Κατρακυλούσα σε μονοπάτι στενό, βροχερή σκοτείνιαζε το νου η προχωρημένη ώρα.
Σε είδα στο πλάι μου, κρατούσες τα εφτά χρώματα, με λένε Όλγα.
Ή μήπως Αντριάνα, αναρωτήθηκες, δεν ξέρω ποιο όνομα να διαλέξω.
Μ’ αρέσει να αλλάζω ονόματα μες τις φωτιές που καίνε τα οράματα των ψυχών.
Άκουγα κάποιους να σε λένε οπτασία.
Κείνοι πιο πέρα σε φώναζαν ικεσία.
Δεν στάθηκες, πάντα βιαστική έφευγες μες τα όνειρα της νύχτας την ώρα που αυτή έδιωχνε το στερνό φως αγγίζοντας με το ραβδί της την άκρη των ψυχών.
Είχε σκοπό να τις κάνει υποτακτικές στο φόβο, για να κλειστούν έτσι στα τέσσερα τείχη της σιωπής τους, πριν προλάβουν να κλείσουν τα παραθυρόφυλλα στον άνεμο που ορμά βαριά παγωμένος να αρπάξει από το καρφί στο τοίχο το τελευταίο ρούχο για να το ρίξει στη φωτιά τη θεριεμένη δίπλα.
Έτσι αυτή θα το εξαφάνιζε, προτού αυτό σκεπάσει τον κόσμο με τη συμπόνια της ντροπής.
Ύστερα σε είδα έξω από το παράθυρό μου, στην άλλη πλευρά του δρόμου, είχε χιόνι πολύ θυμάμαι, κοντά μισό μέτρο, Δεκέμβρης καιρός, τα σπουργίτια έρχονταν κι αυτά στο παράθυρο μου ζητώντας λίγους σπόρους ζωής, τα χτυπούσε με μανία το κρύο και η πείνα.
Τότε σε είδα που με κοίταζες με βλέμμα βαθύ και μακρινό, σαν να ερχόταν από την άκρη του χρόνου, εκεί που μαθαίνουν να μετρούν τις μέρες από την αρχή.
-Ποια είσαι, είπα, τι γυρεύεις ώρα μεσάνυχτα μες την οργή των ωρών; Δεν φοβάσαι να περιπλανιέσαι αναζητώντας φωνές παιδιών και φωτιές στα καλύβια τα ετοιμόρροπα του κόσμου που αργοσβήνει μες των θηρίων;
-Με λένε Σοφία, απάντησες, καίω με τα δάκρυά μου το χαρτί το τυπωμένο, σβήνω με τα ζεστά δάκρυά μου τα γράμματα, με ζεσταίνουν οι στίχοι οι ζωντανοί, οργή και αποκούμπι ψυχής, την ώρα που χωλαίνουν οι άνθρωποι και κλειδαμπαρώνουν τις πόρτες της ζωής τους μες τις νύχτες που τρίζουν από τα σπασμένα κλαριά στη βουή των ανέμων.
‘Οι μάνες του κόσμου μες τη νύχτα παλεύουν να ντύσουν τα ρακένδυτα παιδιά τους, να βρουν λίγα ξύλα για ν’ ανάψουν πενιχρή φωτιά, μήπως ζεσταθούν λίγο ψιθυρίζοντας λόγια αγάπης στα παιδιά που αργοσαλεύουν κάτω από τα σκεπάσματα του χιονιού.
‘Η μεγάλη μάνα του κόσμου πορεύεται μόνη της, τη διαπομπεύουν μες τη νύχτα του χειμώνα μόνη κι αβοήθητη, αφού αόρατοι αφέντες έβγαλαν χαρτί με πολλές βούλες για τον όλεθρό της. Φως πουθενά δεν φαίνεται στον ορίζοντα, είναι σα να άλλαξε ο κόσμος και δεν έχει μέρα πλέον.
Σε είδα πάνω στις γέφυρες των ποταμών να διαβαίνεις στην άλλη πλευρά με βήματα αργά και πάντα μ’ εκείνο το χαμόγελο της υπομονής και της γλυκιάς προσμονής που δεν περιμένει να ολοκληρωθούν όσα είχες γράψει αποβραδίς στις πλάκες τις απείραχτες του χρόνου, για να τα διαβάσει ο ταξιδιώτης που λένε πως περνά μια φορά σε ώρα που δεν τον βλέπει κανείς και που το χαμόγελό του αγγίζει τις μισογκρεμισμένες πόρτες και τις διαπερνά.
-Με λένε πίστη, είπες, έχω πολλούς λόγους μου να καρτερώ μες τις ανεμοθύελλες που τυφλώνουν τα μάτια, είναι ο κόσμος μια σταγόνα δάκρυ που θα γεννήσει ο πόνος και ο φόβος τη μέρα την άλλη της Άνοιξης, τότε οι άνθρωποι θα βρέξουν μ’ αυτήν τη σταγόνα τα μάτια τους. Τα μάτια αυτά θ’ ανοίξουν, ζωή αλλιώτικη θ’ ανοιχτεί μπροστά τους, καινούργια γέννα μες τη ζέστη των ψυχών.
Κρυφά άπλωνες το χέρι, ήταν γεμάτο από χίλια καλά για τα σπουργίτια.
Αυτά σε γνώρισαν αμέσως, έτρεξαν κοντά με φωνές και χαρούμενες σπρωξιές, αγωνίζονταν ποιο θα βρεθεί πιο κοντά σου, όπως έκαναν πάντα σε ώρες καλές και κακές.
-Το όνομά μου είναι έλεος, πάντα αυτό ήταν κι ας το έκρυβα πίσω από άλλα πολλά ονόματα. Μοίρασα την αγάπη μου σε όλους σας, ακόμα και σ’ αυτούς που δεν το κατάλαβαν ποτέ, δεν πειράζει που δεν το ένιωσαν, εγώ ήμουν εκεί και τους φόρτωνα όνειρα μες το σκοτάδι.
‘Τώρα φεύγω, περνώ απέναντι, εκεί δεν πονάνε, το ξέρω και το νιώθω. Εκεί η αλήθεια ζεσταίνει τα φλογισμένα για φως μάτια, των ματιών η λάμψη φωτίζει το χρόνο τον ατελείωτο. Εκεί τα μάτια μου, καθρέφτης της ψυχής μου, θα βρουν το αληθινό που τους ταιριάζει χρώμα, αυτό που κρυβόταν πίσω από λέξεις διφορούμενες κι ανάξιες.
Το φως λιγόστευε όσο προχωρούσε ο χρόνος μες τις φωτιές που έσβηναν, λιγόστευαν κι οι άνθρωποι με την προσμονή της αλήθειας στα μάτια τους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
12-12-2015
12-12-2015