γράφει ο Γεώργιος Διον. Κουρκούτας
Βλέποντας όλες αυτές τις φάτσες (πολιτικούς), που εκπροσωπούν κατά τα άλλα τον Λαό μας, να σπεύδουν να εορτάσουν σε εποχές μεγίστης παρακμής και εξαθλίωσης την «επέτειο αποκατάστασης της δημοκρατίας», 43 χρόνια από την άφιξη στην...
Αθήνα του Κωνσταντίνου Καραμανλή το πρωινό της 24ης Ιουλίου 1974 (όταν οι ελληνικές-ελλαδικές και ελληνοκυπριακές-δυνάμεις αγωνίζονταν στην Κύπρο για να περιορίσουν το έγκλημα του «Αττίλα»), σκέφτομαι ότι ακόμη μία φορά ο μεγάλος ηττημένος είναι ο Ελληνισμός. Οι ίδιες ελίτ που μετά το 1821 θεωρούσαν τσιφλίκι τους το Κράτος επέστρεψαν για να δρέψουν τους καρπούς που φύτευσε η ανεπάρκεια ή η ανοησία κάποιων στρατιωτικών ηγητόρων. Όλων αυτών δηλαδή που αντί για τον δρόμο της Τιμής και του Αγώνα επέλεξαν την εύκολη παράδοση στους «φαύλους πολιτικούς», όπως τους αποκαλούσαν ως τότε.
Και στην Κύπρο ο προδομένος αγώνας συνεχίζονταν από τους εκεί στρατευσίμους ενάντια σε εχθρούς και «συμμάχους». Στην Ελλάδα κορναρίσματα από τους απλούς πολίτες αλλά και από τα κομματόσκυλα που πλέον έβλεπαν πως νέοι ορίζοντες διανοίγονταν για αυτούς και τα σόγια τους. Αυτό απέδειξε η επακολουθήσασα πραγματικότητα…
Μέσα σε λίγες εβδομάδες οι Έλληνες έβλεπαν μία νέα πραγματικότητα που θα την ονόμαζαν «Μεταπολίτευση» και θα την παρουσίαζαν σαν μία νέα εκκίνηση για τον ελλαδικό Ελληνισμό. Ακόμη και αν αυτό γινόταν εις βάρος του Ελληνισμού της Κύπρου που μάτωνε κάτω από τα βλέμματα του ελλαδικού (εθνικού κατά τα άλλα) κέντρου, που θεωρούσε ότι «η Κύπρος είναι μακράν».
Τελικά το 1974 θα είναι καθοριστική χρονιά για όσους σχεδίαζαν την νέα προοπτική του Ελληνισμού. Νέες επιφανειακά ελίτ και νέα Κόμματα με τυφλή υπακοή στους παλιούς αρχηγούς τους θα γεννιόνταν για να καλύψουν τις ανάγκες της Εξουσίας. Ο Ανώτατος Άρχων θα ήταν ένα διακοσμητικό στοιχείο, για να μπορούν τα Κόμματα και οι ηγέτες τους (βασισμένοι στην οικογενειοκρατία και την ευνοιοκρατία, τα σόγια και το ρουσφέτι δηλαδή, όπως τα ξέρει ο κατά τα άλλα …σοφός Λαός μας) να κάνουν «παιχνίδι» μόνοι τους. Να ελέγχουν τον κρατικό μηχανισμό που θα είναι πλέον ένας χώρος που θα κάνουν παιχνίδια και πάρτι οι ημέτεροι, οι κολλητοί…
Το Δημοψήφισμα του 1974
Σε αυτό το «πολιτικό σκηνικό» προστέθηκε η ακύρωση και η αυθαίρετη απαγόρευση ενός θεσμού που συνδέθηκε με την δυναμική, την επέκταση και την σταθερότητα του νεώτερου Ελληνισμού, του θεσμού της Βασιλείας. Το επικύρωσαν με το κατευθυνόμενο Δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, όταν ετερόκλιτες πολιτικές δυνάμεις (από την κρατικοδίαιτη καραμανλική Δεξιά μέχρι την διεθνιστική-απάτριδα Αριστερά) συνασπίστηκαν εναντίον του τότε Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ο τελευταίος, μη διαθέτοντας την ανάλογη συμβουλευτική ομάδα δίπλα του (ούτε ένας σύμβουλος επιπέδου Ιωάννη Μεταξά ή Αλεξάνδρου Παπάγου, όπως ο θείος του παλαιότερα), έτσι ώστε να αποφύγει τις παγίδες και τα σκοτεινά σχέδια των πολιτικών του αντιπάλων (ακόμη και αυτών που παρουσιάζονταν, για λόγους καθαρά ιδιοτελείς, «φίλα προσκείμενοι» στον Βασιλιά), ανέχτηκε να υποταγεί σε ένα παιχνίδι με το αποτέλεσμα προδιαγεγραμμένο… Ανέχτηκε δηλαδή να συμμετάσχει σε ένα Δημοψήφισμα που διοργάνωσαν επίτηδες μετά τις Εκλογές του Νοεμβρίου 1974 (για να ξεγελάσουν τους πολίτες που προτιμούσαν Βασιλιά). Ενώ, αφού επανήλθε με τον ερχομό της «Μεταπολίτευσης» το Σύνταγμα του 1952, έπρεπε να επανέλθει και ο Ανώτατος Άρχων, δηλαδή ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος.
Στην θέση του Ανωτάτου Άρχοντος εισήχθη ο ξένος προς την Ελληνική Ιστορία θεσμός του «Προέδρου της Δημοκρατίας». Ένας θεσμός που ενθουσίαζε τον γαλλοτραφή στα 11 χρόνια παραμονής του στο Παρίσι Καραμανλή. Ένα δημιούργημα του αστικού κόσμου της Δύσης που λειτούργησε ανάλογα με την πολιτική παράδοση κάθε Λαού. Στην Ελλάδα ο νέος αυτός θεσμός (που είχε πρωτοεισαχθεί στην πολιτικά ανώμαλη περίοδο του Μεσοπολέμου, αδυνατώντας να επιλύσει κάποιο πρόβλημα-κάτι που ομολογούν όλοι οι ειλικρινείς Ιστορικοί ερευνητές) αντέγραψε εξωτερικά τον θεσμό της Βασιλείας (από την Ανακτορική φρουρά που έγινε …Προεδρική, μέχρι και την κατοικία των Ανακτόρων που έγινε …Προεδρικό Μέγαρο), αλλά στην ουσία αποτελούσε ένα πολιτικό περιθώριο και μία απαξιωτική θέση για την Ελλάδα διεθνώς.
Τόσο οι Συνταγματικές αναθεωρήσεις όσο και η επιλογή για την θέση αυτήν αποτυχόντων Πολιτικών με ελλιπή διεθνή παρουσία και διασυνδέσεις, οδήγησαν τον θεσμό της Προεδρίας σε διακοσμητικό συμπληρωματικό στοιχείο μιας πανάκριβης Κοινοβουλευτικής ζωής και ενός διεφθαρμένου ηθικά Πολιτικού κόσμου, που ρέπει σε σκάνδαλα και λεηλασία του παρόντος και του μέλλοντος του Ελληνικού Λαού (ακόμη και σε αυτήν την περίοδο της Κρίσεως). Αυτήν την κατάσταση την διαπιστώνουν όλοι έμμεσα ή άμεσα από Αριστερά μέχρι Δεξιά, αρκεί να μην τρέφονται από τον κορβανά του Δημοσίου Χρήματος.
Η παρουσία του θεσμού της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και του Βασιλέως Κωνσταντίνου στην μεταπολιτευτική ζωή θα λειτουργούσε ως ανάχωμα, ως εμπόδιο για την επέκταση της αλλοτρίωσης της Ελληνικής Κοινωνίας και των στοιχείων που την στηρίζουν. Δεν θα μπορούσαν να τοποθετούν στην θέση του ανθρώπου που θα λέει ΝΑΙ σε όλα τον αρεστό των Κομμάτων, αλλά ο Βασιλεύς λόγω θέσεως και ιδιότητος θα έθετε τις αντιρρήσεις του. Δεν θα ήταν ένας από το σύνολο των διεφθαρμένων (διεφθαρμένων με την συνενοχή ή την σιωπή τους). Και τότε θα αποφεύγονταν ο εθνικός και πολιτικός κατήφορος της Μεταπολίτευσης.
Αρκεί να αναρωτηθούμε με ειλικρίνεια.