Από τις αρχές του 1989, ο Τσαουσέσκου άρχισε να απομονώνεται με ταχείς ρυθμούς από τους κομμουνιστές πρώην συμμάχους του. Οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και η Κίνα απέρριψαν πρότασή του, τον Αύγουστο του 1989, να συγκληθεί Σύνοδος, η οποία θα συζητούσε τις ραγδαίες αλλαγές στις...
κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και θα προσπαθούσε να «υπερασπιστεί τον Σοσιαλισμό».
Ακόμη και μετά την πτώση του Βούλγαρου ομολόγου του, Τόντορ Ζίβκοβ, το Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Τσαουσέσκου δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμη πόσο επισφαλής ήταν η θέση του και παρουσίαζε συμπτώματα άρνησης της πραγματικότητας.
Στα τέλη του έτους, ο λαός σχημάτιζε τεράστιες ουρές για την προμήθεια ψωμιού, ενώ η Κρατική Τηλεόραση τον παρουσίαζε να μπαίνει σε γεμάτα καταστήματα και να επαίρεται για την ολοσχερή αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους και το υψηλό βιοτικό επίπεδο που κατακτήθηκε επί των ημερών του.
Το Νοέμβριο του 1989, το 14ο Συνέδριο του ΚΚΡ εξέλεξε τον 71χρονο Τσαουσέσκου για μια ακόμη πενταετή θητεία ως ηγέτη του.
Η επανάσταση του 1989 στη Ρουμανία άρχισε στις 16 Δεκεμβρίου στη δυτική πόλη της Τιμισοάρα, όπου ένας ιερέας, ο László Tőkés, θα μετακινούνταν σε άλλη ενορία από τις αρχές.
Η κίνηση αυτή των αρχών προκάλεσε αντιδράσεις από τα μέλη της ενορίας του, οι οποίοι ενώθηκαν σύντομα από εκατοντάδες άλλους ανθρώπους, με αποτέλεσμα η διαμαρτυρία να μετατραπεί σε διαδήλωση.
Τις επόμενες ημέρες, οι διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν σε άλλες πόλεις και συνεπώς σε όλη τη Ρουμανία.
Το απόγευμα της 20ης Δεκεμβρίου που επέστρεψε στη χώρα, η κατάσταση είχε ενταθεί ακόμη περισσότερο και ο ίδιος έβγαλε διάγγελμα προς το λαό μέσω της Κρατικής Τηλεόρασης. Μίλησε για την επανάσταση της Τιμισοάρα ως «ξένη επέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της Ρουμανίας» και «εξωτερική απειλή στην εθνική ακεραιότητα».
Στις 21 Δεκεμβρίου διοργανώθηκε από τις Αρχές διαδήλωση συμπαράστασης στον Τσαουσέσκου στο κέντρο του Βουκουρεστίου, η οποία κατέληξε σε χάος. Ο λαός αποδοκίμασε μαζικά το ζεύγος Τσαουσέσκου, το οποίο, εμφανώς απορημένο, κλείστηκε στα κομματικά γραφεία. Ακολούθησαν μαζικές συγκρούσεις στους δρόμους του Βουκουρεστίου και ο στρατός επενέβη συλλαμβάνοντας εκατοντάδες άοπλους πολίτες. Την επόμενη μέρα (22 Δεκεμβρίου), τα νέα είχαν διαδοθεί σε ολόκληρη τη χώρα.
Ο στρατός προσπάθησε να τερματίσει τις βίαιες συγκρούσεις στους δρόμους του Βουκουρεστίου συλλαμβάνοντας εκατοντάδες άοπλους πολίτες. Τα νέα των διαδηλώσεων και η στάση του Τσαουσέσκου δεν άργησαν να κάνουν τον γύρο της χώρας και την επόμενη μέρα, στις 22 Δεκεμβρίου δηλαδή ανακοινώθηκε από την Κρατική Τηλεόραση ο ξαφνικός και ύποπτος θάνατος του Υπουργού Άμυνας της χώρας. Χωρίς Υπουργό Άμυνας, το αμέσως επόμενο ήταν να αναλάβει ο ίδιος ο Τσαούσεσκου την διοίκηση του στρατού.
Ο Τσαουσέσκου διέταξε να κατασταλούν οι διαδηλωτές με οποιοδήποτε τρόπο και ο στρατός με εντολή Τσαουσέσκου άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών.
Ο Νικόλαε Τσαουσέσκου δεν ειχε συνειδητοποιήσει την δύναμη του πλήθους και όταν προσπάθησε να απευθυνθεί προς τους αγανακτισμένους και πλέον εξαγριωμένους διαδηλωτές που βρισκόντουσαν έξω από τα γραφεία του ΚΚΡ, το πλήθος εισέβαλε μέσα και ο Τσαουσέσκου μαζί με την γυναίκα του φυγαδεύτηκαν με ελικόπτερο.
Το ζεύγος πέρασε από την εξοχική του κατοικία στο Σναγκοβ και συνέχισαν προς το Τιργόβιστε. Ωστόσο για κακή του τύχη το ζεύγος υποχρεώθηκε από το στρατό να εγκαταλείψει το ελικόπτερο καθώς ο στρατός είχε απαγορεύσει την εναέρια κυκλοφορία στη χώρα.
Ο Νικόλαε Τσαουσέσκου και η σύζυγος του Έλενα συνελήφθησαν από την αστυνομία, παραδόθηκαν στο στρατό, πέρασαν από Στρατοδικείο με πλήθος κατηγοριών (από παράνομο πλουτισμό μέχρι γενοκτονία), καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν την ημέρα των Χριστουγέννων του 1989.