτημένος από τον Κωνσταντίνο και από τον Γούναρη, ότι η Ελλάδα ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί με τις δυνάμεις της Αντάντ, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα εξασφαλιζόταν η προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Η πρόταση της νέας ελληνικής κυβέρνησης δεν έγινε δεκτή από τους συμμάχους, οι οποίοι εξακολούθησαν να «παζαρεύουν» τη βουλγαρική συμμετοχή, καθώς και την ιταλική.
Ένα μήνα αργότερα, και ενώπιον των συνεχόμενων αποτυχιών των συμμαχικών δυνάμεων να καταλάβουν την Καλλίπολη, οι τρεις πρεσβευτές συναντήθηκαν με τον Γούναρη και του δήλωσαν πως οι κυβερνήσεις τους επιθυμούν τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο και σε αντάλλαγμα της προσφέρουν ό,τι προσέφεραν και στην προηγούμενη κυβέρνησή τους, δηλαδή το Βιλαέτι Αϊδινίου, μια περιοχή έκτασης 7.659 τ.χλμ. στη Μικρά Ασία, με κέντρο τη Σμύρνη και μόνο!
Ο Γούναρης απάντησε επίσημα στις 14 Απριλίου ζητώντας από τους συμμάχους να εγγυηθούν την ακεραιότητα της τότε ελληνικής επικράτειας, δηλαδή να ξεχάσουν τα περί παράδοσης της Ανατολικής Μακεδονίας, και επίσης να παραχωρήσουν στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα, πέραν της Σμύρνης, και τη Βόρεια Ήπειρο και ενδεχομένως και τα Δωδεκάνησα.
Εάν οι όροι αυτοί εκπληρώνονταν, η Ελλάδα θα έθετε άμεσα το σύνολο των δυνάμεων της στη διάθεση της Αντάντ. Δεν ήταν λοιπόν απρόθυμη η μη βενιζελική παράταξη για τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο, αρχικά τουλάχιστον. Απλώς ζητούσε περισσότερα και με εγγυήσεις. Σε καμία δε περίπτωση δεν ήταν γερμανόφιλη, όπως ο σχετικός κατασκευασμένος μύθος τη θέλει.
Ήταν η κοντόφθαλμη πολιτική των δυνάμεων της Αντάντ, που οδήγησε τελικά τους Έλληνες να φτάσουν στο σημείο να κραυγάζουν υπέρ της Γερμανίας, και όχι οι ραδιουργίες του «Γερμανού» βασιλιά τους. Οι σύμμαχοι, από την πλευρά τους, δεν δέχθηκαν τους ελληνικούς όρους, και κυρίως τον εισαγωγικό, αυτόν δηλαδή που αφορούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, εφόσον ο όρος αυτός τους στερούσε το διαπραγματευτικό τους μέσο για προσέλκυση της Βουλγαρίας. Επίσης, δεν δέχονταν τον αφορούντα τη Βόρεια Ήπειρο όρο, γιατί μια τέτοια παραχώρηση θα δυσαρεστούσε την Ιταλία, την οποία επίσης παρακαλούσαν να ταχθεί στο πλευρό τους. Αυτομάτως, οι μεγάλες δυνάμεις αντελήφθησαν ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση ζητούσε πολλά, «παραβλέποντας το γενικό καλό». Ξαφνικά, άρχισαν να αναπολούν την εποχή Βενιζέλου. Ωστόσο, η κυβέρνηση Γούναρη επανήλθε με νέες, λιγότερο πιεστικές προς τους συμμάχους προτάσεις.
Η Ελλάδα δεχόταν να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά της Τουρκίας, με την επιφύλαξη ότι εφόσον η Βουλγαρία δεν ξεκαθάριζε τη θέση της δεν θα μπορούσε να εμπλέξει τις χερσαίες δυνάμεις της, εν είδει εγγυήσεως για τη συμπεριφορά της γείτονος. Θα πρόσφερε βέβαια στους συμμάχους το στόλο της και όλη την πολεμική και πολιτική της υποδομή και θα πλήρωνε η ίδια για τη συντήρηση των πολεμικών της δυνάμεων.
Οι σύμμαχοι τελικά αγνόησαν την ελληνική πλευρά, εμμένοντας πάντα στην προσέλκυση της Βουλγαρίας.
Σε μια ύστατη προσπάθεια προσέγγισης των συμμάχων, ο Κωνσταντίνος έστειλε στο Παρίσι το πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Πουανκαρέ και του δήλωσε πως είναι απαράδεκτο να πιέζεται η Ελλάδα να εμπλακεί σε έναν πόλεμο, από τη στιγμή που οι σύμμαχοί της δεν της εγγυώνται ούτε την εδαφική της ακεραιότητα μετά τη λήξη του. Μάταιος κόπος.
Σε απάντηση, την 29η Μαΐου, οι σύμμαχοι υπέβαλλαν επίσημη πρόταση στη Βουλγαρία, σύμφωνα με την οποία της παραχωρούσαν την Ανατολική Θράκη, έως τη γραμμή Αίνου-Μήδειας, την περιοχή Μοναστηρίου, και φυσικά την Ανατολική Μακεδονία.
Η φτωχή Ελλάδα απάντησε, δύο μέρες αργότερα, με επίσημη διαμαρτυρία, το κείμενο της οποίας τόνιζε ότι η Ελλάδα δεν ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει την περιοχή της Καβάλας, την οποία είχε απελευθερώσει κατόπιν μεγάλων θυσιών, στη Βουλγαρία, η οποία άλλωστε, ως ηττημένη, είχε αναγνωρίσει την απώλειά της, υπογράφοντας τη συνθήκη ειρήνης με την οποία τερματίστηκε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος.
Η ελληνική διακοίνωση κατέληγε αναφέροντας ότι αυτό που ζητούν οι σύμμαχοι καταπατά κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου. Απαντώντας οι σύμμαχοι, σε σύσκεψη στις 2 Ιουνίου, αποφάσισαν να παραχωρήσουν την Καβάλα στη Βουλγαρία, είτε το ήθελε η Ελλάδα είτε όχι.
Εν όψει μάλιστα της κατάρρευσης των Ρώσων στην Πολωνία και της κατάληψης της Βαρσοβίας από τα γερμανικά στρατεύματα, οι σύμμαχοι παρακάλεσαν τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία να ταχθούν στο πλευρό τους. Οι Ρουμάνοι δέχθηκαν, ύστερα από την υπόσχεση πως μετά τον πόλεμο θα έπαιρναν τη Βουκοβίνα, το Βανάτο και την Τρανσυλβανία. Ωστόσο, επιφυλάχθηκαν να πολεμήσουν όταν οι στρατιωτικές συνθήκες θα ήταν ευνοϊκότερες.
Η Βουλγαρία, η οποία ακολουθούσε έως τότε καιροσκοπική πολιτική, φλερτάροντας με την Αντάντ, υπέγραψε στις 6 Σεπτεμβρίου συνθήκη συμμαχίας με τη Γερμανία.
Η έξοδός της στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών ήταν απλώς ζήτημα χρόνου και συνθηκών.
Οι σύμμαχοι της Αντάντ, από την πλευρά τους, έβλεπαν ως αναπόφευκτη την επέκταση της γερμανικής επιρροής στη Βαλκανική, μετά την αναμενόμενη συντριβή της Σερβίας και την πλήρη και άκρως αιματηρή αποτυχία των δικών τους δυνάμεων στα Δαρδανέλια. Χρειάζονταν λοιπόν απελπισμένα μια βάση επιχειρήσεων, από όπου θα μπορούσαν να βοηθήσουν τη Σερβία και να δημιουργήσουν ένα μέτωπο απέναντι στη γερμανική προέλαση προς την Μέση Ανατολή.
Ερχόταν η ώρα της Ελλάδας. Το μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις Ελλάδας-Αντάντ, το ζήτημα της παραχώρησης της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, δεν υφίστατο πλέον, εφόσον οι Βούλγαροι τάχθηκαν οριστικά υπέρ των Γερμανών. Από την άλλη πλευρά, στο πηδάλιο της Ελλάδας βρισκόταν και πάλι ο Ελ. Βενιζέλος, στον οποίο είχαν εμπιστοσύνη και τον θεωρούσαν «δικό» τους άνθρωπο.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1916, η Σερβία ζήτησε επισήμως και πάλι τη συνδρομή της Ελλάδας για την αντιμετώπιση της επικείμενης μεγάλης επίθεσης των Αυστριακών και των Γερμανών.
Ο Βενιζέλος απάντησε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να βοηθήσει τη Σερβία, παρά μόνο σε περίπτωση που και η Ρουμανία θα έμπαινε στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, πλαγιοκοπώντας έτσι τη Βουλγαρία. Και πράγματι υπήρξε σειρά διπλωματικών επαφών, οι οποίες όμως δεν κατέληξαν πουθενά.
Η Ρουμανία δεν σκόπευε, για την ώρα, να εγκαταλείψει την ουδετερότητά της. Ταυτόχρονα, στην Αθήνα, ο Βενιζέλος είχε συνάντηση με τον Κωνσταντίνο, κατά την οποία οι δύο άνδρες συμφώνησαν επί της ακολουθητέας πολιτικής.
Το επόμενο βήμα ήταν η παραχώρηση σταθερής βάσης στους συμμάχους, η οποία δεν μπορούσε να είναι άλλη από τη Θεσσαλονίκη. Οι Γάλλοι είχαν βέβαια ήδη επεξεργαστεί σχέδιο βίαιης κατάληψης της πόλης, το οποίο θα υλοποιούνταν εάν η Ελλάδα αρνούνταν να δώσει την Ανατολική Μακεδονία στη Βουλγαρία.
Θεσσαλονίκη
Στις 21 Σεπτεμβρίου, ο Βενιζέλος συναντήθηκε με τους τρεις πρέσβεις των «προστάτιδων» δυνάμεων και τους είπε ότι, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά και του Γενικού Επιτελείου, ζητούσε από τους συμμάχους να διαθέσουν στη Μακεδονία τουλάχιστον 150.000 άνδρες, όσους προέβλεπε η ελληνοσερβική συνθήκη, και τους οποίους δεν μπορούσε να αποστείλει φυσικά η Σερβία.
Μαζί με το σύνολο του Ελληνικού Στρατού, η συμμαχική στρατιά θα αποτελούσε μια ιδιαίτερα υπολογίσιμη συγκέντρωση δυνάμεων –τουλάχιστον 300.000 ανδρών– η οποία θα μπορούσε άμεσα να διατεθεί προς υποστήριξη των Σέρβων, φυλάσσοντας όμως παράλληλα και την ελληνοβουλγαρική μεθόριο.
Εάν οι σύμμαχοι δεν μπορούσαν να διαθέσουν τις δυνάμεις αυτές, συμπλήρωσε, πρέπει τουλάχιστον να αναγκάσουν τη Ρουμανία να εξέλθει στον πόλεμο υπέρ τους, ώστε να υπάρχει ένα αντίβαρο στη βουλγαρική απειλή. Οι σύμμαχοι δέχθηκαν την πρόταση, αλλά έστειλαν μόλις 20.000 άνδρες τους, ενώ οι Ρουμάνοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά να πολεμήσουν.
Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα έμενε ουσιαστικά μόνη, έχοντας να επιτύχει εξαιρετικά δύσκολους αντικειμενικούς σκοπούς – τη στήριξη της Σερβίας, την επιτήρηση της Βουλγαρίας και ίσως τη δράση κατά της Τουρκίας.
Εν όψει των νέων δεδομένων, ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να δεχθεί την απόβαση των ανεπαρκών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, οι οποίες το μόνο που θα εξασφάλιζαν θα ήταν η πολεμική εμπλοκή της χώρας. Ανάλογη περίπτωση ήταν και αυτή του 1940-41, όταν ο Μεταξάς αρνήθηκε να επιτρέψει την απόβαση ανεπαρκών βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, η παρουσία των οποίων μόνο τη γερμανική εισβολή θα προκαλούσε.
Ο θάνατός του από αμυγδαλίτιδα, έλυσε τότε το πρόβλημα για τους Βρετανούς. Ο Κωνσταντίνος όμως το 1916 φαινόταν αρκετά υγιής.
Ωστόσο, ο Βενιζέλος ειδοποίησε τους πρέσβεις της Αντάντ να προχωρήσουν κανονικά στο σχέδιό τους και να αποβιβάσουν τις δυνάμεις τους στη Θεσσαλονίκη. Τους ζήτησε μόνο να τον ενημερώσουν 24 ώρες πριν, ώστε να διαμαρτυρηθεί «για τους τύπους». Επίσης, οι σύμμαχοι θα δήλωναν ότι σκοπός τους ήταν να ανοίξουν απλώς δίαυλο επικοινωνίας με τη σκληρά πιεζόμενη Σερβία.
Πραγματικά οι σύμμαχοι άρχισαν τη απόβαση των δυνάμεών τους στη Θεσσαλονίκη, στις 3 Οκτωβρίου. Η ελληνική κυβέρνηση απηύθυνε σφοδρή διαμαρτυρία εναντίον τους, «για τους τύπους», και ο διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού ενημερώθηκε προσωπικά από τον Βενιζέλο, μην τυχόν και προβάλει αντίσταση. Η ελληνική ουδετερότητα είχε ουσιαστικά καταλυθεί.
Την επομένη ο Βενιζέλος κλήθηκε να λογοδοτήσει και το πρωί της άλλης ημέρας ο Κωνσταντίνος τον απέπεμψε. Η κίνηση αυτή, τη συγκεκριμένη μάλιστα στιγμή, μόνο ως σοβαρό λάθος του Κωνσταντίνου μπορεί να θεωρηθεί. Υπό τις διαμορφωμένες συνθήκες, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε παρά να προσαρμοστεί στις εξελίξεις, τις οποίες άλλωστε δεν μπορούσε να επηρεάσει.
Η χίμαιρα της ουδετερότητας
Στο μεταξύ, ο πόλεμος πλησίαζε στα ελληνικά σύνορα. Η συνδυασμένη επίθεση Αυστριακών, Γερμανών και Βουλγάρων συνέτριψε τη σερβική αντίσταση, όπως και τις μικρές συμμαχικές δυνάμεις του στρατηγού Σαράιγ, οι οποίες εξόρμησαν από τη Θεσσαλονίκη – ο Σαράιγ δεν διέθετε περισσότερους από 35.000 άνδρες, εκείνη τη στιγμή, αριθμός ασήμαντος, αν αναλογιστεί κανείς ότι μόνο η Βουλγαρία έριξε στη μάχη 200.000 περίπου άνδρες.
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο οποίος διαδέχθηκε τον Βενιζέλο στην πρωθυπουργία, απέρριψε τη νέα σερβική έκκληση για βοήθεια, με το σκεπτικό ότι η Σερβία ήταν ήδη καταδικασμένη.
Εφόσον και οι σύμμαχοι είχαν αποστείλει αστείο αριθμό δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, εάν η Ελλάδα κήρυττε ουσιαστικά τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, θα έπρεπε να σηκώσει μόνη το βάρος του αγώνα εναντίον των συνασπισμένων αυστριακών, γερμανικών, βουλγαρικών και τουρκικών δυνάμεων.
Στις 17 Οκτωβρίου 1915 οι Βρετανοί προσέφεραν ακόμα και την Κύπρο στην Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση Ζαΐμη και πάλι αρνήθηκε, διαπράττοντας ένα τεράστιο σφάλμα. Η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη.
Η Γαλλία, και πιο συγκεκριμένα ο στρατηγός Σαράιγ, φοβόταν ότι μετά τη σερβική κατάρρευση και την αναγκαστική υποχώρηση των δυνάμεών του εντός του ελληνικού εδάφους, θα δεχόταν επίθεση από τον Ελληνικό Στρατό. Ο Κωνσταντίνος όμως τον διαβεβαίωσε ότι τέτοιο ενδεχόμενο δεν υφίσταται, παρά τη βάναυση παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας από τους συμμάχους.
Υπέκυψε ακόμα και στην κατάληψη της Μήλου από τις συμμαχικές δυνάμεις και έδωσε εντολή στα στρατεύματα της φρουράς Θεσσαλονίκης να συμπεριφερθούν φιλικά προς τα συμμαχικά.
Ωστόσο, ο ανεκδιήγητος Γάλλος στρατηγός Σαράιγ άλλαξε γνώμη, και ζητούσε τώρα από τα ελληνικά στρατεύματα να υπερασπίσουν το εθνικό έδαφος σε περίπτωση γερμανοβουλγαρικής εισβολής, αν και η τελευταία θα ήταν συνέπεια της παραβίασης της ελληνικής ουδετερότητας από τους Γάλλους!
Την ίδια ώρα άρχισαν να πιέζουν και οι Γερμανοί. Το γερμανικό Γενικό Επιτελείο τηλεγράφησε στην ελληνική κυβέρνηση ότι αν δεν εξαναγκάσει σε αποχώρηση από το ελληνικό έδαφος ή σε αφοπλισμό τις δυνάμεις της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, θα αναγκαστεί να λάβει τα αναγκαία μέτρα, δηλαδή να εισβάλει στην ελληνική επικράτεια. Ουσιαστικά, η ελληνική ουδετερότητα είχε εξελιχθεί σε παρωδία.
Με τμήματα τεσσάρων ξένων στρατών ήδη στο έδαφός της και υπό την απειλή εισβολής άλλων τριών, η επιμονή διατήρησης της ανύπαρκτης ουσιαστικά ουδετερότητας δεν ήταν παρά μια χίμαιρα που βαυκάλιζε όσους πίστευαν ακόμα σε αυτήν. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι σύμμαχοι αποφάσισαν να καταλάβουν και την Κέρκυρα, στην οποία θα αναδιοργάνωναν ό,τι είχε απομείνει από τον Σερβικό Στρατό.
Την ίδια ώρα ο Σαράιγ καταλάμβανε το φρούριο του Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη, εκδιώκοντας με τη βία την ελληνική φρουρά και αίροντας την ίδια τη δέσμευσή του ότι θα σεβόταν την ελληνική κυριαρχία.
Παρά την επίσκεψη του Σαράιγ στην Αθήνα και τη συνάντησή του με τον Κωνσταντίνο, ο καχύποπτος Γάλλος στρατηγός επεξεργαζόταν ήδη σχέδιο εκθρόνισης του βασιλιά. Το πρώτο βήμα των Αντατικών ήταν η ανατροπή της κυβέρνησης της Αθήνας. Για το σκοπό αυτό, υπό την καθοδήγηση του Ελ. Βενιζέλου, κήρυξαν οικονομικό πόλεμο στην Ελλάδα.
Την ίδια ώρα ο Σερβικός Στρατός μεταφερόταν από την Κέρκυρα στη Θεσσαλονίκη, ατμοπλοϊκώς, την στιγμή που το βαρύ υλικό του μεταφερόταν σιδηροδρομικώς στη Θεσσαλονίκη, με ελληνικά τρένα και με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης! Επρόκειτο για μια τραγελαφική κατάσταση, η οποία οδηγούσε σε αδιέξοδο.
Ο Κωνσταντίνος δεν είχε πλέον άλλη επιλογή πέραν της εγκατάλειψης της ανυπόστατης και ανυπόληπτης, έτσι και αλλιώς, ουδετερότητας. Δυστυχώς, όμως, επέμεινε στην πολιτική του.
Από την άλλη πλευρά, και ο Βενιζέλος εξωθούσε τους συμμάχους να πιέσουν ασφυκτικά την ελληνική κυβέρνηση, ακόμα και με τα όπλα, αν αυτό ήταν απαραίτητο.
Όταν οι Γάλλοι τον ρώτησαν αν αυτό θα συνιστούσε στρατιωτική επιχείρηση κατά του βασιλιά, απάντησε: «Δεν είναι δικό μου έργο να σας εξωθήσω σε τέτοιες ενέργειες. Μόνο που αδυνατώ να αντιληφθώ τους λόγους διά τους οποίους η Αντάντ, η οποία διαθέτει την απαραίτητη ισχύ, αφήνει εις τον θρόνο του έναν βασιλέα, ο οποίος, σε πείσμα της λαϊκής βουλήσεως, κατέστη ανοικτά σύμμαχος της Γερμανίας και της Βουλγαρίας». Ο σπόρος για τα «Νοεμβριανά» είχε πέσει.
Στο μεταξύ, οι Γάλλοι, κατέλαβαν το ελληνικό οχυρό ανασχέσεως Ντόβα Τεπέ, βόρεια της λίμνης Δοϊράνης.
Η ελληνική φρουρά δεν πρόβαλε αντίσταση και αποχώρησε με το φορητό οπλισμό της. Σε απάντηση, στις 26 Μαΐου 1916 οι ισχυρές βουλγαρικές δυνάμεις, με προπομπό μια γερμανική ίλη ιππικού, έφτασαν μπροστά στο Ρούπελ και ζήτησαν την παράδοσή του. Ο διοικητής τού οχυρού έλαβε διαταγή να το παραδώσει στον διοικητή της γερμανικής ίλης.
Η παράδοση ελληνικού εδάφους σε Βουλγάρους προκάλεσε, όχι αδίκως, την οργή των Αντατικών, αλλά και των Ελλήνων. Ο Γάλλος πρέσβης στην Αθήνα συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Σκουλούδη και τον ρώτησε έως ποιο σημείο σκοπεύει να υποχωρήσει ο Ελληνικός Στρατός χωρίς να προβάλει αντίσταση στους προαιώνιους εχθρούς του, τους Βουλγάρους.
Ο Σκουλούδης αρνήθηκε να δώσει ξεκάθαρη απάντηση. Το ίδιο και ο Κωνσταντίνος, ο οποίος δήλωσε στον Γκιγεμέν: «Μπορούσατε να προλάβετε την κίνησή τους και να καταλάβετε πρώτοι το Ρούπελ. Είναι πολύ ισχυρή θέση, που αντιβάλλει το Ντόβα Τεπέ. Ωστόσο, αδυνατώ να κατανοήσω την έξαψή σας. Σας έχω προειδοποιήσει πως θα μείνω ουδέτερος, ό,τι και αν συμβεί. Δεν επιθυμώ να εμπλακώ στον πόλεμό σας».
Ο Κωνσταντίνος είχε διαπράξει το μεγαλύτερο σφάλμα της ζωής του.
Η κατάληψη του Ρούπελ από τους Βουλγάρους του έδινε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ταχθεί με το μέρος της Αντάντ και να βγει στον πόλεμο, κερδίζοντας ανταλλάγματα.
Η ανόητη –σε αυτή τη φάση– εμμονή του στην ουδετερότητα, η οποία απλά δεν υφίστατο έτσι και αλλιώς, δεν είχε κανένα απολύτως νόημα.
Οι λόγοι που οδήγησαν τον βασιλιά να υιοθετήσει μια τέτοια οπτική σχετίζονται με την απόφασή του να αντιδράσει, με κάθε τρόπο, στη βενιζελική πολιτική.
Η παράδοση του Ρούπελ αμαχητί στους Βούλγαρους πάντως θα παραμείνει ανεξίτηλο στίγμα της βασιλείας του Κωνσταντίνου. Και σαφώς δεν μπορεί να παραλληλιστεί η κατάληψη του Ρούπελ από τους Βουλγάρους με την κατάληψη του Ντόβα Τεπέ από τους συμμάχους. Οι σύμμαχοι ήταν βέβαιο ότι κάποτε θα αποχωρούσαν. Ποιος μπορούσε να εγγυηθεί το ίδιο για τους Βουλγάρους;
Νοεμβριανά
Οι συμμαχικές κυβερνήσεις κήρυξαν πια επίσημα εχθρό τους τον Κωνσταντίνο και άρχισαν αποκλεισμό της «βασιλοκρατούμενης Ελλάδος». Την ίδια ώρα, ο Βενιζέλος σχημάτιζε κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη.
Όμως, στην προσπάθεια άσκησης πίεσης στον βασιλιά, τόσο ο Βενιζέλος, όσο και οι σύμμαχοι, πολιτεύτηκαν άσχημα και αποφάσισαν να σταλεί συμμαχικός στόλος στον Πειραιά, ως μέσο άσκησης επιπλέον πίεσης στον βασιλιά.
Ο Βενιζέλος ειδικά, προέβη σε αυτή την εκτίμηση, πιστεύοντας ότι ο Κωνσταντίνος είχε χάσει το λαϊκό του έρεισμα.
Ακόμα και αν το τελευταίο αλήθευε, σύντομα η εκτίμηση θα αποδεικνυόταν παντελώς ανεδαφική, από τη συμπεριφορά των συμμάχων προς τους Έλληνες, και κυρίως από τον αποκλεισμό, ο οποίος οδήγησε χιλιάδες Έλληνες στο θάνατο από εξάντληση και πείνα. Ακόμα και η αποστολή του συμμαχικού στόλου στον Πειραιά, ίσως να μην είχε τόσο καταστροφικές συνέπειες αν επικεφαλής δεν ήταν ο τραγικός Γάλλος ναύαρχος Νταρτίζ ντι Φουρνέ.
Την ίδια ώρα τα γεγονότα πίεζαν. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν στις 17 Αυγούστου τη Φλώρινα και άρχισαν παράλληλα να προωθούνται στην Ανατολική Μακεδονία. Λίγες μέρες αργότερα και η Ρουμανία βγήκε επιτέλους στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Η προώθηση όμως των Βουλγάρων και οι βιαιοπραγίες που διέπρατταν εις βάρος των ελληνικών πληθυσμών αποτέλεσαν την αφορμή για την εκδήλωση τελικά του ήδη προσχεδιασμένου κινήματος της «Εθνικής Άμυνας», όπως ονομάστηκε, στη Θεσσαλονίκη. Η ΧΙ Μεραρχία, με επικεφαλής τον μέραρχο Ζυμβρακάκη, στασίασε και συγκρούστηκε μάλιστα με άλλα τμήματα του Γ’ Σώματος Στρατού.
Η κρίση είχε ξεσπάσει. Στο μεταξύ, οι σύμμαχοι έγιναν αποδέκτες της αντιβασιλικής προπαγάνδας, βάσει της οποίας το ελληνικό Γενικό Επιτελείο είχε συγκεντρώσει στρατεύματα και εφόδια στην Κατερίνη. Παράλληλα, οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει δυνάμεις στη Φλώρινα, οι οποίες θα κινούνταν προς Αθήνα.
Ήδη είχαν αναφερθεί κινήσεις γερμανικού ιππικού προς Λάρισα! Οι ανόητες, δήθεν εμπιστευτικές αυτές «πληροφορίες», αναμφισβήτητα εκπορεύθηκαν από βενιζελικά κέντρα, και μόνο σκοπό είχαν να δώσουν τη λαβή που χρειάζονταν οι δυνάμεις για να ασκήσουν ακόμα πιο δυναμική πολιτική απέναντι του «γερμανόφιλου βασιλέως». Οι σύμμαχοι είχαν τώρα τη δικαιολογία που ήθελαν για να επέμβουν. Είχε έρθει η ώρα του Φουρνέ.
Στις 10 Σεπτεμβρίου συνέβη ένα ακόμα περίεργο περιστατικό. Οι πρέσβεις των τριών δυνάμεων είχαν μεταβεί στη γαλλική πρεσβεία για να συσκεφθούν.
Έξαφνα, περίπου 20 άτομα εμφανίστηκαν έξω από τα κτίριο και πυροβολώντας στον αέρα φώναξαν: «Ζήτω η Γερμανία και ο βασιλεύς! Κάτω η Γαλλία». Οι ένοπλοι ταραξίες αποδείχθηκε αργότερα ότι ήταν όλοι μέλη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και έδρασαν κατόπιν συνεννόησης με τη γαλλική πρεσβεία!
Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Φουρνέ να αποβιβάσει πεζοναύτες και να τους εγκαταστήσει στην πρεσβεία, ως φρουρά. Από την άλλη πλευρά, η πάντοτε καιροσκόπος Ιταλία άδραξε την ευκαιρία και κατέλαβε τη Βόρεια Ήπειρο για να την «προστατεύσει» από τους Βουλγάρους.
Στην κρίσιμη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα, μόνο μια κίνηση απέμενε στον Κωνσταντίνο, η οποία θα αφόπλιζε αυτομάτως και τον Βενιζέλο: η προσχώρησή του στην Αντάντ άμεσα, και με εκ των υστέρων συζήτηση για τους όρους. Η εμμονή του τέτοιες ώρες στην τραγελαφική παρωδία ουδετερότητας ήταν τουλάχιστον εκτός πραγματικότητας, από τη στιγμή μάλιστα που οι Βούλγαροι κατέλαβαν στις 16 Σεπτεμβρίου και την Καβάλα, συλλαμβάνοντας μάλιστα αιχμαλώτους 6.000 Έλληνες στρατιώτες! Αργότερα, ολόκληρο το Δ’ Σώμα Στρατού θα παραδιδόταν αμαχητί στους Γερμανούς και θα απολάμβανε υποχρεωτικές «διακοπές» στο Γκέρλιτς.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση Καλογερόπουλου και πάλι δεν αντέδρασε. Ωστόσο, πρότεινε για άλλη μια φορά την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, υπέρ της Αντάντ φυσικά, ζητώντας παραχώρηση της Βόρειας Ηπείρου, των Δωδεκανήσων και της Δυτικής Θράκης. Οι σύμμαχοι αρνήθηκαν, εφόσον η παραχώρηση της Βόρειας Ηπείρου και των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα θα έθιγε τα ιταλικά συμφέροντα.
Οι κυβερνήσεις των δυνάμεων αναγνώρισαν de facto την «κυβέρνηση» της Θεσσαλονίκης.
Μόνο η Ιταλία αντέδρασε στην αναγνώριση αυτή, φοβούμενη ότι θα συνεπαγόταν παραχωρήσεις εδαφών και δεσμεύσεις των συμμάχων προς τον Βενιζέλο. Οι σύμμαχοί της όμως την καθησύχασαν, τονίζοντας ότι δεν έχουν υποσχεθεί τίποτα στον Βενιζέλο.
Ο Κωνσταντίνος τότε υποσχέθηκε στους συμμάχους, σε μια κίνηση καλής θέλησης, να παραδώσει τα πυροβόλα του Στρατού, μαζί με 1.000 οβίδες ανά πυροβόλα, στους συμμάχους.
Παράλληλα, θα παρέδιδε και τον ελαφρύ στόλο με τις τορπίλες και τις οβίδες των πλοίων. Οι Γάλλοι δέχθηκαν τις προτάσεις, και ο απεσταλμένος τους, Πολ Μπεναζέ, προθυμοποιήθηκε να συναντήσει και τον Βενιζέλο, σε μια προσπάθεια επανένωσης της Ελλάδας.
Ο Βενιζέλος όμως αποδείχτηκε ότι δεν επιθυμούσε ειλικρινά τη συνδιαλλαγή με τον βασιλιά. Ήθελε αυτός να είναι ο άνθρωπος της Αντάντ στην Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά είχε τονίσει στον Μπεναζέ. «Το 1915 ζήτησα από την Αντάντ να με στηρίξει, αλλά δεν μου απάντησε… Περίμενα 18 μήνες. Έτσι, αποφάσισα να δράσω…
Στην Ελλάδα έχετε δικό σας πολιτικό, έχετε μια ηγετική μορφή, αλλά δεν την υποστηρίξατε όσο έπρεπε. Στη συνέχεια προσβάλατε το εθνικό αίσθημα όταν δηλώσατε στη Βουλγαρία ότι της προσφέρετε τη Μακεδονία», του είχε πει. Παράξενη πράγματι ασυνέπεια, από τη στιγμή που πατέρας του σχεδίου παραχώρησης τμήματος της Μακεδονίας στους Βουλγάρους ήταν ο ίδιος!
Στην Αθήνα τώρα, ο ναύαρχος Φουρνέ προέβη σε νέες απαιτήσεις, αξιώνοντας την παράδοση στις δυνάμεις τους 32 ελληνικών πυροβολαρχιών, με 1.000 βλήματα ανά πυροβόλο, 40.000 τυφεκίων Μάλινχερ, με 220 βολίδες ανά όπλο, 140 πολυβόλων και 50 φορτηγών αυτοκινήτων.
Το υλικό αυτό θα παραχωρούνταν για τη συγκρότηση του Στρατού της Εθνικής Άμυνας. Ο Φουρνέ, επίσης με πραξικοπηματικό τρόπο, συνέλαβε τους πρέσβεις των δυνάμεων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών στην Αθήνα. Επιπλέον, κατέλαβε το ναύσταθμο Σαλαμίνας, υποστέλλοντας την ελληνική σημαία και αναρτώντας τη γαλλική.
Από ό,τι φαίνεται, οι σύμμαχοι, με τη σύμφωνη γνώμη του Βενιζέλου δυστυχώς, δεν αναγνώριζαν στην «παλαιά» Ελλάδα τα δικαιώματα ενός ανεξάρτητου κράτους και της φέρονταν ως να βρισκόταν υπό κατοχή.
Ο Φουρνέ, τα ξημερώματα της 1ης Δεκεμβρίου, αποβίβασε 2.500 ναύτες και πεζοναύτες στο Φάληρο με την εντολή να καταλάβουν στρατηγικά σημεία στην Αθήνα.
Εντός της πόλης όμως είχαν πάρει θέσεις στρατιώτες και ένοπλοι επίστρατοι, και τους περίμεναν. Η σύγκρουση άρχισε στο Θησείο, όταν Γάλλοι ναύτες θέλησαν να εκδιώξουν ελληνικό τμήμα.
Σύντομα, η σύγκρουση γενικεύτηκε και σε αυτή συμμετείχαν και τα συμμαχικά πολεμικά. Περισσότερες από 70 οβίδες έπληξαν την Αθήνα, ακόμα και την αυλή των ανακτόρων. Η βασιλική οικογένεια κατέφυγε στα υπόγεια για να καλυφθεί.
Στο μεταξύ οι μάχες συνεχίζονταν στην Αθήνα και είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη ήττα των πεζοναυτών του Φουρνέ, οι οποίοι για να σωθούν κατέφυγαν σε διάφορα οικήματα, όπου και πολιορκήθηκαν από τους Έλληνες.
Τελικά σώθηκαν χάρη στην επιτευχθείσα ανακωχή, που υπεγράφη μεταξύ του Κωνσταντίνου και των πρέσβεων της Αντάντ. Έξι ημέρες αργότερα, η «κυβέρνηση» της Θεσσαλονίκης κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, αλλά κήρυξε και τον Κωνσταντίνο έκπτωτο του θρόνου του.
Οι σύμμαχοι δεν ακολούθησαν άμεσα το παράδειγμά της, αφού ο Κωνσταντίνος υποχρεώθηκε να ζητήσει επισήμως συγγνώμη «διά την ενέδρα των Αθηνών» και να διατάξει παρέλαση της φρουράς Αθηνών ενώπιον ξένου αγήματος, παρουσία των τριών πρέσβεων, Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, κατά την οποία οι Έλληνες σημαιοφόροι χαμήλωσαν τις σημαίες ενώπιον των σημαιών των τριών δυνάμεων.
Την 11η Ιουνίου, οι «Προστάτιδες Δυνάμεις» αξίωσαν με τελεσίγραφο την αποπομπή του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος υπέκυψε στις πιέσεις και εγκατέλειψε την Ελλάδα. Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα και σχημάτισε νέα κυβέρνηση. Η Ελλάδα είχε και πάλι ταπεινωθεί από τους «προστάτες» της.
Στην Αθήνα τώρα, ο ναύαρχος Φουρνέ προέβη σε νέες απαιτήσεις, αξιώνοντας την παράδοση στις δυνάμεις τους 32 ελληνικών πυροβολαρχιών, με 1.000 βλήματα ανά πυροβόλο, 40.000 τυφεκίων Μάλινχερ, με 220 βολίδες ανά όπλο, 140 πολυβόλων και 50 φορτηγών αυτοκινήτων.
Το υλικό αυτό θα παραχωρούνταν για τη συγκρότηση του Στρατού της Εθνικής Άμυνας. Ο Φουρνέ, επίσης με πραξικοπηματικό τρόπο, συνέλαβε τους πρέσβεις των δυνάμεων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών στην Αθήνα. Επιπλέον, κατέλαβε το ναύσταθμο Σαλαμίνας, υποστέλλοντας την ελληνική σημαία και αναρτώντας τη γαλλική.
Από ό,τι φαίνεται, οι σύμμαχοι, με τη σύμφωνη γνώμη του Βενιζέλου δυστυχώς, δεν αναγνώριζαν στην «παλαιά» Ελλάδα τα δικαιώματα ενός ανεξάρτητου κράτους και της φέρονταν ως να βρισκόταν υπό κατοχή.
Ο Φουρνέ, τα ξημερώματα της 1ης Δεκεμβρίου, αποβίβασε 2.500 ναύτες και πεζοναύτες στο Φάληρο με την εντολή να καταλάβουν στρατηγικά σημεία στην Αθήνα.
Εντός της πόλης όμως είχαν πάρει θέσεις στρατιώτες και ένοπλοι επίστρατοι, και τους περίμεναν. Η σύγκρουση άρχισε στο Θησείο, όταν Γάλλοι ναύτες θέλησαν να εκδιώξουν ελληνικό τμήμα.
Σύντομα, η σύγκρουση γενικεύτηκε και σε αυτή συμμετείχαν και τα συμμαχικά πολεμικά. Περισσότερες από 70 οβίδες έπληξαν την Αθήνα, ακόμα και την αυλή των ανακτόρων. Η βασιλική οικογένεια κατέφυγε στα υπόγεια για να καλυφθεί.
Στο μεταξύ οι μάχες συνεχίζονταν στην Αθήνα και είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη ήττα των πεζοναυτών του Φουρνέ, οι οποίοι για να σωθούν κατέφυγαν σε διάφορα οικήματα, όπου και πολιορκήθηκαν από τους Έλληνες.
Τελικά σώθηκαν χάρη στην επιτευχθείσα ανακωχή, που υπεγράφη μεταξύ του Κωνσταντίνου και των πρέσβεων της Αντάντ. Έξι ημέρες αργότερα, η «κυβέρνηση» της Θεσσαλονίκης κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, αλλά κήρυξε και τον Κωνσταντίνο έκπτωτο του θρόνου του.
Οι σύμμαχοι δεν ακολούθησαν άμεσα το παράδειγμά της, αφού ο Κωνσταντίνος υποχρεώθηκε να ζητήσει επισήμως συγγνώμη «διά την ενέδρα των Αθηνών» και να διατάξει παρέλαση της φρουράς Αθηνών ενώπιον ξένου αγήματος, παρουσία των τριών πρέσβεων, Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, κατά την οποία οι Έλληνες σημαιοφόροι χαμήλωσαν τις σημαίες ενώπιον των σημαιών των τριών δυνάμεων.
Την 11η Ιουνίου, οι «Προστάτιδες Δυνάμεις» αξίωσαν με τελεσίγραφο την αποπομπή του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος υπέκυψε στις πιέσεις και εγκατέλειψε την Ελλάδα. Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα και σχημάτισε νέα κυβέρνηση. Η Ελλάδα είχε και πάλι ταπεινωθεί από τους «προστάτες» της.