Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, σ’ αυτούς που γράφουν ποίηση, και σε εκείνους που ούτε γράφουν, ούτε διαβάζουν, ούτε καταλαβαίνουν τι γράφουν οι ποιητές.
Αν διαβάσεις κάποιον ποιητή που θεωρείται μεγάλος και με αναγνωρισμένη αξία, έχεις κάποια ελπίδα να πάρεις κάποια ιδέα. Τα τελευταία όμως χρόνια γέμισε ο τόπος σύγχρονους ποιητές και ποιήματα. Εκατοντάδες...
Οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, σ’ αυτούς που γράφουν ποίηση, και σε εκείνους που ούτε γράφουν, ούτε διαβάζουν, ούτε καταλαβαίνουν τι γράφουν οι ποιητές.
Αν διαβάσεις κάποιον ποιητή που θεωρείται μεγάλος και με αναγνωρισμένη αξία, έχεις κάποια ελπίδα να πάρεις κάποια ιδέα. Τα τελευταία όμως χρόνια γέμισε ο τόπος σύγχρονους ποιητές και ποιήματα. Εκατοντάδες...
οι ποιητικές συλλογές, δεκάδες οι νέες εκδόσεις, ακόμη και σήμερα που οι εκδοτικοί οίκοι κινούνται πιο συντηρητικά λόγω κρίσης. Σε πιάνει ζαλάδα πριν καν διαλέξεις κάτι να το διαβάσεις. Ένας στους δύο Έλληνες γράφει κάτι. Ανέκαθεν είχαμε το ψώνιο.
Δεν είμαι φιλόλογος, από εκείνους τους πολυδιαβασμένους που έχουν χαλάσει τα μάτια τους σκυμμένοι ώρες ατελείωτες πάνω από ποιήματα, ώστε να μπορώ να έχω μια άποψη εμπεριστατωμένη, να μπορώ να συζητήσω με επιχειρήματα ατράνταχτα περί ποιήσεως. Ως αναγνώστης, όμως, που διαβάζει σε καθημερινή βάση, εξακολουθώ κάθε φορά που βρίσκομαι μπροστά στη σύγχρονη ποίηση να παθαίνω ζαλάδα και να έχω τάσεις φυγής.
Προτιμώ κάτι πιο απλό, ας είναι και παλιό. Όπως, για παράδειγμα, τον συμπατριώτη μας Γιώργο Σουρή.
Ποιος είδε κράτος λιγοστό, σ’ όλη τη γη μοναδικό
εκατό να ξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς, να΄χει επτά πρωθυπουργούς
ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;
Δεν είμαι φιλόλογος, από εκείνους τους πολυδιαβασμένους που έχουν χαλάσει τα μάτια τους σκυμμένοι ώρες ατελείωτες πάνω από ποιήματα, ώστε να μπορώ να έχω μια άποψη εμπεριστατωμένη, να μπορώ να συζητήσω με επιχειρήματα ατράνταχτα περί ποιήσεως. Ως αναγνώστης, όμως, που διαβάζει σε καθημερινή βάση, εξακολουθώ κάθε φορά που βρίσκομαι μπροστά στη σύγχρονη ποίηση να παθαίνω ζαλάδα και να έχω τάσεις φυγής.
Προτιμώ κάτι πιο απλό, ας είναι και παλιό. Όπως, για παράδειγμα, τον συμπατριώτη μας Γιώργο Σουρή.
Ποιος είδε κράτος λιγοστό, σ’ όλη τη γη μοναδικό
εκατό να ξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς, να΄χει επτά πρωθυπουργούς
ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;
Να ‘χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά.
Κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε, τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια.
Κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια.
Ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί
ο άλλος έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.
Όλα σ΄αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν, δεν ξέρουμε τι λέγεται ντροπή.
Ο Έλληνας δυο δίκαια ασκεί πανελευθέρως
συνέρχεσθαι τε και ουρείν εις όποιο θέλει μέρος.
Γι’ αυτό το κράτος που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια
σικτίρ στα χρόνια τα παλιά σικτίρ και στα καινούργια!
Σουλούπι, μπόι, μικρομεσαίο, ύφος του γόη ψευτομοιραίο
λίγο κατσούφης λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Και ψωμοτύρι και για καφέ το “δε βαρυέσαι” κι “ωχ αδελφέ”.
Ωσάν πολίτης σκυφτός ραγιάς, σαν πιάσει πόστο δερβεναγάς.
Θέλει ακόμα, κι αυτό είν’ ωραίο, να παριστάνει τον ευρωπαίο
στα δυο φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ένα λουστρίνι, στο άλλο τσαρούχι.
Δυστυχία σου Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς…
Ω, Ελλάς ηρώων χώρα, τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα!