Γράφει: Σταυρούλα Ματζώρου
Η γειτονιά μου, τα Γλυκά Νερά, είναι στους πρόποδες του πευκοφυτεμένου Υμηττού, οπότε όταν καίγεται το σπίτι τού έστω και...
μακρινού γείτονα δεν κλείνεις μάτι. «Κι αν συμβεί κάτι, τι κάνω; Τα παρατάω όλα όπως είναι και απομακρύνομαι; Κάθομαι να σώσω ό,τι μπορώ; Αν είχα παιδιά, όπου φύγει φύγει... Μπα, θα μείνω... Το λάστιχο μέχρι πού φτάνει; Τις τέντες να σηκώσω...»
Και τότε την είδα. Διέσχιζε τον δρόμο, αργά και κιμπάρικα. «Ωχ, τι παράξενο σκυλί! Πιο μεγάλη είναι η ουρά του από το σώμα του». Και πάλι μετά, το φοβισμένο μυαλό από τις εικόνες στην τηλεόραση συνέχισε να καταστρώνει σχέδια διαφυγής ή αναμέτρησης με τις φλόγες.
Οι φωνές τού -διπλανού αυτή τη φορά- γείτονα απάντησαν στον μυστήριο διαβάτη της νύχτας. «Ρε, Καλιόπηηηη! Δεν έκλεισες, ρε, το κοτέτσι, μας ρήμαξε η αλουπού». (Το κόβω εδώ, γιατί τα άλλα... λογάκια δεν γράφονται).
Ε, ναι λοιπόν, το υποτιθέμενο σκυλί ήταν αλεπού. Γέλασα με την άγνοιά μου, όπως γέλασα όταν ο Οδυσσέας βλέποντας για πρώτη φορά στη ζωή του χιόνι φώναζε πως πέφτουν από τον ουρανό ψιχουλάκια, ή όταν η Χαρούλα που σαν αντίκρισε το πρώτο χαλάζι στη ζωή της και χαιρόταν με τα παγάκια που πέφτουν από ψηλά!
Οσο για τον γείτονα, ήταν έξαλλος και με την επισκέπτρια και με τη Μέι, που δεν επανέφερε το κυνήγι της αλεπούς όπως είχε υποσχεθεί! «Ρε, δεν θα την τσακώσω; Το τομάρι θα της πάρω» - της αλεπούς, υπέθεσα, μην ανοίγουμε τώρα κι άλλα μέτωπα. Μας φτάνουν αυτά που έχουμε αλλά και των πυρκαγιών που συμπληρώθηκαν.
Τον άφησα να φωνάζει· τα νέα από το φονικό πέρασμα της φωτιάς στις παραπέρα γειτονιές ήταν τα συγκλονιστικά. Είναι τραγικό αυτό που συμβαίνει.
«Πω, πω, μην πιάσει καμιά φωτιά στον Υμηττό», σκέφτηκα. Γιατί είναι αλήθεια ότι η φωτιά εκεί που πέφτει, εκεί καίει...
Και τότε την είδα. Διέσχιζε τον δρόμο, αργά και κιμπάρικα. «Ωχ, τι παράξενο σκυλί! Πιο μεγάλη είναι η ουρά του από το σώμα του». Και πάλι μετά, το φοβισμένο μυαλό από τις εικόνες στην τηλεόραση συνέχισε να καταστρώνει σχέδια διαφυγής ή αναμέτρησης με τις φλόγες.
Οι φωνές τού -διπλανού αυτή τη φορά- γείτονα απάντησαν στον μυστήριο διαβάτη της νύχτας. «Ρε, Καλιόπηηηη! Δεν έκλεισες, ρε, το κοτέτσι, μας ρήμαξε η αλουπού». (Το κόβω εδώ, γιατί τα άλλα... λογάκια δεν γράφονται).
Ε, ναι λοιπόν, το υποτιθέμενο σκυλί ήταν αλεπού. Γέλασα με την άγνοιά μου, όπως γέλασα όταν ο Οδυσσέας βλέποντας για πρώτη φορά στη ζωή του χιόνι φώναζε πως πέφτουν από τον ουρανό ψιχουλάκια, ή όταν η Χαρούλα που σαν αντίκρισε το πρώτο χαλάζι στη ζωή της και χαιρόταν με τα παγάκια που πέφτουν από ψηλά!
Οσο για τον γείτονα, ήταν έξαλλος και με την επισκέπτρια και με τη Μέι, που δεν επανέφερε το κυνήγι της αλεπούς όπως είχε υποσχεθεί! «Ρε, δεν θα την τσακώσω; Το τομάρι θα της πάρω» - της αλεπούς, υπέθεσα, μην ανοίγουμε τώρα κι άλλα μέτωπα. Μας φτάνουν αυτά που έχουμε αλλά και των πυρκαγιών που συμπληρώθηκαν.
Τον άφησα να φωνάζει· τα νέα από το φονικό πέρασμα της φωτιάς στις παραπέρα γειτονιές ήταν τα συγκλονιστικά. Είναι τραγικό αυτό που συμβαίνει.
«Πω, πω, μην πιάσει καμιά φωτιά στον Υμηττό», σκέφτηκα. Γιατί είναι αλήθεια ότι η φωτιά εκεί που πέφτει, εκεί καίει...