Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Ξημερώνει 13 Οκτωβρίου 1904...


Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος λαβωμένος...

Ο Παύλος Μελάς, νεαρός ανθυπολοχαγός του πυροβολικού με το επιχειρησιακό όνομα Μίκης Ζέζας, κατορθώνει να οργανώσει αντάρτικο σώμα στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Μόλις...  


 

πατάει το πόδι του στο αιματόβρεχτο χώμα της μακεδονικής γης ορκίζεται να αγωνιστεί για την πατρώα γη των Μακεδόνων.
Προσπαθεί με ανταρτοπόλεμο, καθώς δεν έχει στρατό στη διάθεση του, να προστατεύσει τους ντόπιους από τους Βούλγαρους, δηλώνοντας το παρών της ελληνικής πολιτείας, η οποία επισήμως δεν γνωρίζει τίποτα!
Σε ένα από τα γράμματα που καθημερινά γράφει στη σύζυγό του αναφέρει:
«Αν το αίμα ενός επιφανούς Έλληνα βάψει τη μακεδονική γη, σύσσωμο το έθνος θα εγερθεί και η Μακεδονία θα σωθεί.»


Και ήθελε να είναι αυτός ο επιφανής Έλληνας που θα έβαφε με το αίμα του τη μακεδονική γη.

Ο εθελόθυτος αμνός της Μακεδονίας, ο Παύλος Μελάς, βρίσκεται μαζί με τους άνδρες του στη Στάτιστα Καστοριάς (σημ. Μελάς). Ο κομιτατζής Μήτρε Βλάχο που δρούσε στην περιοχή, ενημερώνει τις οθωμανικές αρχές. Απόσπασμα από 50 στρατιώτες φτάνει στη Στάτιστα και αρχίζει να πολιορκεί το σπίτι όπου βρίσκονται ο Π. Μελάς με λίγους συντρόφους του. Το σκοτάδι πέφτει κι ενώ οι περισσότεροι Έλληνες έχουν διαφύγει, ο Παύλος Μελάς επιχειρεί να βγει έξω από το σπίτι. Μια σφαίρα τον παίρνει στη μέση. Αιμόφυρτος πέφτει κάτω. Προλαβαίνει να δώσει τον σταυρό του στον πιστό σύντροφό του Πύρζα, λέγοντας: «Τον σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι μου του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα». Σε λίγο άφησε την ψυχή του στα χέρια του δημιουργού Θεού.

Για να μην αναγνωριστεί ο νεκρός από τους Οθωμανούς, οι οποίοι δεν γνώριζαν ποιον ακριβώς είχαν σκοτώσει, οι σύντροφοι του Μελά απέκοψαν την κεφαλή του, την οποία με θρήνους και οιμωγές ο Παπα-Σταύρος Τσάμης ενταφίασε κάτω από την Αγία Τράπεζα της Εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι. Το δε νεκρό σώμα μετεφέρθη στην Καστοριά από τους Οθωμανούς. Ο ατρόμητος και γενναιόφρων Μητροπολίτης Γερμανός σχεδόν απειλώντας τον Οθωμανό Καϊμακάμη παρέλαβε απαρηγόρητος τον λατρεμένο του Παύλο Μελά και με θρήνους εναπέθεσε το λείψανο στο μικρό βυζαντινό παρεκκλήσιο των Παμμεγίστων Ταξιαρχών.

Ο θάνατος του Παύλου Μελά διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα. Το τέλος του είχε το νόημα της θυσίας, συντάραξε ολόκληρο το έθνος και παρακίνησε πολλούς συναδέλφους του αξιωματικούς να βγουν με σώματα στη Μακεδονία. Και ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας ήταν υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων, από τον θάνατο του Μελά έγινε υπόθεση ολόκληρου του Ελληνισμού!

Ο φιλομακεδονικός έρωτας που έκαιγε στην καρδιά του τον ώθησε να απαρνηθεί την ευήμερη ζωή των Αθηνών και ως πρωτομάχος και υπέρμαχος της ιδέας για απελευθέρωση της Μακεδονίας, να πετάξει σαν αετός περήφανος στη γη του αρχιστρατηλάτου Μεγάλου Αλεξάνδρου για να ποτίσει με το αίμα του το δέντρο της ελευθερίας.

Του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ! 

B.B.