Θα μπορούσε να είναι ερώτηση για πολλά λεφτά σε κάποιο τηλεπαιχνίδι γνώσεων. Προφανώς και όλοι γνωρίζουν πως ο Σπύρος Λούης ήταν...
ο θρυλικός νικητής του μαραθωνίου στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896.
Ποιος, όμως, είχε τερματίσει ακριβώς μετά από αυτόν; Η απάντηση είναι πως ο άνθρωπος που τον ακολούθησε στο Παναθηναϊκό Στάδιο λεγόταν Χαρίλαος Βασιλάκος. Ωστόσο ο αστικός μύθος που δεν συζητιέται και πολύ, με εξαίρεση ίσως κάποια χωριά της Μάνης από όπου καταγόταν, θέλει τον 20χρονο –τότε- δρομέα τη στιγμή που μάθαινε πως είχε φτάσει δεύτερος να αναρωτιέται «Δεύτερος; Μα δεν με προσπέρασε κανείς»…
«Έλλην! Έλλην!»
Στις 10 Απριλίου 1896 (28 Μαρτίου, με το παλιό ημερολόγιο) στο Παναθηναϊκό Στάδιο επικρατούσε το αδιαχώρητο. Υπολογίζεται πως 70.000 θεατές είχαν στριμωχτεί στις κερκίδες του με την ελπίδα πως θα έβλεπαν έναν Έλληνα να τερματίζει πρώτος στον μαραθώνιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων που διεξαγόταν εκείνη την μέρα. Ήταν όλοι εκεί. Η ίδια η βασιλική οικογένεια, πολιτικοί, κοσμικοί και κυρίως απλοί άνθρωποι που λαχταρούσαν να γίνουν μάρτυρες μιας ιστορικής επιτυχίας εθνικών διαστάσεων.
Για την εξέλιξη του αγώνα των 40 και πλέον χιλιομέτρων μόνο φήμες υπήρχαν μεταξύ των θεατών. Η τελευταία εξ’ αυτών είχε σκορπίσει απογοήτευση καθώς ήθελε τον Αυστραλό Έντουιν Φλακ να προηγείται. Ώσπου ένας ιππέας καταφτάνει μεταφέροντας το χαρμόσυνο μήνυμα που σκόρπισε θύελλα ενθουσιασμό. «Έλλην!», ενημέρωσε τον κόσμο, που άρχισε να φωνάζει αυτή την λέξη ρυθμικά αναμένοντας τον επερχόμενο νικητή.
Δεν τους ενδιέφερε το όνομά του, αλλά η εθνικότητά του. Και με την ιαχή «Έλλην, Έλλην» υποδέχτηκαν τον Σπύρο Λούη, ο οποίος μπήκε για να καλύψει τα τελευταία μέτρα φανερά καταπονημένος. Τερμάτισε σε 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα και κέρδισε τον αγώνα. Δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει μόνο όλους τους άλλους, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του, βελτιώνοντας την προηγούμενη επίδοσή του στο αγώνισμα κατά 20 ολόκληρα λεπτά!
Ο Χαρίλαος Βασιλάκος και η αμφιλεγόμενη ιστορία
Σχεδόν 8 λεπτά μετά τον Σπύρο Λούη, που πνιγόταν ακόμη στις αγκαλιές των διαδόχων του θρόνου, τερμάτιζε ο Χαρίλαος Βασιλάκος. Για πολλούς ήταν το μεγάλο φαβορί και μοναδικός Έλληνας που θα μπορούσε να κοντράρει τους ξένους δρομείς. Άλλωστε ήταν από τους λίγους συμμετέχοντες με αθλητική κουλτούρα, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν άγνωστο.
Ο ενθουσιασμός του πλήθους διατηρήθηκε και έγινε ακόμη μεγαλύτερος, όταν αποδείχθηκε πως και ο τρίτος, ο Μπαλόκας, ήταν επίσης συμπατριώτης.
Το μόνο μελανό σημείο στον ελληνικό θρίαμβο ήταν οι καταγγελίες του Ούγγρου Γκούλα Κέλνερ που ήθελαν τον τρίτο του αγώνα να έχει κόψει δρόμο. Ο Μπαλόκας ομολόγησε και τελικά η ιστορία έγραψε πως ο Μαγυάρος συμπλήρωσε την πρώτη τριάδα.
Σύμφωνα, όμως, με το βιβλίο «Ο Χαρίλαος Βασιλάκος και η αμφιλεγόμενη πρωτιά του Σπύρου Λούη» και τον συγγραφέα Ντόναλντ-Γεωργίου Μακφαίηλ, υπήρξε και μια δεύτερη, πολύ μεγαλύτερη αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων. Όπως γράφει, όταν ο Βασιλάκος ενημερώθηκε πως είχε έρθει δεύτερος, αναρωτήθηκε πώς είχε συμβεί αυτό, αφού δεν τον είχε προσπεράσει κανείς…
Τα «στοιχεία»
Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που παραθέτει το βιβλίο, ο Βασιλάκος μετά τον αγώνα πλησίασε τον Λούη, λέγοντάς του: «Αυτό που έκανες ήταν άτιμο. Επειδή όμως δε θέλω να αμαυρώσω την ημέρα ούτε να χαλάσω τους πανηγυρισμούς που γίνονται έξω, δεν θα κάνω ένσταση. Εσένα ας σε κρίνει ο Θεός»…
Η θεωρία της «κάλπικης» νίκης στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εικασίες που σχετίζονται με το γεγονός ότι όσα προηγήθηκαν των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, αλλά και όσα ακολούθησαν, δείχνουν ότι ο Βασιλάκος ήταν ένας πραγματικός αθλητής που δεν θα μπορούσε να έχει χάσει από κάποιον που τερμάτιζε, ας πούμε, 31ος στους Πανελλήνιους λίγο καιρό νωρίτερα ή που χρειάστηκε παρέμβαση του συνταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου για να εξασφαλίσει την συμμετοχή του στον μαραθώνιο.
Και είναι αλήθεια πως στην πρώτη μεταξύ τους αναμέτρηση ο Βασιλάκος είχε αφήσει πίσω του, πολύ πίσω του, 30 ολόκληρες θέσεις τον Λούη. Επίσης, ο γεννημένος στον Πειραιά δρομέας που αργότερα σπούδασε νομική και εργάστηκε ως τελωνειακός, είχε κερδίσει τον προκριματικό αγώνα, την στιγμή που ο συναθλητής του μπήκε από το «παράθυρο». Δεν είχε πιάσει τον χρόνο που χρειαζόταν, όμως ο Παπαδιαμαντόπουλος, που τον γνώριζε από τον στρατό, παρενέβη ώστε να εξασφαλιστεί και η δική του συμμετοχή.
Υποτίθεται πως σε μια εποχή που η διαδρομή του μαραθωνίου δεν καλυπτόταν από κάμερες, κοντινά πλάνα, αυτοκίνητα, ελικόπτερα ή καν κόσμο, το να μπορέσει κανείς να κόψει δρόμο υπό την ανοχή ή με την σύμπραξη των λίγων αγωνοδικών δεν ήταν κάτι τόσο δύσκολο.
Στα βάθη του χρόνου
Τα 122 χρόνια που χωρίζουν το σήμερα από τις εικασίες και τις θεωρίες κλοπής της πρωτιάς καθιστούν αδύνατη την επαλήθευσή τους. Η ιστορία έγραψε πως ο Σπύρος Λούης ήταν ο πρώτος των πρώτων, κερδίζοντας περίοπτη θέση στο σύγχρονο Ολυμπιακό κίνημα. Ακόμη και ως δεύτερος, ο Χαρίλαος Βασιλάκος θα άξιζε κάτι παραπάνω στη συνείδηση του κόσμου σε όρους αναγνωρισιμότητας και σεβασμού της δικής του προσφοράς. Άλλωστε εκείνος συνέχισε για καιρό να ασχολείται με τον αθλητισμό και ήταν μάλιστα και ο άνθρωπος που εισήγαγε ένα άγνωστο ακόμη αγώνισμα, το βάδην στην Ελλάδα.
Ο ίδιος ο Μανιάτης Χαρίλαος Βασιλάκος, τουλάχιστον δημόσια, ουδέποτε αμφισβήτησε την πρωτιά του Λούη. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, γιόρτασε μαζί του τη νίκη του στο Μαρούσι.
Παράλληλα υπάρχουν πολλές αναφορές περί φιλίας μεταξύ των δύο ανδρών, ενώ μετά τον θάνατο του Ολυμπιονίκη το 1940, προσπάθησε σε συνεργασία με τον Δήμο Πειραιά να καθιερώσει έναν αγώνα δρόμου 10 χιλιομέτρων για να τιμήσει την μνήμη του. Μια πρωτοβουλία που τελικά θάφτηκε κάτω από την δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και σε κάθε περίπτωση –όποια κι αν ήταν η αλήθεια- φανερώνει το ανάστημα και το ήθος ενός σπουδαίου ανθρώπου.
Nικόλας Ακτύπης
Ποιος, όμως, είχε τερματίσει ακριβώς μετά από αυτόν; Η απάντηση είναι πως ο άνθρωπος που τον ακολούθησε στο Παναθηναϊκό Στάδιο λεγόταν Χαρίλαος Βασιλάκος. Ωστόσο ο αστικός μύθος που δεν συζητιέται και πολύ, με εξαίρεση ίσως κάποια χωριά της Μάνης από όπου καταγόταν, θέλει τον 20χρονο –τότε- δρομέα τη στιγμή που μάθαινε πως είχε φτάσει δεύτερος να αναρωτιέται «Δεύτερος; Μα δεν με προσπέρασε κανείς»…
«Έλλην! Έλλην!»
Στις 10 Απριλίου 1896 (28 Μαρτίου, με το παλιό ημερολόγιο) στο Παναθηναϊκό Στάδιο επικρατούσε το αδιαχώρητο. Υπολογίζεται πως 70.000 θεατές είχαν στριμωχτεί στις κερκίδες του με την ελπίδα πως θα έβλεπαν έναν Έλληνα να τερματίζει πρώτος στον μαραθώνιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων που διεξαγόταν εκείνη την μέρα. Ήταν όλοι εκεί. Η ίδια η βασιλική οικογένεια, πολιτικοί, κοσμικοί και κυρίως απλοί άνθρωποι που λαχταρούσαν να γίνουν μάρτυρες μιας ιστορικής επιτυχίας εθνικών διαστάσεων.
Για την εξέλιξη του αγώνα των 40 και πλέον χιλιομέτρων μόνο φήμες υπήρχαν μεταξύ των θεατών. Η τελευταία εξ’ αυτών είχε σκορπίσει απογοήτευση καθώς ήθελε τον Αυστραλό Έντουιν Φλακ να προηγείται. Ώσπου ένας ιππέας καταφτάνει μεταφέροντας το χαρμόσυνο μήνυμα που σκόρπισε θύελλα ενθουσιασμό. «Έλλην!», ενημέρωσε τον κόσμο, που άρχισε να φωνάζει αυτή την λέξη ρυθμικά αναμένοντας τον επερχόμενο νικητή.
Δεν τους ενδιέφερε το όνομά του, αλλά η εθνικότητά του. Και με την ιαχή «Έλλην, Έλλην» υποδέχτηκαν τον Σπύρο Λούη, ο οποίος μπήκε για να καλύψει τα τελευταία μέτρα φανερά καταπονημένος. Τερμάτισε σε 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα και κέρδισε τον αγώνα. Δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει μόνο όλους τους άλλους, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του, βελτιώνοντας την προηγούμενη επίδοσή του στο αγώνισμα κατά 20 ολόκληρα λεπτά!
Ο Χαρίλαος Βασιλάκος και η αμφιλεγόμενη ιστορία
Σχεδόν 8 λεπτά μετά τον Σπύρο Λούη, που πνιγόταν ακόμη στις αγκαλιές των διαδόχων του θρόνου, τερμάτιζε ο Χαρίλαος Βασιλάκος. Για πολλούς ήταν το μεγάλο φαβορί και μοναδικός Έλληνας που θα μπορούσε να κοντράρει τους ξένους δρομείς. Άλλωστε ήταν από τους λίγους συμμετέχοντες με αθλητική κουλτούρα, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν άγνωστο.
Ο ενθουσιασμός του πλήθους διατηρήθηκε και έγινε ακόμη μεγαλύτερος, όταν αποδείχθηκε πως και ο τρίτος, ο Μπαλόκας, ήταν επίσης συμπατριώτης.
Το μόνο μελανό σημείο στον ελληνικό θρίαμβο ήταν οι καταγγελίες του Ούγγρου Γκούλα Κέλνερ που ήθελαν τον τρίτο του αγώνα να έχει κόψει δρόμο. Ο Μπαλόκας ομολόγησε και τελικά η ιστορία έγραψε πως ο Μαγυάρος συμπλήρωσε την πρώτη τριάδα.
Σύμφωνα, όμως, με το βιβλίο «Ο Χαρίλαος Βασιλάκος και η αμφιλεγόμενη πρωτιά του Σπύρου Λούη» και τον συγγραφέα Ντόναλντ-Γεωργίου Μακφαίηλ, υπήρξε και μια δεύτερη, πολύ μεγαλύτερη αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων. Όπως γράφει, όταν ο Βασιλάκος ενημερώθηκε πως είχε έρθει δεύτερος, αναρωτήθηκε πώς είχε συμβεί αυτό, αφού δεν τον είχε προσπεράσει κανείς…
Τα «στοιχεία»
Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που παραθέτει το βιβλίο, ο Βασιλάκος μετά τον αγώνα πλησίασε τον Λούη, λέγοντάς του: «Αυτό που έκανες ήταν άτιμο. Επειδή όμως δε θέλω να αμαυρώσω την ημέρα ούτε να χαλάσω τους πανηγυρισμούς που γίνονται έξω, δεν θα κάνω ένσταση. Εσένα ας σε κρίνει ο Θεός»…
Η θεωρία της «κάλπικης» νίκης στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εικασίες που σχετίζονται με το γεγονός ότι όσα προηγήθηκαν των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, αλλά και όσα ακολούθησαν, δείχνουν ότι ο Βασιλάκος ήταν ένας πραγματικός αθλητής που δεν θα μπορούσε να έχει χάσει από κάποιον που τερμάτιζε, ας πούμε, 31ος στους Πανελλήνιους λίγο καιρό νωρίτερα ή που χρειάστηκε παρέμβαση του συνταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου για να εξασφαλίσει την συμμετοχή του στον μαραθώνιο.
Και είναι αλήθεια πως στην πρώτη μεταξύ τους αναμέτρηση ο Βασιλάκος είχε αφήσει πίσω του, πολύ πίσω του, 30 ολόκληρες θέσεις τον Λούη. Επίσης, ο γεννημένος στον Πειραιά δρομέας που αργότερα σπούδασε νομική και εργάστηκε ως τελωνειακός, είχε κερδίσει τον προκριματικό αγώνα, την στιγμή που ο συναθλητής του μπήκε από το «παράθυρο». Δεν είχε πιάσει τον χρόνο που χρειαζόταν, όμως ο Παπαδιαμαντόπουλος, που τον γνώριζε από τον στρατό, παρενέβη ώστε να εξασφαλιστεί και η δική του συμμετοχή.
Υποτίθεται πως σε μια εποχή που η διαδρομή του μαραθωνίου δεν καλυπτόταν από κάμερες, κοντινά πλάνα, αυτοκίνητα, ελικόπτερα ή καν κόσμο, το να μπορέσει κανείς να κόψει δρόμο υπό την ανοχή ή με την σύμπραξη των λίγων αγωνοδικών δεν ήταν κάτι τόσο δύσκολο.
Στα βάθη του χρόνου
Τα 122 χρόνια που χωρίζουν το σήμερα από τις εικασίες και τις θεωρίες κλοπής της πρωτιάς καθιστούν αδύνατη την επαλήθευσή τους. Η ιστορία έγραψε πως ο Σπύρος Λούης ήταν ο πρώτος των πρώτων, κερδίζοντας περίοπτη θέση στο σύγχρονο Ολυμπιακό κίνημα. Ακόμη και ως δεύτερος, ο Χαρίλαος Βασιλάκος θα άξιζε κάτι παραπάνω στη συνείδηση του κόσμου σε όρους αναγνωρισιμότητας και σεβασμού της δικής του προσφοράς. Άλλωστε εκείνος συνέχισε για καιρό να ασχολείται με τον αθλητισμό και ήταν μάλιστα και ο άνθρωπος που εισήγαγε ένα άγνωστο ακόμη αγώνισμα, το βάδην στην Ελλάδα.
Ο ίδιος ο Μανιάτης Χαρίλαος Βασιλάκος, τουλάχιστον δημόσια, ουδέποτε αμφισβήτησε την πρωτιά του Λούη. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, γιόρτασε μαζί του τη νίκη του στο Μαρούσι.
Παράλληλα υπάρχουν πολλές αναφορές περί φιλίας μεταξύ των δύο ανδρών, ενώ μετά τον θάνατο του Ολυμπιονίκη το 1940, προσπάθησε σε συνεργασία με τον Δήμο Πειραιά να καθιερώσει έναν αγώνα δρόμου 10 χιλιομέτρων για να τιμήσει την μνήμη του. Μια πρωτοβουλία που τελικά θάφτηκε κάτω από την δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και σε κάθε περίπτωση –όποια κι αν ήταν η αλήθεια- φανερώνει το ανάστημα και το ήθος ενός σπουδαίου ανθρώπου.
Nικόλας Ακτύπης