Το 1571 υπήρξε το σημείο καμπής για την Οθωμανική αυτοκρατορία και κατ’ επέκταση για τον υπόδουλο Ελληνισμό. Για πρώτη φορά, από το 1453 οι Τούρκοι υπέστησαν μια τρομακτικής έκτασης στρατιωτική ήττα, έξω από τις Εχινάδες νήσους, στη λεγόμενη ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Η συντριβή των Τούρκων γέμισε ελπίδες τους Έλληνες και προκάλεσε την έκρηξη διαφόρων κινημάτων. Το σημαντικότερο...
Η συντριβή των Τούρκων γέμισε ελπίδες τους Έλληνες και προκάλεσε την έκρηξη διαφόρων κινημάτων. Το σημαντικότερο...
αυτών ήταν η επανάσταση που κήρυξαν στην Πελοπόννησο οι αδελφοί Μακάριος και Θεόδωρος Μελησσινοί.
Ηγέτες της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη ήταν οι αδελφοί Μελισσηνοί, ο χωροδεσπότης των θρακικών πόλεων Αίνου και Ξάνθης Θεόδωρος και φυσικά ο επίσκοπος Μονεμβασίας Μακάριος. Ποίοι όμως ήσαν οι ηγέτες αυτοί της ελληνικής επανάστασης. Οι αδελφοί Μελισσηνοί ή Μελισουργοί φαίνεται ότι υπήρξαν μορφές με μεγάλο κύρος στον καιρό τους. Ειδικά ο επίσκοπος Μακάριος εμφανίζεται ως η ψυχή του κινήματος.
Αυτός βρισκόταν σε επαφή με τον δον Χουάν και τους Ευρωπαίους, αυτός ξεσήκωσε τον Μωριά και με τη δική του παρακίνηση και άλλοι επίσκοποι στο Μωρία σήκωσαν το λάβαρο της επανάστασης, όπως ο, τότε, Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Οι Μελισσηνοί ήταν, ή τουλάχιστον υποστήριζαν πως ήταν, απόγονοι παλαιάς, αρχοντικής, οικογένειας της Ελληνικής αυτοκρατορίας. Γενάρχης τους ήταν ο στρατηγός, επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’, Μιχαήλ Μελισσηνός. Έχουν διασωθεί πολλές επιστολές του επισκόπου Μακαρίου και των συν αυτό προς τον δον Χουάν τον Αυστριακό, στις οποίες αυτές απαντούσε με ευχολόγια και υποσχέσεις.
Η επανάσταση εδραιώθηκε με την άφιξη στο λιμάνι του Οίτυλου επίσημης βενετικής αντιπροσωπείας με προμήθειες και όπλα. Στη Μάνη έφτασαν λίγο αργότερα και οι αδελφοί Μελησσηνοί. Εκεί ήρθαν σε επαφή με τους αρχηγούς των αδούλωτων Μανιατών, τους Σταμάτιο Κορωνιό, Νικόλαο Δαρμάρο και τον Δημήτριο Κοσμά.
Όλοι μαζί άρχισαν να συγκεντρώνουν δυνάμεις και τελικά ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης, μια σημαία με την εικόνα του Χριστού. Παρά όμως τις εκκλήσεις του επισκόπου Μακαρίου οι Ευρωπαίοι δεν έρχονταν σε βοήθεια των Ελλήνων.
Ο δον Χουάν το μόνο που έπραξε, μετά τη νίκη του στη ναυμαχία, ήταν να αποβιβάσει 8.000 άνδρες στην Πύλο, οι οποίοι όμως έσπευσαν να επανεπιβιβαστούν στα πλοία με την εμφάνιση μικρού τουρκικού αποσπάσματος ιππικού. Επίσης οι ευρωπαϊκοί στόλοι επιχείρησαν, ανεπιτυχώς, να κυριεύσουν την Πύλο, σε μια προσπάθεια «εμψυχώσεως» των Ελλήνων. Οι Έλληνες όμως δεν χρειάζονταν εμψύχωση. Ψυχή διέθεταν, όπλα χρειάζονταν και εφόδια.
Οι Έλληνες, βοηθούμενοι από τα φλογερά κηρύγματα του επισκόπου Μακαρίου, είχαν κατορθώσει να ξεσηκώσουν ολόκληρη την Πελοπόννησο και να συγκροτήσουν επαναστατικό στρατό 25.000 πεζών και 3.000 ιππέων, όπως μάλλον καθ’ υπερβολή, υποστήριζε ο Μακάριος, σε επιστολή του.
Την ώρα δε που οι Ευρωπαίοι αδρανούσαν ο σουλτάνος Σελίμ Β’ ναυπηγούσε νέο στόλο. Έτσι σε μικρό χρονικό διάστημα οι Τούρκοι διέθεταν και πάλι στόλο 250 πολεμικών πλοίων. Ισχυροποιημένοι λοιπόν αποφάσισαν να συντρίψουν τους Έλληνες επαναστάτες, οι οποίοι είχαν αφεθεί στην τύχη τους. Ξεκινώντας από την Κωνσταντινούπολη, οι τουρκικές ορδές κατέβηκαν τον ηπειρωτικό κορμό της Ελλάδας, καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα τους. Περισσότεροι 30.000 Έλληνες σφάχθηκαν τότε, προς παραδειγματισμό.
Ο επίσκοπος δε της Θεσσαλονίκης, κατέστη μάρτυρας της Πίστης και της Πατρίδας, ριπτόμενος ζωντανός στην πυρά. Οι Έλληνες εξακολούθησαν να περιμένουν πάντως. Στο μεταξύ ο νέος τουρκικός στόλος κατέβηκε στις πελοποννησιακές ακτές. Στις 7 Αυγούστου 1572 ενεπλάκη σε αψιμαχία με τον χριστιανικό στόλο έξω από τα Κύθηρα.
Η σύγκρουση δεν είχε νικητή, κυρίως διότι ο χριστιανικός συνασπισμός είχε ήδη αρχίσει να διαβρώνεται και δεν υπήρχε θέληση για σοβαρή εμπλοκή με τους Τούρκους. Παρόμοια εξέλιξη είχαν τα πράγματα και στις 16 Σεπτεμβρίου όταν ο χριστιανικός στόλος βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση, έχοντας αποκλείσει τον τουρκικό στόλο στην Πύλο. Αλλά και πάλι δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία.
Γράφει ο Θερβάντες: «… Ήμουν εκεί στο Ναυαρίνο, στην ναυαρχίδα με τα τρία φανάρια. Και είδα και μέσα στο λιμάνι ολόκληρο τον τούρκικο στόλο γιατί όλοι οι ναύτες κι’ οι γενίτσαροι πού βρίσκονταν εκεί μέσα το είχαν για βέβαιο πώς θα δέχονταν επίθεση μέσα στο λιμάνι, κι’ είχαν ετοιμάσει τα ρούχα τους και τα παπούτσια τους, για να φύγουν αμέσως, δίχως να περιμένουν καν την μάχη, τόσος ήταν ο φόβος που τους είχε πιάσει για τον στόλο μας.
“Όμως άλλο ήταν το θέλημα των ουρανών και ότι έγινε δεν ήταν από λάθος ή αφροντισιά του αρχηγού που οδηγούσε τούς δικούς μας, παρά για τις αμαρτίες τις χριστιανοσύνης, και γιατί ό Θεός θέλει να έχουμε πάντοτε κοντά μας κάποιους δήμιους για να μας τιμωρούν».
Στην Πύλο πήγε και συνάντησε τον δον Χουάν ο Θεόδωρος Μελησσινός, ζητώντας του να τηρήσει τις υποσχέσεις που είχε εγγράφως δώσει στον επίσκοπο Μακάριο. Ο δον Χουάν όμως είπε στον Έλληνα ηγέτη ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Θα έπρεπε, είπε, οι Έλληνες να περιμένουν βοήθεια το επόμενο έτος που θα επέστρεφε, όπως υποσχέθηκε, με μεγαλύτερες δυνάμεις.
Ωστόσο παρά την πραγματική του επιθυμία ο δον Χουάν δεν μπόρεσε να εκστρατεύσει ξανά στις ελληνικές θάλασσες. Το 1573 η Βενετία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον σουλτάνο, εγκαταλείποντας και καταδικάζοντας σε θάνατο ουσιαστικά, τους Έλληνες. Έτσι οι Έλληνες ηγέτες της επανάστασης υπέστειλαν τις σημαίες και κατέφυγαν σε ενετοκρατούμενα εδάφη.
Έτσι χάρη στη νέα παρασπονδία των Ευρωπαίων η ευκαιρία για την Ελλάδα χάθηκε. Οι Τούρκοι όταν εισήλθαν στην Πελοπόννησο έκαψαν, έσφαξαν, λεηλάτησαν και αιχμαλώτισαν, κατά το έθος του «ευρωπαϊκού» πολιτισμού τους. Τέτοιο ήταν το οικτρό τέλος της ελληνικής επανάστασης. Οι αδελφοί Μελισσηνοί κρύφτηκαν στα βουνά, και κατόπιν, όταν βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία, πέρασαν στην Ζάκυνθο και από εκεί στην Ιταλία.
Οι αδελφοί Μελισσηνοί, επισκέφθηκαν τις διάφορες αυλές της Δύσης, τον πάπα Γρηγορίου ΙΓ’ και τον Ισπανό βασιλιά Φιλίππο Β’. Το μόνο όμως που πέτυχαν ήταν να λάβουν τιμητικές συντάξεις. Η ελευθερία της Ελλάδος μπορούσε να περιμένει. Ύστερα από αυτό εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Νεάπολη, όπου υπήρχε σημαντική παροικία Ελλήνων, ιδίως προσφύγων από την Κορώνη και από την Πάτρα.
Εκεί έζησαν και εκεί πέθαναν, ο Θεόδωρος στις 25 Μαρτίου 1582 και ο Μακάριος στις 12 Σεπτεμβρίου 1585. Ενταφιάστηκαν στο Ιερό Βήμα, εμπρός από την Αγία Τράπεζα, του ναού των αποστόλων Πέτρου και Παύλου της ελληνικής κοινότητας, μέσα στην οποία κατείχαν τόσο επίσημη θέση.
ΠΗΓΗ
Ηγέτες της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη ήταν οι αδελφοί Μελισσηνοί, ο χωροδεσπότης των θρακικών πόλεων Αίνου και Ξάνθης Θεόδωρος και φυσικά ο επίσκοπος Μονεμβασίας Μακάριος. Ποίοι όμως ήσαν οι ηγέτες αυτοί της ελληνικής επανάστασης. Οι αδελφοί Μελισσηνοί ή Μελισουργοί φαίνεται ότι υπήρξαν μορφές με μεγάλο κύρος στον καιρό τους. Ειδικά ο επίσκοπος Μακάριος εμφανίζεται ως η ψυχή του κινήματος.
Αυτός βρισκόταν σε επαφή με τον δον Χουάν και τους Ευρωπαίους, αυτός ξεσήκωσε τον Μωριά και με τη δική του παρακίνηση και άλλοι επίσκοποι στο Μωρία σήκωσαν το λάβαρο της επανάστασης, όπως ο, τότε, Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Οι Μελισσηνοί ήταν, ή τουλάχιστον υποστήριζαν πως ήταν, απόγονοι παλαιάς, αρχοντικής, οικογένειας της Ελληνικής αυτοκρατορίας. Γενάρχης τους ήταν ο στρατηγός, επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’, Μιχαήλ Μελισσηνός. Έχουν διασωθεί πολλές επιστολές του επισκόπου Μακαρίου και των συν αυτό προς τον δον Χουάν τον Αυστριακό, στις οποίες αυτές απαντούσε με ευχολόγια και υποσχέσεις.
Η επανάσταση εδραιώθηκε με την άφιξη στο λιμάνι του Οίτυλου επίσημης βενετικής αντιπροσωπείας με προμήθειες και όπλα. Στη Μάνη έφτασαν λίγο αργότερα και οι αδελφοί Μελησσηνοί. Εκεί ήρθαν σε επαφή με τους αρχηγούς των αδούλωτων Μανιατών, τους Σταμάτιο Κορωνιό, Νικόλαο Δαρμάρο και τον Δημήτριο Κοσμά.
Όλοι μαζί άρχισαν να συγκεντρώνουν δυνάμεις και τελικά ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης, μια σημαία με την εικόνα του Χριστού. Παρά όμως τις εκκλήσεις του επισκόπου Μακαρίου οι Ευρωπαίοι δεν έρχονταν σε βοήθεια των Ελλήνων.
Ο δον Χουάν το μόνο που έπραξε, μετά τη νίκη του στη ναυμαχία, ήταν να αποβιβάσει 8.000 άνδρες στην Πύλο, οι οποίοι όμως έσπευσαν να επανεπιβιβαστούν στα πλοία με την εμφάνιση μικρού τουρκικού αποσπάσματος ιππικού. Επίσης οι ευρωπαϊκοί στόλοι επιχείρησαν, ανεπιτυχώς, να κυριεύσουν την Πύλο, σε μια προσπάθεια «εμψυχώσεως» των Ελλήνων. Οι Έλληνες όμως δεν χρειάζονταν εμψύχωση. Ψυχή διέθεταν, όπλα χρειάζονταν και εφόδια.
Οι Έλληνες, βοηθούμενοι από τα φλογερά κηρύγματα του επισκόπου Μακαρίου, είχαν κατορθώσει να ξεσηκώσουν ολόκληρη την Πελοπόννησο και να συγκροτήσουν επαναστατικό στρατό 25.000 πεζών και 3.000 ιππέων, όπως μάλλον καθ’ υπερβολή, υποστήριζε ο Μακάριος, σε επιστολή του.
Την ώρα δε που οι Ευρωπαίοι αδρανούσαν ο σουλτάνος Σελίμ Β’ ναυπηγούσε νέο στόλο. Έτσι σε μικρό χρονικό διάστημα οι Τούρκοι διέθεταν και πάλι στόλο 250 πολεμικών πλοίων. Ισχυροποιημένοι λοιπόν αποφάσισαν να συντρίψουν τους Έλληνες επαναστάτες, οι οποίοι είχαν αφεθεί στην τύχη τους. Ξεκινώντας από την Κωνσταντινούπολη, οι τουρκικές ορδές κατέβηκαν τον ηπειρωτικό κορμό της Ελλάδας, καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα τους. Περισσότεροι 30.000 Έλληνες σφάχθηκαν τότε, προς παραδειγματισμό.
Ο επίσκοπος δε της Θεσσαλονίκης, κατέστη μάρτυρας της Πίστης και της Πατρίδας, ριπτόμενος ζωντανός στην πυρά. Οι Έλληνες εξακολούθησαν να περιμένουν πάντως. Στο μεταξύ ο νέος τουρκικός στόλος κατέβηκε στις πελοποννησιακές ακτές. Στις 7 Αυγούστου 1572 ενεπλάκη σε αψιμαχία με τον χριστιανικό στόλο έξω από τα Κύθηρα.
Η σύγκρουση δεν είχε νικητή, κυρίως διότι ο χριστιανικός συνασπισμός είχε ήδη αρχίσει να διαβρώνεται και δεν υπήρχε θέληση για σοβαρή εμπλοκή με τους Τούρκους. Παρόμοια εξέλιξη είχαν τα πράγματα και στις 16 Σεπτεμβρίου όταν ο χριστιανικός στόλος βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση, έχοντας αποκλείσει τον τουρκικό στόλο στην Πύλο. Αλλά και πάλι δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία.
Γράφει ο Θερβάντες: «… Ήμουν εκεί στο Ναυαρίνο, στην ναυαρχίδα με τα τρία φανάρια. Και είδα και μέσα στο λιμάνι ολόκληρο τον τούρκικο στόλο γιατί όλοι οι ναύτες κι’ οι γενίτσαροι πού βρίσκονταν εκεί μέσα το είχαν για βέβαιο πώς θα δέχονταν επίθεση μέσα στο λιμάνι, κι’ είχαν ετοιμάσει τα ρούχα τους και τα παπούτσια τους, για να φύγουν αμέσως, δίχως να περιμένουν καν την μάχη, τόσος ήταν ο φόβος που τους είχε πιάσει για τον στόλο μας.
“Όμως άλλο ήταν το θέλημα των ουρανών και ότι έγινε δεν ήταν από λάθος ή αφροντισιά του αρχηγού που οδηγούσε τούς δικούς μας, παρά για τις αμαρτίες τις χριστιανοσύνης, και γιατί ό Θεός θέλει να έχουμε πάντοτε κοντά μας κάποιους δήμιους για να μας τιμωρούν».
Στην Πύλο πήγε και συνάντησε τον δον Χουάν ο Θεόδωρος Μελησσινός, ζητώντας του να τηρήσει τις υποσχέσεις που είχε εγγράφως δώσει στον επίσκοπο Μακάριο. Ο δον Χουάν όμως είπε στον Έλληνα ηγέτη ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Θα έπρεπε, είπε, οι Έλληνες να περιμένουν βοήθεια το επόμενο έτος που θα επέστρεφε, όπως υποσχέθηκε, με μεγαλύτερες δυνάμεις.
Ωστόσο παρά την πραγματική του επιθυμία ο δον Χουάν δεν μπόρεσε να εκστρατεύσει ξανά στις ελληνικές θάλασσες. Το 1573 η Βενετία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον σουλτάνο, εγκαταλείποντας και καταδικάζοντας σε θάνατο ουσιαστικά, τους Έλληνες. Έτσι οι Έλληνες ηγέτες της επανάστασης υπέστειλαν τις σημαίες και κατέφυγαν σε ενετοκρατούμενα εδάφη.
Έτσι χάρη στη νέα παρασπονδία των Ευρωπαίων η ευκαιρία για την Ελλάδα χάθηκε. Οι Τούρκοι όταν εισήλθαν στην Πελοπόννησο έκαψαν, έσφαξαν, λεηλάτησαν και αιχμαλώτισαν, κατά το έθος του «ευρωπαϊκού» πολιτισμού τους. Τέτοιο ήταν το οικτρό τέλος της ελληνικής επανάστασης. Οι αδελφοί Μελισσηνοί κρύφτηκαν στα βουνά, και κατόπιν, όταν βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία, πέρασαν στην Ζάκυνθο και από εκεί στην Ιταλία.
Οι αδελφοί Μελισσηνοί, επισκέφθηκαν τις διάφορες αυλές της Δύσης, τον πάπα Γρηγορίου ΙΓ’ και τον Ισπανό βασιλιά Φιλίππο Β’. Το μόνο όμως που πέτυχαν ήταν να λάβουν τιμητικές συντάξεις. Η ελευθερία της Ελλάδος μπορούσε να περιμένει. Ύστερα από αυτό εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Νεάπολη, όπου υπήρχε σημαντική παροικία Ελλήνων, ιδίως προσφύγων από την Κορώνη και από την Πάτρα.
Εκεί έζησαν και εκεί πέθαναν, ο Θεόδωρος στις 25 Μαρτίου 1582 και ο Μακάριος στις 12 Σεπτεμβρίου 1585. Ενταφιάστηκαν στο Ιερό Βήμα, εμπρός από την Αγία Τράπεζα, του ναού των αποστόλων Πέτρου και Παύλου της ελληνικής κοινότητας, μέσα στην οποία κατείχαν τόσο επίσημη θέση.
ΠΗΓΗ