Γράφει, ο Θόδωρος Δημητριάδης
Με μεγάλη συμμετοχή και κάθε επισημότητα έγιναν την περασμένη βδομάδα στη θέση Μπογδάνα Καταλωνίων στα Πιέρια Όρη τα θηρανοίξια και τα εγκαίνια του Αγίου Ευσταθίου, προστάτη των κυνηγών, από τον Κυνηγετικό Σύλλογο Κατερίνης, ο οποίος ευχαριστεί τον Σεβασμιότατο μητροπολίτη και όλους όσους παραβρέθηκαν ή προσέφεραν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Μετά...
την τελετή προσφέρθηκαν εδέσματα, μάλλον κυνηγετικές νοστιμιές και λιχουδιές.
Ευσεβείς, όμως, δεν είναι μόνον οι κυνηγοί, αλλά και οι ψαράδες – άσχετα από τα ψέματα που συνηθίζουν να λένε για τα κατορθώματα τους.
Ήταν, λοιπόν, κάτι ψαράδες που με την τράτα τους ψάρευαν 5-6 μέρες μακριά από το νησί, και διανυκτέρευαν πρόχειρα σε ένα μικρό ερημονήσι, σαν το Σεργίτσι.
Μια μέρα ένας από αυτούς πρότεινε,
- Γιατί δεν κάνουμε ένα μικρό κατάλυμα εδώ στο νησάκι, να κοιμόμαστε σαν άνθρωποι;
Πράγματι, έφτιαξαν ένα μικρό σπιτάκι και το εξόπλισαν με τα απαραίτητα, κρεβάτια, μια κουζινίτσα, κλπ.
Ένας άλλος πρότεινε και έχτισαν κι ένα μικρό άσπρο ξωκλήσι. Ως προς το όνομα που θα του έδιναν, πήγαν στο δεσπότη και του ζήτησαν να έλθει να κάνει την σχετική τελετή, τα θυρανοίξια όπως λέγονται, και να του δώσει και το όνομα.
Τη συμφωνημένη μέρα ο δεσπότης ήλθε ακολουθούμενος από το διάκο και ένα ψάλτη. Αφού έγινε η ψαλμωδία και η τελετή, οι ψαράδες τους είπαν,
- Εμείς τώρα θα φύγουμε για ψάρεμα και θα επιστρέψουμε αύριο βράδυ. Εσείς με την ησυχία σας ξεκουραστείτε, κι αύριο πρωί με το καλό επιστρέφετε στο νησί. Τους έδειξαν τα δωμάτια και την κουζίνα, από όπου μοσχοβολούσε ωραία μυρωδιά φαγητού.
Όταν πεινάσετε, σας έχουμε ετοιμάσει φαγητό, - φυσικά δικής μας παραγωγής, ψαρόσουπα με σέλινο αυγολέμονο, και συναγρίδα στο φούρνο πλακί, με πατάτες, ντομάτες, μαϊντανό και σκόρδο.
Όταν έφυγαν οι ψαράδες, ο δεσπότης άνοιξε την πόρτα της κουζίνας – θυρανοίξιο ήταν κι αυτό – στο φούρνο μοσχομύριζε μια μεγάλη συναγρίδα 5-6 κιλά και στην κατσαρόλα άχνιζε ζεστή η ψαρόσουπα κακαβιά. Πρότεινε τότε,
- Σήμερα ας φάμε την ψαρόσουπα και τη γαρνιτούρα από το ψάρι, κι αύριο το πρωί, όποιος θα έχει δει στο όνειρό του το πιο μεγάλο πράγμα, αυτός θα το πάρει το ψάρι.
Οι άλλοι δύο δέχτηκαν – τι μπορούσαν να κάνουν άλλωστε, κι αφού δείπνησαν την ψαρόσουπα και τη γαρνιτούρα από τη συναγρίδα, έπεσαν να κοιμηθούν.
Την άλλη μέρα το πρωί ο δεσπότης ρωτάει το διάκο,
- Τι όνειρο είδες, τέκνον μου;
- Είδα τη σκάλα του Ιακώβ, που γράφει στη Βίβλο. Όλη νύχτα μέχρι το πρωί στον ύπνο μου ανέβαινα αυτή την τεράστια σκάλα, που έφτανε από τη γη στον ουρανό. Επομένως, δική μου είναι η συναγρίδα.
- Λάθος κάνεις, του απαντάει ο δεσπότης, η συναγρίδα είναι δική μου. Κι εγώ ονειρεύτηκα την ίδια σκάλα, αλλά όταν έφτασα στο τελευταίο πάνω σκαλοπάτι, χρειάστηκε να προσθέσω 5-6 σκαλιά ακόμα για να φτάσει στα σύννεφα στον ουρανό. Λυπάμαι, αλλά το ψάρι είναι δικό μου.
Στην άκρη έστεκε σιωπηλός ο ψάλτης, σαν βρεγμένη γάτα.
- Εσύ τι όνειρο είδες; τον ρωτάει ο δεσπότης.
- Εγώ, τι να σας πω... Ένα παράξενο πράγμα, όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα καθόλου, δε με έπιανε ύπνος… Πεινούσα κι όλα…, όσο εσείς κοιμόσασταν και βλέπατε τα όνειρα, σιγά-σιγά, μέχρι το πρωί, το έφαγα όλο το ψάρι…
Ευσεβείς, όμως, δεν είναι μόνον οι κυνηγοί, αλλά και οι ψαράδες – άσχετα από τα ψέματα που συνηθίζουν να λένε για τα κατορθώματα τους.
Ήταν, λοιπόν, κάτι ψαράδες που με την τράτα τους ψάρευαν 5-6 μέρες μακριά από το νησί, και διανυκτέρευαν πρόχειρα σε ένα μικρό ερημονήσι, σαν το Σεργίτσι.
Μια μέρα ένας από αυτούς πρότεινε,
- Γιατί δεν κάνουμε ένα μικρό κατάλυμα εδώ στο νησάκι, να κοιμόμαστε σαν άνθρωποι;
Πράγματι, έφτιαξαν ένα μικρό σπιτάκι και το εξόπλισαν με τα απαραίτητα, κρεβάτια, μια κουζινίτσα, κλπ.
Ένας άλλος πρότεινε και έχτισαν κι ένα μικρό άσπρο ξωκλήσι. Ως προς το όνομα που θα του έδιναν, πήγαν στο δεσπότη και του ζήτησαν να έλθει να κάνει την σχετική τελετή, τα θυρανοίξια όπως λέγονται, και να του δώσει και το όνομα.
Τη συμφωνημένη μέρα ο δεσπότης ήλθε ακολουθούμενος από το διάκο και ένα ψάλτη. Αφού έγινε η ψαλμωδία και η τελετή, οι ψαράδες τους είπαν,
- Εμείς τώρα θα φύγουμε για ψάρεμα και θα επιστρέψουμε αύριο βράδυ. Εσείς με την ησυχία σας ξεκουραστείτε, κι αύριο πρωί με το καλό επιστρέφετε στο νησί. Τους έδειξαν τα δωμάτια και την κουζίνα, από όπου μοσχοβολούσε ωραία μυρωδιά φαγητού.
Όταν πεινάσετε, σας έχουμε ετοιμάσει φαγητό, - φυσικά δικής μας παραγωγής, ψαρόσουπα με σέλινο αυγολέμονο, και συναγρίδα στο φούρνο πλακί, με πατάτες, ντομάτες, μαϊντανό και σκόρδο.
Όταν έφυγαν οι ψαράδες, ο δεσπότης άνοιξε την πόρτα της κουζίνας – θυρανοίξιο ήταν κι αυτό – στο φούρνο μοσχομύριζε μια μεγάλη συναγρίδα 5-6 κιλά και στην κατσαρόλα άχνιζε ζεστή η ψαρόσουπα κακαβιά. Πρότεινε τότε,
- Σήμερα ας φάμε την ψαρόσουπα και τη γαρνιτούρα από το ψάρι, κι αύριο το πρωί, όποιος θα έχει δει στο όνειρό του το πιο μεγάλο πράγμα, αυτός θα το πάρει το ψάρι.
Οι άλλοι δύο δέχτηκαν – τι μπορούσαν να κάνουν άλλωστε, κι αφού δείπνησαν την ψαρόσουπα και τη γαρνιτούρα από τη συναγρίδα, έπεσαν να κοιμηθούν.
Την άλλη μέρα το πρωί ο δεσπότης ρωτάει το διάκο,
- Τι όνειρο είδες, τέκνον μου;
- Είδα τη σκάλα του Ιακώβ, που γράφει στη Βίβλο. Όλη νύχτα μέχρι το πρωί στον ύπνο μου ανέβαινα αυτή την τεράστια σκάλα, που έφτανε από τη γη στον ουρανό. Επομένως, δική μου είναι η συναγρίδα.
- Λάθος κάνεις, του απαντάει ο δεσπότης, η συναγρίδα είναι δική μου. Κι εγώ ονειρεύτηκα την ίδια σκάλα, αλλά όταν έφτασα στο τελευταίο πάνω σκαλοπάτι, χρειάστηκε να προσθέσω 5-6 σκαλιά ακόμα για να φτάσει στα σύννεφα στον ουρανό. Λυπάμαι, αλλά το ψάρι είναι δικό μου.
Στην άκρη έστεκε σιωπηλός ο ψάλτης, σαν βρεγμένη γάτα.
- Εσύ τι όνειρο είδες; τον ρωτάει ο δεσπότης.
- Εγώ, τι να σας πω... Ένα παράξενο πράγμα, όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα καθόλου, δε με έπιανε ύπνος… Πεινούσα κι όλα…, όσο εσείς κοιμόσασταν και βλέπατε τα όνειρα, σιγά-σιγά, μέχρι το πρωί, το έφαγα όλο το ψάρι…