Ο Πέτρος Ξεκούκης μιλώντας στην εφημερίδα Espresso και στον Νίκο Νικόλιζα αναφέρεται στην πορεία του στην υποκριτική και θυμάται τόσο ...
τους φίλους που απέκτησε, όσο και όσους του έβαλαν τρικλοποδιές.
Μπορεί να γελάμε πάντα μαζί σου στο θέατρο, ωστόσο ξέρουμε λίγα πράγματα για την πορεία σου. Πότε ξεκίνησες;
Κατάγομαι από αγροτική οικογένεια και δεν είχα γνωριμίες στο θέατρο. Ξεκίνησα έχοντας καθηγητή μου τον Νίκο Σταυρίδη στη δραματική σχολή. Οταν την τελείωσα, το 1983, ετοίμασα ένα βιογραφικό και πήγα να βρω τον Γιώργο Καραγιάννη, που είχε την κινηματογραφική εταιρία. Φτάνοντας στη γραμματέα του, με ρωτάει: «Σας έστειλε κάποιος;» Και της απαντάω με θράσος: «Με περιμένει ο κ. Καραγιάννης». Σημειώνεται πως δεν μπορούσαν να τον δουν εύκολα ούτε τα μεγάλα ονόματα τότε. «Δεν έχω κανένα ραντεβού. Τι εστί Ξεκούκης;» απορεί εκείνος. Με τα πολλά, μπαίνω στο γραφείο του και του λέω την αλήθεια. «Επειδή έχεις θράσος και θάρρος, νεαρέ, θα σε βοηθήσω» μου λέει και παίρνει τηλέφωνο τον Τάκη Βουγιουκλάκη. Ο Τάκης μού έδωσε τον πρώτο μου ρόλο σε βιντεοκασέτα, στο πλευρό του Κώστα Τσάκωνα, με τον οποίο μείναμε φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά την πρώτη ταινία υπέγραψα για άλλες δώδεκα. Κάπως έτσι ξεκίνησα και παρακάτω βρέθηκα να κάνω σίριαλ για την ΕΡΤ.
Μιλάμε για παραπάνω από τρεις δεκαετίες καριέρας, δηλαδή…
Ακριβώς, μόνο με εμπειρίες ζωής. Διότι είναι εμπειρία ζωής να έρχεσαι σε επαφή με ογκόλιθους της τέχνης που σε εμπιστεύονται, όπως ο Γκιωνάκης, που με αγάπησε σαν παιδί του και μου έδωσε τρομερά εφόδια. Το ίδιο και ο Ψάλτης, με τον οποίο μας συνέδεε μια πολύ όμορφη φιλία. Το σημαντικό με όλους αυτούς τους μεγάλους ήταν ότι δεν είχαν κόμπλεξ. Βοηθούσαν τους νέους ηθοποιούς. Υπήρχαν, βέβαια, και εξαιρέσεις.
Ποιος ήταν ο ηθοποιός που σου «έδωσε βήμα» να προχωρήσεις;
Ο Κώστας Χατζηχρήστος, με τον οποίο είχα όμως και μια πολύ πικρή εμπειρία. Εκείνη την σεζόν έπαιζα σε ένα κουλτουριάρικο έργο στο θέατρο. Με βλέπει, λοιπόν, ο Βασίλης Τσιβιλίκας και μου λέει: «Το καλοκαίρι σκηνοθετώ μια επιθεώρηση με τον Χατζηχρήστο, τον Τσάκωνα, τη Χρονοπούλου και τη Γιουλάκη. Θέλω κι εσένα». Εγώ φοβήθηκα, γιατί δεν είχα ξαναπαίξει επιθεώρηση. Πήρα, όμως, το ρίσκο και υπέγραψα. Στην αρχή της συνεργασίας συνάντησα πολλή αγάπη από τον Κώστα Χατζηχρήστο. Οταν, όμως, άρχισα να βγάζω γέλιο στον κόσμο και να με χειροκροτούν, με… φρέναρε.
Δηλαδή;
Δεν ήθελε να αναδειχτώ με κανέναν τρόπο. Με έπιασε σε μία από τις παραστάσεις, μπροστά στους άλλους ηθοποιούς, και μου είπε: «Ακου, μικρέ, όταν παίζεις με τον Χατζηχρήστο, ο κόσμος γελάει με τον Χατζηχρήστο και όχι με τον Ξεκούκη». Κι εγώ, φυσικά, έπαθα σοκ. Γιατί στο δικό μου μυαλό ο Χατζηχρήστος ήταν ο θεός της υποκριτικής τέχνης. Γυρίζει, λοιπόν, τότε η σπουδαία Μαίρη Χρονοπούλου, που είναι αντράκι, και του λέει: «Αφησε το παλικαράκι να παίξει όπως θέλει να παίξει και δώσε του χώρο να αναδειχτεί. Και όποιος τολμήσει να το πειράξει, τινάζω στον αέρα την παράσταση και φεύγω». Της οφείλω δημοσίως ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ για όσα έχει κάνει για μένα.
Μπορεί να γελάμε πάντα μαζί σου στο θέατρο, ωστόσο ξέρουμε λίγα πράγματα για την πορεία σου. Πότε ξεκίνησες;
Κατάγομαι από αγροτική οικογένεια και δεν είχα γνωριμίες στο θέατρο. Ξεκίνησα έχοντας καθηγητή μου τον Νίκο Σταυρίδη στη δραματική σχολή. Οταν την τελείωσα, το 1983, ετοίμασα ένα βιογραφικό και πήγα να βρω τον Γιώργο Καραγιάννη, που είχε την κινηματογραφική εταιρία. Φτάνοντας στη γραμματέα του, με ρωτάει: «Σας έστειλε κάποιος;» Και της απαντάω με θράσος: «Με περιμένει ο κ. Καραγιάννης». Σημειώνεται πως δεν μπορούσαν να τον δουν εύκολα ούτε τα μεγάλα ονόματα τότε. «Δεν έχω κανένα ραντεβού. Τι εστί Ξεκούκης;» απορεί εκείνος. Με τα πολλά, μπαίνω στο γραφείο του και του λέω την αλήθεια. «Επειδή έχεις θράσος και θάρρος, νεαρέ, θα σε βοηθήσω» μου λέει και παίρνει τηλέφωνο τον Τάκη Βουγιουκλάκη. Ο Τάκης μού έδωσε τον πρώτο μου ρόλο σε βιντεοκασέτα, στο πλευρό του Κώστα Τσάκωνα, με τον οποίο μείναμε φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά την πρώτη ταινία υπέγραψα για άλλες δώδεκα. Κάπως έτσι ξεκίνησα και παρακάτω βρέθηκα να κάνω σίριαλ για την ΕΡΤ.
Μιλάμε για παραπάνω από τρεις δεκαετίες καριέρας, δηλαδή…
Ακριβώς, μόνο με εμπειρίες ζωής. Διότι είναι εμπειρία ζωής να έρχεσαι σε επαφή με ογκόλιθους της τέχνης που σε εμπιστεύονται, όπως ο Γκιωνάκης, που με αγάπησε σαν παιδί του και μου έδωσε τρομερά εφόδια. Το ίδιο και ο Ψάλτης, με τον οποίο μας συνέδεε μια πολύ όμορφη φιλία. Το σημαντικό με όλους αυτούς τους μεγάλους ήταν ότι δεν είχαν κόμπλεξ. Βοηθούσαν τους νέους ηθοποιούς. Υπήρχαν, βέβαια, και εξαιρέσεις.
Ποιος ήταν ο ηθοποιός που σου «έδωσε βήμα» να προχωρήσεις;
Ο Κώστας Χατζηχρήστος, με τον οποίο είχα όμως και μια πολύ πικρή εμπειρία. Εκείνη την σεζόν έπαιζα σε ένα κουλτουριάρικο έργο στο θέατρο. Με βλέπει, λοιπόν, ο Βασίλης Τσιβιλίκας και μου λέει: «Το καλοκαίρι σκηνοθετώ μια επιθεώρηση με τον Χατζηχρήστο, τον Τσάκωνα, τη Χρονοπούλου και τη Γιουλάκη. Θέλω κι εσένα». Εγώ φοβήθηκα, γιατί δεν είχα ξαναπαίξει επιθεώρηση. Πήρα, όμως, το ρίσκο και υπέγραψα. Στην αρχή της συνεργασίας συνάντησα πολλή αγάπη από τον Κώστα Χατζηχρήστο. Οταν, όμως, άρχισα να βγάζω γέλιο στον κόσμο και να με χειροκροτούν, με… φρέναρε.
Δηλαδή;
Δεν ήθελε να αναδειχτώ με κανέναν τρόπο. Με έπιασε σε μία από τις παραστάσεις, μπροστά στους άλλους ηθοποιούς, και μου είπε: «Ακου, μικρέ, όταν παίζεις με τον Χατζηχρήστο, ο κόσμος γελάει με τον Χατζηχρήστο και όχι με τον Ξεκούκη». Κι εγώ, φυσικά, έπαθα σοκ. Γιατί στο δικό μου μυαλό ο Χατζηχρήστος ήταν ο θεός της υποκριτικής τέχνης. Γυρίζει, λοιπόν, τότε η σπουδαία Μαίρη Χρονοπούλου, που είναι αντράκι, και του λέει: «Αφησε το παλικαράκι να παίξει όπως θέλει να παίξει και δώσε του χώρο να αναδειχτεί. Και όποιος τολμήσει να το πειράξει, τινάζω στον αέρα την παράσταση και φεύγω». Της οφείλω δημοσίως ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ για όσα έχει κάνει για μένα.