ΤΟΥ
ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΦΑ
Το
θεατρικό μέρος του 42ου
Φεστιβάλ Ολύμπου ολοκληρώθηκε τη Δευτέρα
το βράδυ με την εμβληματική ευριπίδεια
παράσταση «Τρωάδες» του πιερικού θιάσου
«Πήγασος». Στον ευλογημένο χώρο των
αρχαίων Λειβήθρων (ακόμα και ο κόπος
για να φτάσεις εκεί είναι δηλωτικό μιας
αισθητικής αντίληψης για το τι εστί
θέαμα ουσιαστικό) ο Δημήτρης Σιακάρας
έστησε ένα λιτό σκηνικό όπου οι...
δύστηνες
Τρωαδίτισσες, θύματα ενός άγριου και
ανελέητου φονικού πολέμου, εξιστορούν
τα πάθη τους: με απόλυτη αξιοπρέπεια
απέναντι σε έναν βίαιο και εκδικητικό
ελληνικό στρατό (αλλά και ποιος πόλεμος,
όπου γης, δεν είναι θανατηφόρα βίαιος;),
με έναν λόγο επιτομή του εξουσιαστικού
credo.
Εντυπωσίασε η εκφορά του λόγου, ιδιαιτέρως
επιμελημένη και κρουστή κυρίως στα
χείλη των Χάρη Αμανατίδη, Γιάννη Γαλάνη
και Κατερίνας Παρλίτση, εντυπωσιακή
και η δημοκρατία των θεατών όπως
αποτυπώθηκε στο παρατεταμένο χειροκρότημα
(την πρώτη μέρα απουσίαζαν παντελώς οι
επίσημοι). Στους συντελεστές του θεάτρου
οφείλουμε και το σπουδαίο μάθημα πως
ακόμα και «ταπεινοί» περιφερειακοί
θίασοι μπορούν να παράγουν υψηλό έργο
και να συγκινούν τον καλλιεργημένο
θεατή. Είναι μνείας άξιον το γεγονός
πως ενώ το Εθνικό Θέατρο έκοψε στο Δίον
314 εισιτήρια μόνον, ο «Πήγασος» έκοψε
250 εισιτήρια την πρώτη μέρα και άλλα 300
την επομένη. Αν λάβει δε κανείς υπόψη
του τις συνθήκες ανάβασης και κατάβασης
στα Λείβηθρα, το εγχείρημα κρίνεται
υπερβολικά θετικόν και οφείλει να
συνεχιστεί!
Ωστόσο, το φετινό
φεστιβάλ, με τις 10 περίπου θεατρικές
παραστάσεις του, έδωσε την ευκαιρία στο
κοινό να δει από κοντά και να εκτιμήσει
τις κατακτήσεις της σημερινής θεατρικής
τέχνης: όσο και αν είναι ο θεσμός του
Φεστιβάλ Ολύμπου πολυσυλλεκτικός και
όχι κατανάγκην αρωγός ενός συγκεκριμένου
θεατρικού πράττειν, δεν έλλειψε η σοβαρή
και επιμελημένη τέχνη του θεάτρου σε
όλες της σχεδόν τις μορφές.
Ενδεικτικά: ο
Γιώργος Κιμούλης, κορυφαία μορφή του
φετινού θεατρικού καλοκαιριού, στην
ωριμότερη εμφάνισή του, δίδαξε μιαν
άλλη Μήδεια συνεργαζόμενος με τον Σπύρο
Ευαγγελάτο (σκηνοθεσία), τον Γιώργο
Πάτσα (σκηνικά) και τον Γιάννη Μετζικώφ
(κοστούμια). Ο «Αγαμέμνων» διέθετε μια
εξαιρετική Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και
έναν καλό Μηνά Χατζησάββα, σπουδαία
σκηνικά (Γιώργος Πάτσας) και καλή
σκηνοθεσία (Νικαίτη Κοντούρη). Η «Φαύστα»
του Μποστ σε κεφάτη σκηνοθεσία του Κώστα
Τσιάνου και καλούς ηθοποιούς ανέδειξε
πτυχές της μικροαστικής ηθικής πριν
από μισό αιώνα, ο «Επιθεωρητής» του
Γκόγκολ, μια αθάνατη κωμωδία σχεδόν δύο
αιώνων σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου,
ανέδειξε την παρακμή των κρατικών δομών
(έπαιξαν ο Γ. Αρμένης και ο Κ. Μαρκουλάκης).
«Τραχίνιες» και «Κύκλωψ», δύο ελάχιστα
ανεβασμένες παραστάσεις, μάς έδειξαν
τον πλούτο και την ευρηματικότητα
σκηνοθετών (Θωμάς Μοσχόπουλος, Βασίλης
Παπαβασιλείου) και ερμηνευτών (Άννα
Μάσχα, Φιλαρέτη Κομνηνού, Αργύρης Ξάφης
– Νίκος Καραθάνος, Δημήτρης Πιατάς,
Νίκος Χατζόπουλος).
Οι
«Βάκχες» από την άλλη, με τον αμφιλεγόμενο
ρόλο του Διονύσου Σάκη Ρουβά, παρά τις
νεωτερικές ή καλύτερα μετανεωτερικές
ιδέες (εναερίτες, ευρηματικός χορός και
εξαίρετη αφρικανική μουσική) στάθηκαν
ως συνολικό αποτέλεσμα μετέωρες, δεν
φαίνεται εν τέλει να έπεισαν τους θεατές,
ούτε και εισπρακτικά (οι θεατρόφιλοι
δεν πήγαν γιατί έπαιζε ο Ρουβάς και οι
οπαδοί του Ρουβά δεν πήγαν γιατί δεν
συχνάζουν στο θέατρο).
Τέλος,
ο «Πλούτος» του Διονύση Σαββόπουλου,
εξαιρώντας τον πολύ ταλαντούχο χορό,
υπήρξε ιδεολογικά μια ρηχή, επιφανειακή
δουλειά, από άποψη σκηνικών μια πλήρης
αποτυχία και από άποψη πίστης στο γράμμα
του κειμένου μια παρερμηνεία του
αριστοφανικού κειμένου, αφού η Πενία
(το μέτρον, η εγκράτεια, δηλαδή) μετατράπηκε
σε εκφραστή τής πιο άκρατης λιτότητας,
και όπως ήδη έγκαιρα επεσήμανε η κριτική,
επρόκειτο για μια σαφώς προκατειλημμένη
φιλομνημονιακή παράσταση, αποτέλεσμα
βεβαίως και της γνωστής ιδεολογικής
μετάλλαξης του Διονύση Σαβόπουλου—στην
παράσταση κατηγορούνται τα διακοποδάνεια
που έπαιρναν οι νεοέλληνες (από ποιους
άραγε;) ως μοναδική αιτία της οικονομικής
μας κακοδαιμονίας.
Αυτό,
όμως, που μένει ως διαρκής δωρεά, είναι
το γεγονός πως, χάρη στο Φεστιβάλ Ολύμπου,
οι Πιεριείς είχαν την ευκαιρία να δουν,
να ακούσουν και να πάρουν μια γεύση της
θεατρικής προκοπής μας ως έθνους. Και
αυτό είναι κάτι που οφείλουμε μέσω του
διαλόγου και της αξιοποίησης όλων όσοι
διαθέτουν όραμα και γνώση —χωρίς
παρείστικους χειρισμούς ή αποκλεισμούς—
να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού.
Διορθώνοντας δηλαδή και τα τρωτά μας.
Διότι μόνον αλγεινή εντύπωση προξένησε
το γεγονός πως η ωραία ιδέα «Θεάτρου
Έπαινος» τοποθετήθηκε από τους οργανωτές
υπεύθυνους στις 6.30 το απόγευμα, την ίδια
μέρα που είχε στις εννιά παράσταση, με
αποτέλεσμα ο οξυδερκής κριτικός που
βραβεύτηκε, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος,
να μιλά, εκεί, γύρω στις επτά, σε 10 άτομα.
Και ήταν σημαντικά όσα είπε (για την
διαφωνία του με τη λέξη φεστιβάλ και
την αντικατάστασή της από τη λέξη
πανηγύρι ή γιορτή κλπ.) Ελπίζουμε, όταν
με το καλό εκδοθεί η ομιλία του από το
Φεστιβάλ Ολύμπου, να γίνουν περισσότεροι
οι κοινωνοί του λόγου του. «Δικαιοσύνη»,
που θά ’λεγε και ο Σεφέρης σε άλλα
συμφραζόμενα.