Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Ο θρυλικός μασίστας που έσπαγαν μάρμαρα στο κεφάλι του - Ο έλληνας υπεραθλητής Σαμψών, ο τελευταίος λαϊκός ήρωας του τόπου μας


O εγχώριος Σούπερμαν, κατά κόσμον Γιάννης Κεσκελίδης, λύγιζε σίδερα με τα δόντια του, τραβούσε φορτηγά, συνθλιβόταν από νταλίκες και δεν άφησε φυσικά κοτρώνα για κοτρώνα που να μη σπάσει στο κεφάλι του!

«Έχω... 

σπάσει εννιακόσια εκατομμύρια πέτρες στο κεφάλι μου, άντεξα φορτηγό 3,5 τόνων πάνω στο σώμα μου, έχω τραβήξει εκατοντάδες αυτοκίνητα, φορτηγά και τρακτέρ με τα δόντια μου και βέβαια το πλήρωσα ακριβά», δηλώνει με καμάρι ο ίδιος, αν και οι υπεράνθρωποι άθλοι του άφησαν το στίγμα τους στην υγεία του.

«Έχω σπάσει πλευρά, άνοιξα το κεφάλι μου πάμπολλες φορές και τώρα πληρώνω για τα κατορθώματά μου. Έχω συχνά ζαλάδες, ενώ έχασα και ύψος, από 1,65 κατέληξα 1,58! Αυτά έχει όμως η ζωή. Το κάθε πράγμα έχει και το τίμημά του».

Έτσι θυμάται λίγο-πολύ τη ζωή του ο μυθικών διαστάσεων πια Σαμψών, μια από τις γνωστότερες φυσιογνωμίες των αθλητών του δρόμου. Ο ποντιακής καταγωγής πρωτοπαλαιστής ακολούθησε τα χνάρια του παππού και του πατέρα του, μασίστες και παλαιστές τρομεροί επίσης, διαθέτοντας τεράστια αποθέματα φυσικής δύναμης. Λες και οι ανθρώπινοι νόμοι δεν τον άγγιξαν ποτέ!

Αθλητής της ελευθέρας πάλης τη δεκαετία του ’50, όργωσε τις παλαίστρες Ελλάδας και εξωτερικού πριν βγει στους δρόμους και τις πλατείες και αφήσει με το στόμα ανοιχτό το κοινό του τόπου μας.

Με το ατσάλινο κυριολεκτικά κεφάλι του, ο Σαμψών γύρισε την Ελλάδα από άκρη σε άκρη αφήνοντας τον κόσμο να θαυμάσει την υπεράνθρωπη δύναμή του: όταν δεν έσκιζε τηλεφωνικούς καταλόγους με τα χέρια του και ποδοπατιόταν από τριαξονικά φορτηγά, καθόταν αναπαυτικά για να σπάσουν μάρμαρα στο κρανίο του, λες και όλα αυτά δεν τον επηρέαζαν στο ελάχιστο.

Ένας από τους τελευταίους των τελευταίων, ο Γιάννης Κεσκελίδης μεγάλωσε ως Σαμψών γενιές και γενιές Ελλήνων και πάμπολλοι τον θυμούνται ακόμα σε πλατείες χωριών να δίνει τις περιβόητες παραστάσεις του με κηλίδες αίματος στο πρόσωπο και υπολείμματα ξύλων και μαρμάρων στα μαλλιά του!

Εκεί, στους υπαίθριους χώρους, έφτιαξε έναν μύθο μεγαλύτερο και από τη ζωή και πλέον ανήκει στο πάνθεο των ελλήνων μασιστών, δίπλα στον Κουταλιανό, τον Τζιμ Λόντο και τον Δημήτρη Τόφαλο, για να αναφέρουμε μερικούς μόνο.

Στα βαθιά του γεράματα πια, ζει με την οικογένειά του στη Νέα Ιωνία ως ζωντανός θρύλος, ο τελευταίος ίσως από τους λαϊκούς ήρωες της χώρας μας, αν και η επίσημη πολιτεία φαίνεται να τον έχει λησμονήσει ολότελα…
Πρώτα χρόνια



Ο Γιάννης Κεσκελίδης (ή Κεσκιλίδης) γεννιέται στις 5 Ιουνίου 1929 στην Αθήνα μέσα σε προσφυγική οικογένεια ποντιακής καταγωγής. Η φαμίλια καταφτάνει στην Ελλάδα στον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 και προσπαθεί να φτιάξει μια νέα ζωή.

Χειροδύναμος από μικρός, πρέπει να βγει να δουλέψει για να συμβάλει στο πενιχρό οικογενειακό εισόδημα, όταν και ανακαλύπτει την υπεράνθρωπη δύναμή του. Παρά τις δυσκολίες και τις στερήσεις, ο νεαρός Γιάννης ερωτεύεται την Αθήνα, την ιστορία της αλλά και τον αθλητισμό.

Η φυσική δύναμή του θα τον φέρει, παιδί ακόμα, να κάνει όλες τις βαριές χειρωνακτικές δουλειές και η πρώτη αυτή περίοδος της ζωής του χαρακτηρίζεται από σκληρή δουλειά και ανέχεια. «Το χάρισμα της δύναμης το κληρονόμησα από τον παππού μου, τον Παύλο. Ήταν παλαιστής στη Μικρά Ασία και ο πατέρας μου είχε ασχοληθεί ερασιτεχνικά με την πάλη. Όταν ήμουν μικρό παιδί, κατάλαβα ότι είχα μια απίστευτη δύναμη, που δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω», τα θυμάται ο ίδιος.

«Όταν ήμουν επτά ετών, έπιασα δουλειά στα κάρβουνα για να ζήσω. Εκεί σήκωνα τα τσουβάλια σαν να ήταν άδεια». Πέρα από το καρβουνάδικο, δούλεψε παντού για να επιβιώσει, από ανθρακωρυχείο μέχρι και σιδεράδικο, έχοντας πάντα την ατσαλένια δύναμή του για βιογραφικό.

Τέτοια δύναμη δεν θα περνούσε φυσικά στα «ψιλά» κι έτσι 13 ετών θα βρεθεί να μαθαίνει την πάλη στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, έχοντας δάσκαλο τον μεγάλο Χαρίλαο Μοσχίδη. Στα χρόνια του Πειραϊκού θα του κολλήσουν το παρατσούκλι «Σαμψών», καθώς η δύναμή του παιδιού ήταν σχεδόν απόκοσμη! Όπως και τα κιλά που σήκωνε φυσικά.



Τώρα είμαστε όμως στα χρόνια της Κατοχής και ο νεαρός παλαιστής θα έδειχνε στον κατακτητή τι σήμαινε Σαμψών! Κι αυτό γιατί δεν δίστασε να τα βάλει με έναν χειροδύναμο γερμανό φαντάρο, παλεύοντας και νικώντας τον τελικά και δείχνοντας σε όλους την έμφυτη τάση του στην πάλη. «Υπήρχε σίγουρα και μια γενετική προϋπόθεση», σημειώνει ο Σαμψών, «αυτό φάνηκε και στα παιδικά μου χρόνια. Μέσα στην Κατοχή πάλεψα με γερμανό στρατιώτη. Τότε με ανέλαβε ο Χαρίλαος Μοσχίδης, προπονητής στην πάλη. Είδε πόσο ευέλικτος και δυνατός ήμουν. Με προπονούσε από το 1943. Στη συνέχεια ακολούθησα την ελεύθερη πάλη από τον Πειραϊκό Σύνδεσμο».

Αθλητής ελευθέρας πάλης πια στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, απέκτησε πλούσια αγωνιστική εμπειρία και μέχρι να υπηρετήσει μεταπολεμικά τη θητεία του στον στρατό ήταν ήδη πολύπειρος παλαιστής. Οι πρώτες του νίκες προοιώνιζαν αυτό που θα ακολουθούσε. Θρίαμβοι στα ρινγκ όλης της Ελλάδας, έπειτα Κύπρο, Αίγυπτο, Τουρκία, Συρία, Ισραήλ και Λίβανο. Παρά τις διακρίσεις όμως στο εσωτερικό και το εξωτερικό, οι παλαιστές δεν έβγαζαν τα προς το ζην, κι έτσι σύντομα θα ακολουθούσε μια άλλη οδό, τον δρόμο που έδειξε και έστρωσε ο Παναγής Κουταλιανός για όλους τους κατοπινούς μασίστες.

«Συμμετείχα σε πάρα πολλές διοργανώσεις, φεστιβάλ και πρωταθλήματα που γίνονταν εκείνη την περίοδο και στις χώρες της Μέσης Ανατολής και στα Βαλκάνια. Αυτοί οι αγώνες ήταν εκτός της ομοσπονδίας. Ήταν με έπαθλα. Τότε η πάλη δεν σου έδινε ένα σταθερό εισόδημα, το οποίο θα μπορούσα να έχω με την εξέλιξή μου. Γι’ αυτό ακολούθησα την πορεία αυτών των αγώνων ανά τον κόσμο. Ήμουν σχεδόν ανίκητος»…
Καριέρα



Αφού όργωσε τις παλαίστρες και μάζεψε ένα κάρο έπαθλα μέχρι και τη δεκαετία του 1950, άρχισε να στρέφεται προοδευτικά στις υπαίθριες επιδείξεις δύναμης, καθώς αυτές ήταν που πλήρωναν το φαΐ. Σε όλη τη δεκαετία του 1960 είναι συνεχώς στον δρόμο, εγκαινιάζοντας μια μακροχρόνια περιοδεία που θα ήταν το αρχιμήδειο σημείο της γέννησης του θρύλου του.

Τα πολύμηνα ταξίδια του ανά την ελληνική επικράτεια τον εδραιώνουν στη συνείδηση του κοινού, καθώς ο Σαμψών εντάσσει διαρκώς καινούρια και ακόμα πιο επικίνδυνα νούμερα στο πρόγραμμά του και κάνει το κοινό να πονά στις εξέδρες βλέποντάς τον να συνθλίβεται από ρόδες τριαξονικών!



«Προσφέραμε θέαμα και ο κόσμος μας λάτρευε. Έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα, δεν υπάρχει γωνιά αυτής της χώρας που να μην έχω πάει. Κάποτε όλοι με χειροκροτούσαν. Τώρα μόνο ο απλός κόσμος με θυμάται», λέει με σχετικό παράπονο ο μυθικός μασίστας, ο οποίος περιέφερε την υπεράνθρωπη δύναμή του σε πλατείες και αγρούς για περισσότερο από μισό αιώνα!

Δημοφιλέστατος και αγαπημένος στα πέρατα της Ελλάδας, ο Σαμψών καταλαγιάζει με τους περιοδεύοντες θιάσους τη δεκαετία του 1970 και πλέον οι παραστάσεις του έχουν μόνιμη στέγη στο Θησείο, το Μοναστηράκι και την Πλατεία Κοτζιά, έξω από το δημαρχείο της Αθήνας. Το κοινό του ξέρει πλέον πού θα τον βρει, κάτω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, να μοιάζει με ημίθεο ήρωα σε σύγχρονες περιπέτειες.



Οι άθλοι του είχαν πάντα κοινωνικό μήνυμα, μιας και η διαχρονική αγωνία του μασίστα ήταν να κρατήσει τα νιάτα μακριά από τη μάστιγα των ναρκωτικών, δείχνοντάς τους τον δρόμο του κλασικού αθλητισμού. Ο Σαμψών ήταν ένας καθημερινός άνθρωπος που υπερασπίστηκε με το παράδειγμα της ζωής του τον λαό και την παράδοσή του, απορρίπτοντας τον ανέξοδο καταναλωτισμό και τα φτιαχτά πρότυπα της σύγχρονης εποχής.

Τα νούμερα τα σταμάτησε μάλιστα όντας πλέον σε πολύ προχωρημένη ηλικία, μιας και μέχρι τα 76 του ήταν θαμώνας στα υπαίθρια στέκια του στο κέντρο της πρωτεύουσας! «Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 άρχισα και τις παραστάσεις επίδειξης δύναμης. Πολλά από εκείνα τα νούμερα τα είχα πρωτοπαρουσιάσει όταν ήμουν φαντάρος. Στην πορεία εμπλούτισα τις επιδείξεις μου, οι οποίες είναι λίγο πολύ γνωστές. Για παράδειγμα, η σπάθη που πέφτει από ύψος πάνω στους κοιλιακούς, οι μαρμαρόπετρες που συνθλίβονται πάνω στο κεφάλι. Πάρα πολύ δύσκολα νούμερα για πάρα πολλά χρόνια ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησα την πάλη».

Θυμάται όμως κι άλλα: «Μετά τη δεκαετία του ’70, έκανα την οικογένειά μου. Έτσι οι παραστάσεις μου περιορίστηκαν στο δημαρχείο στην Πλατεία Κοτζιά και αργότερα στο Θησείο. Κάποια καλοκαίρια έστελνα τα παιδιά μου διακοπές στην Κατερίνη, από όπου κατάγεται η γυναίκα μου, και γύριζα όλη την Ελλάδα. Δεν είχα πολύ χρόνο».

Όταν δεν μασουλούσε σίδερα, σήκωνε τόνους βάρη και έσπαγε πέτρες πάνω στο κορμί του, τραβούσε με τα δόντια του κάρα και αυτοκίνητα, φορτηγά περνούσαν από πάνω του ή έσκιζε με τις παλάμες του ολόκληρες τράπουλες (52 φύλλων!), προκαλώντας τον θαυμασμό μικρών και μεγάλων.



Ο Σαμψών δεν ήταν παρά ο Ηρακλής μιας ολόκληρης εποχής, ένας Ηρακλής τσέπης με υπερφυσική δύναμη που θα ζήλευε ακόμα και ο μυθικός ήρωας της αρχαίας Ελλάδας.
Τελευταία χρόνια



Κάποια στιγμή ο Σαμψών εξομολογήθηκε το παράπονό του στον Τύπο: «Το κράτος δεν με βοήθησε ποτέ. Όλοι με συγχαίρονταν και μου έδιναν το χέρι τους όταν έκανα νούμερα. Σήμερα, με έχουν ξεχάσει. Δεν ζήτησα ποτέ ελεημοσύνη από κανέναν. Μία σύνταξη μόνο ζήτησα, τιμητική, αλλά κανένας δεν μου τη δίνει. Βλέπετε κανένας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για μένα πραγματικά. Στο στόμα και στα λόγια με βοήθησαν πολλοί, αλλά στα έργα ουδείς».

Ο Γιάννης Κεσκελίδης ζει με τη σύζυγό του σε ένα μικρό σπίτι στη Νέα Ιωνία, παρέα με τις μακροχρόνιες αναμνήσεις του τόσο από την προσωπική του διαδρομή όσο και την πορεία των φίλων του, στους οποίους περιλαμβάνονται ο Κουταλιανός, ο Τζίμης ο Τίγρης, ο Τρομάρας, ο Αρμάος κ.ά.

Πλέον ζει φτωχικά μεν, αλλά με αξιοπρέπεια δε και στέκεται αγέρωχα μπροστά στις αντιξοότητες της ζωής. Κατάφερε εξάλλου και με το παραπάνω να μεγαλώσει δυο παιδιά και το έχει δικαιολογημένα καμάρι: «Ο γιος μου έγινε ακτινολόγος και η κόρη μου μικροβιολόγος». Τα καλύτερα ήρθαν βέβαια αργότερα: «Τώρα που γέρασα και σταμάτησα τις παραστάσεις παίζω με την εγγονή μου. Είναι η χαρά μου, η ζωή μου».

Για χάρη της γυναίκας του που ανησυχούσε τόσο πολύ είναι που σταμάτησε τις επιδείξεις δύναμης, μιας και από ηλικία δεν κατάλαβε ποτέ ο Σαμψών: «Η οικογένειά μου φοβήθηκε όταν εγώ συνέχισα να κάνω τα νούμερα. Και οι γιατροί φοβούνταν, αλλά εγώ είχα δύναμη ψυχής και συνέχιζα».



Τώρα περνά τις μέρες του ως παλαίμαχος λαϊκός ήρωας και παππούς φυσικά, περνώντας χρόνο με τη φαμίλια του και τους παλιούς του φίλους. Τους πραγματικούς, όπως σημειώνει με νόημα: «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη με ξέρει. Μόνο το κράτος με ξέχασε. Όσοι με ξέρουν είναι στο πλευρό μου, μόνο εκείνοι που μου έσφιγγαν το χέρι ψεύτικα μετά τα νούμερα εξαφανίστηκαν».

Το μόνο του παράπονο από την πολιτεία είναι «αυτή την πενιχρή τιμητική σύνταξη για να ζήσω … Κάποτε ο Παναγής Κουταλιανός πήγαινε κι έδινε λεφτά σε φτωχούς ανθρώπους και στο τέλος πέθανε στην ψάθα … Εγώ δεν έκανα ποτέ λεφτά. Όπως και οι άλλοι που τον ακολουθήσαμε και δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο τέλος».



Κάποια στιγμή κυκλοφόρησε στο ίντερνετ μια ανάρτηση από σύλλογο θαυμαστών του 87χρονου αισίως μασίστα, που τον ήθελε να βρίσκεται σε άθλια οικονομική κατάσταση και να μην μπορεί να ζήσει. Τόσο ο γιος του όσο και ο ανιψιός του μίλησαν όμως δημόσια ακυρώνοντας ουσιαστικά την είδηση που είδε το φως της δημοσιότητας.



«Όλα αυτά που αναφέρονται είναι ψευδή», διεμήνυσε ο γιος του Χρήστος, «ο πατέρας μου είναι καλά στην υγεία του, αυτόνομος οικονομικά και ασφαλής, με την οικογένειά του να τον προσέχει. Δεν έχει χρησιμοποιήσει στο ελάχιστο το βιβλιάριο υγείας του, δεν έχει δανειστεί ποτέ και δεν χρωστάει πουθενά. Εάν κάποιοι κρίνουν τα λόγια του κατά καιρούς περί μη χορήγησης σύνταξης σχετικά με το αθλητικό του έργο, αυτό είναι αλήθεια, χωρίς να έχει να κάνει με την οικονομική του κατάσταση ... Φυσικά όσα λέω γι' αυτόν εύκολα πιστοποιούνται αλλά δεν θα σας προσκομίσω και τη φορολογική του δήλωση!».

Αλλά και ο ίδιος, στον λαϊκό αγώνα δρόμου «Ολύμπιος Σαμψών» που διοργανώθηκε στη Νέα Ιωνία την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014 προς τιμήν του, είπε σχετικά: «Σε παλιούς αθλητές έδιναν κάποιες θέσεις στο Δημόσιο χωρίς αξιοκρατικά χαρακτηριστικά. Επίσης, έδιναν άδειες ΠΡΟ-ΠΟ. Από αυτά έμεινα μακριά. Ήθελα ό,τι δημιουργώ να είναι από το δικό μου έργο, από την προσπάθειά μου. Γι’ αυτό υπάρχει μεγάλη εκτίμηση προς το πρόσωπό μου».



Όσο για την αδυναμία βιοπορισμού που ήθελαν οι αναρτήσεις, απάντησε χαρακτηριστικά: «Όλα αυτά είναι ανυπόστατα ψέματα, ίσως με καλές προθέσεις από αυτούς που τα έγραψαν. Είχα φροντίσει με 15ετή ασφάλιση στο να έχω τη σύνταξή μου, αυτή τη χαμηλή που έχουν οι περισσότεροι συνταξιούχοι. Είχα αγοράσει κι ένα σπίτι στη Νέα Ιωνία και δεν έχω πρόβλημα, όπως είχε γραφτεί. Γι’ αυτό και εύχομαι σε όλους να είναι καλά».

Ο θρυλικός Σαμψών δεν έπαψε ποτέ να αγαπά και να πονά τον τόπο του και σε μια από τις τελευταίες του δηλώσεις δεν έκρυψε την ανησυχία του για τα μελλούμενα: «Έχω φθάσει 86 χρόνων. Ευτυχώς είμαι καλά στην υγεία μου και έτσι μπορώ να απολαμβάνω την εγγονή μου. Όμως είμαι δυσαρεστημένος και απογοητευμένος με την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Αγαπώ πολύ την πατρίδα μου και ποτέ δεν είχα προκαταλήψεις για τη χώρα μου. Στεναχωριέμαι πολύ με την εξέλιξη των πραγμάτων»…