Φέτος έπεσαν οι βάσεις σε 246 σχολές και ανέβηκαν σε 217 (από 331 πέρυσι) Η πτώση εκτείνεται στις σχολές όλων των πεδίων πλην του 5ου, δηλαδή του πεδίου των Οικονομικών Επιστημών.
Από τις...
50 πλέον υψηλόβαθμες σχολές, οι 45 παρουσίασαν πτώση και μόνο οι πέντε άνοδο (Ιατρική Αθήνας - 309 μόρια, Νομική Αθήνας -491, αλλά και Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών +50 και Ναυτιλιακών Σπουδών Πειραιά +166).
Το ποσοστό επιτυχίας των υποψηφίων ανήλθε στο 68%, με την ψαλίδα, όμως, ανάμεσα στον πρώτο και τον τελευταίο να είναι τεράστια: Ο πρώτος των πρώτων εισήχθη στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών με 19.880 μόρια, ενώ ο τελευταίος από τους 70.988 επιτυχόντες εισήχθη στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Ηπείρου με 3.539 μόρια, δηλαδή μέσο όρο βαθμολογίας 2,17.
Η μεγαλύτερη πτώση καταγράφηκε στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών Κοζάνης, όπου η βάση εισαγωγής μειώθηκε κατά 1.538 μόρια. Στην ουσία, πρόκειται για «διόρθωση», αφού πέρυσι η βάση σε αυτήν τη σχολή είχε απογειωθεί κατά 1.960 μόρια, εξαιτίας του γεγονότος ότι τη δήλωσαν πολλοί υποψήφιοι, γνωρίζοντας ότι με το σύστημα μετεγγραφών που ίσχυε θα έπαιρναν μετεγγραφή στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη.
Στις πολυτεχνικές σχολές σημειώθηκαν γενικά οι μεγαλύτερες πτώσεις, δηλαδή 1.321 μόρια στους Πολιτικούς Μηχανικούς της Αθήνας και 1.195 στους Ηλεκτρολόγους Μηχανικούς και Μηχανικούς Υπολογιστών του Βόλου
Περισσότεροι από κάθε άλλη χρονιά ήταν οι παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση των φετινών βάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στον βαθμό της δυσκολίας των θεμάτων, ο οποίος είναι και ο κύριος μοχλός ανόδου ή πτώσης των βάσεων, θα πρέπει να προστεθεί φέτος η νέα, αυστηρότερη ρύθμιση για τις μετεγγραφές, αλλά και μία σειρά από μη μετρήσιμα στοιχεία, όπως η οικονομική κρίση και η προοπτική εξόδου στην αγορά εργασίας.
«Η συμπλήρωση των μηχανογραφικών συνέπεσε χρονικά με το δημοψήφισμα και το κλείσιμο των τραπεζών» παρατηρεί ο εκπαιδευτικός αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης. «Αυτή η κατάσταση δημιούργησε ένα άγχος στους γονείς, οδηγώντας εύλογα πολλούς από αυτούς να μην αφήσουν τα παιδιά τους να δηλώσουν σχολές σε άλλες πόλεις» προσθέτει.
Ακόμη ένας μη μετρήσιμος παράγοντας ήταν η πτώση της ζήτησης για σχολές που σχετίζονται με επαγγέλματα, τα οποία χτυπήθηκαν ιδιαίτερα από την κρίση, όπως ο κατασκευαστικός κλάδος. Αυτή η τάση αποτυπώθηκε στις βάσεις των πολυτεχνικών σχολών, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις βάσεις στις σχολές των πολιτικών μηχανικών που κατρακύλησαν πάνω από 1.300 μόρια στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και πάνω από 1.400 μόρια στις άλλες πόλεις. «Αυτή η τόσο μεγάλη πτώση δεν δικαιολογείται από τα βαθμολογικά στοιχεία, αλλά από τις προοπτικές που ένιωθαν ότι είχαν οι υποψήφιοι σχετικά με την επαγγελματική αποκατάσταση» εξηγεί ο κ. Στρατηγάκης.
Αυτοί οι αστάθμητοι παράγοντες έκαναν ιδιαίτερα δύσκολο και το έργο της πρόβλεψης για τους εκπαιδευτικούς αναλυτές. Ο κ. Στρατηγάκης, για παράδειγμα, τον οποίο επιστράτευσε ως «πηγή» το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων για την εκτίμηση του ύψους των βάσεων πριν από την ανακοίνωσή τους, κατάφερε παρά το πλήθος των μη μετρήσιμων στοιχείων να εκτιμήσει με ακρίβεια τις βάσεις 187 τμημάτων (ποσοστό 40,3% επί του συνόλου, απόκλιση 0 έως 1%). Αυτή η επιτυχία οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι βασικό κριτήριο παραμένουν οι επιδόσεις των υποψηφίων. Και οι κακές επιδόσεις των υποψηφίων φέτος, απόρροια της δυσκολίας των θεμάτων, είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί κατά πολύ ο αριθμός των αριστούχων- είναι χαρακτηριστικό ότι η Ιατρική Αθήνας έπεσε κάτω από τα 19.000 μόρια για πρώτη φορά εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Αντιθέτως, διαφορετική ήταν η κατάσταση στις χαμηλές βαθμολογικές κλίμακες, αφού, ακριβώς λόγω αυτής της δυσκολίας, φέτος βαθμολογήθηκαν περισσότεροι υποψήφιοι με βαθμούς ανάμεσα στο 10 και το 13. Ο «συνωστισμός» σε αυτό το σκαλοπάτι της βαθμολογικής κλίμακας είχε ως αποτέλεσμα να σημειώσουν άνοδο οι βάσεις των λεγόμενων μικρομεσαίων σχολών. Στην άνοδο των βάσεων εισαγωγής στις χαμηλόβαθμες σχολές έπαιξε ρόλο και η μείωση του αριθμού των εισακτέων κατά 1.960 θέσεις.
Κάτι παραπάνω από μια λευκή κόλλα έπρεπε να δώσουν οι υποψήφιοι των Πανελλαδικών εξετάσεων ώστε να περάσουν με τον μικρότερο δυνατό βαθμό σε μια από τις σχολές με το ιστορικό χαμηλό στις βάσεις.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση, όπως αναφέρει η Καθημερινή ενός υποψηφίου ο ο οποίος στις πανελλαδικές εξετάσεις του 2013, με ουσιαστικά λευκή κόλλα σε όλα τα μαθήματα, είχε συγκεντρώσει μόλις 970 μόρια και βαθμό πρόσβασης 1,13, και φέτος κατάφερε –χωρίς εξετάσεις– να πάρει το εισιτήριο για το Τμήμα Διοίκησης Οικονομίας και Επικοινωνίας Πολιτιστικών και Τουριστικών Μονάδων των ΤΕΙ με έδρα στην Aμφισσα.
Στο τμήμα της Ιταλικής Φιλολογίας Θεσσαλονίκης ο τελευταίος εισακτέος είχε μέσο όρο μαθημάτων 3,37 ενώ το άθροισμα σε Αρχαία και Ιστορία ήταν 4,3.
Στο τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας Θεσσαλονίκης, ο μέσος όρος των βαθμών του τελευταίου εισακτέου 3,88 ενώ το άθροισμα των βαθμών σε Αρχαία και Ιστορία ήταν 5,6.
Από τα τμήματα που δεν απαιτούν εξέταση σε ειδικό μάθημα με μέσο όρο 6,84 στα 7 εξεταζόμενα μαθήματα εισήχθη ο τελευταίος εισακτέος με την κατηγορία του 90% στο Διοίκησης- Επιχειρήσεων και Οργανισμών – Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Καλαμάτα ενώ Βαθμό Πρόσβασης 7,13 είχε ο τελευταίος επιτυχών στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων στα Γρεβενά.
Η πλέον υψηλόβαθμη Ιατρική Αθηνών είχε πτώση 309 μορίων και βρέθηκε κάτω από το όριο των 19.000, στα 18.924 μόρια.
Από την άλλη, όπως αναφέρει η Καθημερινή, η δραστική μείωση των μετεγγραφών (στα κεντρικά ΑΕΙ/ΤΕΙ ο αριθμός των μετεγγραφών δεν μπορεί να ξεπεράσει το 15% του αριθμού των εισακτέων σε κάθε τμήμα) και η οικονομική αβεβαιότητα –η συμπλήρωση των μηχανογραφικών δελτίων συνέπεσε με την επιβολή των capital controls– οδήγησαν πολλούς υποψηφίους να μη δηλώσουν σχολή μακριά από τον τόπο κατοικίας τους, με αποτέλεσμα να «βυθιστούν» οι βάσεις των περιφερειακών σχολών και να διαμορφωθούν για ακόμη μία χρονιά βάσεις πολλών ταχυτήτων.