Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Κινητικότητα

 
  Γράφει  o Άκης Δημητριάδης,      
πρώην μόνιμος τραπεζικός υπάλληλος


  Ανάμεσα στα πολλά άλλα «μέτρα» που πήρε η κυβέρνηση για τους δημόσιους υπαλλήλους, είναι και η περίφημη «κινητικότητα».
Τι είναι η κινητικότητα;
Η λέξη προέρχεται από το αθώο ρήμα «κινούμαι».
Άλλα συνώνυμα είναι: «μετακινούμαι», «μετατίθεμαι», «μετατάσσομαι», «εξορίζομαι». Δηλαδή, θα φύγω από εκεί που δούλευα μέχρι τώρα, και θα κινηθώ για να πάω να δουλέψω κάπου αλλού.
Πού αλλού; 


Και τι δουλειά θα κάνω εκεί που θα με στείλουν;
Αυτοί που επινόησαν την κινητικότητα απαντούν πολύ εύκολα: Θα πας εκεί που έχει ανάγκη μια άλλη υπηρεσία. Και θα μάθεις την καινούργια δουλειά σου.
            Αυτό που δεν απαντάει κανένας, είναι με ποιο τρόπο ο υπάλληλος θα αντιμετωπίσει τις τεράστιες δυσκολίες που γεννιούνται από τη στιγμή που θα «μετακινηθεί» για να πάει στο νέο μέρος και στη νέα δουλειά.
Για παράδειγμα, πώς θα αφήσει το σπίτι, την οικογένεια, και τους προστατευόμενους από αυτόν ηλικιωμένους γονείς, λ.χ. στην Πάτρα, για να μετατεθεί και να πάει στο Διδυμότειχο;  Ή από την Κατερίνη, για να πάει στο Καστελόριζο;
Ένα άλλο αναπάντητο ερώτημα είναι, Πώς θα μάθει να κάνει λ.χ. ενέσεις στο νοσοκομείο, όταν μέχρι τώρα ήταν δακτυλογράφος;
Και το κυριότερο, πώς θα συνεχίσει να ζει αυτός, τα παιδιά και η οικογένειά του, όταν αυτή η μετάθεση θα του στοιχίσει τόσα πολλά επιπλέον νέα έξοδα (μεταφορά οικοσκευής, ενοίκιο, φαγητό, τηλέφωνα, εισιτήρια, κλπ.), που δεν θα του φτάνει πλέον ο μισθός για να τα καλύψει;

Έχω ζήσει μια παρόμοια «κινητικότητα» και μπορώ να απαντήσω εκ πείρας. Το 1991 ζούσα στο ωραίο μου σπιτάκι στην Καλαμαριά στη Θεσσαλονίκη, την συμπρωτεύουσα και Νύφη του Θερμαϊκού, και δούλευα στο μεγαλοπρεπές κτίριο της Τράπεζας Ελλάδος με τις κολώνες, στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, στη διασταύρωση της οδού Τσιμισκή με την Ίωνος Δραγούμη. Είχαμε όλες τις ευκολίες και τα προνόμια, κλιματισμό, απαλή μουσική, κυλικείο, εστιατόριο, υπερωρίες, επιδόματα, πολιτιστικές εκδηλώσεις, σεμινάρια επιμόρφωσης ξένης γλώσσας, βιβλιοθήκη, πρατήριο συνεταιρισμού, παραθεριστικές κατοικίες στην Αγία Τριάδα, εκδρομές, κ.ά.
Και ξαφνικά, ένα ωραίο πρωί έπεσε η κεραμίδα στο κεφάλι μου: «Μετατίθεσαι στο ακριτικό νησί της Λήμνου».

Κινητικότητα! 
Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω στο χάρτη και να ψάξω να βρω προς τα πού πέφτει η Λήμνος – όπως ο Θανάσης Βέγγος στην παλιά ταινία που τον είχαν μεταθέσει από την Αθήνα στα σύνορα στον Έβρο.
Ένας συνάδελφος με πληροφόρησε ότι το νησί παλιότερα ήταν τόπος εξορίας κομμουνιστών – εκεί ο Ρίτσος έγραψε το «Καπνισμένο Τσουκάλι», όπως και το γειτονικό νησί Άγιος Ευστράτιος (Μίκης Θεοδωράκης, κ.ά.).
Πήρα το πλοίο και ύστερα από 11 ώρες ταξίδι με φουρτούνα και 7 μποφόρ, μισοπεθαμένος και άσπρος σαν πανί από τη ναυτία, έφτασα σε ένα έρημο και σκοτεινό λιμάνι. Και τότε διαπίστωσα ότι το νησί, σε σύγκριση με τη Θεσσαλονίκη, εξακολουθούσε να είναι τόπος εξορίας.
Ήταν ένας μελαγχολικός Νοέμβρης, τέσσερις η ώρα μέσ’ την παγωμένη μαύρη νύχτα. Ψιλόβρεχε, κι από το καράβι, που συνέχισε άλλες 6 ώρες για Μυτιλήνη, βγήκαμε ταλαιπωρημένοι από την ολονύκτια περιπέτεια, τρεις ντόπιοι και καμιά 20/ριά φαντάροι με τα σακίδια και τη χλαίνη τους.
Τυλίχτηκα στο μπουφάν και κάθισα σε μια απόμερη σκοτεινή γωνιά να προφυλαχτώ από το ψιλόβροχο και να συνέλθω κάπως, μέχρι να περάσουν οι ώρες της νύχτας έως τις 7 το πρωί που ξημέρωσε και άνοιξε το μοναδικό καφενεδάκι, για να παραγγείλω ένα ζεστό τσάι.
Να μη τα πολυλογώ, η «πρωτεύουσα» του νησιού, η Μύρινα, ήταν στην πραγματικότητα ένα χωριουδάκι με 3.000 κατοίκους, το νησί ολόκληρο 9.000. Μόνο το καλοκαίρι είχε κάποια κίνηση, και αντί για ένα πλοίο τη βδομάδα (κάθε Δευτέρα) ερχόταν κι ένα δεύτερο (κάθε Πέμπτη) – εάν βέβαια το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Παλιά είχε 50.000 κατοίκους, αλλά οι περισσότεροι το είχαν εγκαταλείψει και είχαν μεταναστεύσει σε Αυστραλία και Αμερική.
Ήμουν κυριολεκτικά στη μέση του βορειοανατολικού Αιγαίου Πελάγους, αποκλεισμένος σχεδόν από τα πάντα. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Με νέα καθήκοντα και τεράστιες ευθύνες.
Τα έξοδά μου τριπλασιάστηκαν, διότι εκτός από το ενοίκιο και τους λογαριασμούς του σπιτιού (ο Θεός να το κάνει σπίτι), έπρεπε να πληρώνω επιπλέον και το πρωτόγονο μαγειρείο, τηλέφωνα, εισιτήρια, κλπ. – ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να στέλνω λεφτά στην οικογένειά μου, για λογαριασμούς, φροντιστήριο για το παιδί, Αγγλικά, κλπ.
Ο μισθός δεν έφτανε πλέον. Έκοψα όσα έξοδα μπορούσα, ακόμα και το τσιγάρο, και ζούσα μια πρωτόγονη ζωή. Το χειμώνα την έβγαζα χωρίς θέρμανση, για οικονομία, και κοιμόμουν με τα ρούχα. Έπλενα ο ίδιος τα ρούχα μου, κι άρχισα να μαγειρεύω, στην αρχή σαλάτες, τηγανητά αυγά, αργότερα ψάρια – εδώ έμαθα και το ψάρεμα, όχι για χόμπι, αλλά για να έχω κάτι να φάω. Άρχισα να δανείζομαι.
Να μη τα πολυλογώ, έκανα δικαστήρια την Τράπεζα, φτάσαμε μέχρι τον Άρειο Πάγο και μετά από 4 χρόνια στερήσεων, εξορίας και άθλιας ζωής, υπέβαλα την παραίτησή μου και έφυγα.

Από τότε μέχρι σήμερα μου έρχονται συχνά στο μυαλό παλιές αναμνήσεις και τραγουδάκια, όπως λ.χ.

·           Εμείς γι αλλού κινήσαμε, γι αλλού, κι αλλού η ζωή μας πάει… (Καλογιάννης).
·           Κάθε λιμάνι και καημός, κάθε καημός και δάκρυ, είν’ η ζωή του καθενός, θάλασσα δίχως άκρη… (Πάνος Γαβαλάς).
·           Ξεκινάμε, πάμε μακριά, σ’ άλλα μέρη σ’ άγνωστα νερά… Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει, κι από τα μάτια σβήνει η στεριά, μέσ’ τα κατάρτια πετούνε οι γλάροι, κι εγώ σου λέω έχει γεια… (Πάνος Γαβαλάς).
·           Τα φώτα σβήσανε και δεν ακούγεται φωνή καμιά, έμεινα μόνος κλαδί του ανέμου στην ερημιά… Πάει, πάει, πάει, πάει, πάει, πάει,  και δεν γυρίζει πια… (Βίκυ Μοσχολιού).
·           Τα Κύθηρα ποτέ δε θα τα δούμε, το χάσαμε το πλοίο της γραμμής, στου Αιγαίου τα πελάγη θα χαθούμε, σαν κύματα που σβήσαμε κι εμείς… (Μητροπάνος).
·           Μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό, που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη… (Καίτη Μπελίντα).
·           Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν… κι αν θα με φάνε τ’ άγρια θηρία, θα με γράψουν και στην ιστορία, πως με φάγανε τα ζώα, κι όχι η μπόρα του αιώνα… (Θέμης Ανδρεάδης).
·           Πού πάς χωρίς αγάπη, στη νύχτα στη σιωπή, το δρόμο θα τον χάσεις, καρδιά μου μοναχή… (Δούκισσα).
·           Μανούλα θα φύγω, μη κλάψεις για μένα… πικρές αναμνήσεις μαζί μου θα πάρω, και ό,τι αγαπούσα το έχασα πια… (Καζαντζίδης).

Κινητικότητα…
Θα τη θυμούνται καλά αυτή τη λέξη στις επόμενες εκλογές όσοι μετακινήθηκαν. Για να «μετακινήσουν» εκείνους που την επινόησαν και την εφάρμοσαν.