Το Πρωτόκολλο Φλωρεντίας που υπέγραψαν στις 17 Δεκεμβρίου 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις βασίστηκε αποκλειστικά στο κριτήριο της γλώσσας όσον αφορά στα σύνορα της νεοσύστατης Αλβανίας. Έτσι υπό τις πιέσεις της Ιταλίας και της Αυστρίας, παραχωρήθηκαν στην Αλβανία, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο, η Κορυτσά, το Λεσκοβίκι και η Πρεμετή.
Με...
Με...
το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, έχουμε ασχοληθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα, με διάφορες πτυχές, που ακόμα και σήμερα έρχεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο προσκήνιο.
Ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα, δήλωσε πρόσφατα ότι «συζητάμε με την Ελλάδα θέμα συνόρων», κάτι που διέψευσε το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Επειδή, έχουμε να κάνουμε με πολύ σοβαρά και ευαίσθητα θέματα, ανεξάρτητα από τις ανακοινώσεις του ελληνικού ΥΠΕΞ, θεωρούμε ότι πρέπει να βρισκόμαστε σε επαγρύπνηση και να παρακολουθούμε τις εξελίξεις.
Αυτές τις μέρες, συμπληρώνονται 105 χρόνια, από την ανακήρυξη της «Αυτόνομης Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου». Είχε προηγηθεί, στα τέλη του 1913, το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, με το οποίο καθορίζονταν με ένα τελείως ανορθόδοξο και άδικο για τη χώρα μας τρόπο, τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το έχουμε δημοσιεύσει αυτούσιο σε παλαιότερο άρθρο μας, το ξαναδημοσιεύουμε όμως και σήμερα, καθώς είναι μεγάλης ιστορικής σημασίας και αξίας.
Με αυτό το Πρωτόκολλο, παραχωρήθηκε στην Αλβανία μια περιοχή για την οποία ποτέ δεν πολέμησαν, αντίθετα βρισκόταν κάτω από τον πλήρη έλεγχο του Ελληνικού Στρατού.
Για τη δυσμενή εξέλιξη του ηπειρωτικού ζητήματος διατυπώθηκαν σφοδρές επικρίσεις εναντίον της κυβέρνησης Βενιζέλου. Κατηγορήθηκε για φοβική στάση απέναντι στην Ιταλία και ανοχή απέναντι στην απαράδεκτη μεθόδευση για τη διχοτόμηση της Ηπείρου.
Η Διεθνής Επιτροπή Εθνολογικής Έρευνας, χρησιμοποίησε ως μοναδικό κριτήριο για χαρακτηρισμό των κατοίκων ως Ελλήνων, την ελληνική μονογλωσσία και κατέτασσε στους Αλβανούς τους χρήστες του «αρβανίτικου» ιδιώματος, αν και η διεπιστημονική έρευνα απέδειξε ότι οι Έλληνες της Β. Ηπείρου, όπως και όλων των άλλων περιφερειακών περιοχών, δεν έμειναν αλώβητοι ούτε γλωσσικά ούτε θρησκευτικά στο πέρασμα των αιώνων.
Είναι πραγματικά πρωτοφανές, να μην ληφθούν υπόψη τα δημογραφικά στοιχεία μίας περιοχής, όταν γίνονται διαβουλεύσεις για την απόδοσή της σ’ ένα κράτος.
Στην οθωμανική απογραφή του 1908, από τους 500.000 κατοίκους της Ηπείρου, οι 380.000 (ποσοστό 76%), δήλωσαν Έλληνες Χριστιανοί. Τα ίδια στοιχεία δίνει και το Ινστιτούτο Γεωγραφίας της Ρώμης το ίδιο έτος.
Το 1914, η Διεθνής Επιτροπή Εθνολογικού Έλεγχου, έδωσε στοιχεία που καταδείκνυαν τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του πληθυσμού στη Βόρειο Ήπειρο.
Έτσι π.χ., στην Κορυτσά έχουμε 12.500 Έλληνες και 3.000 Αλβανούς, στη Χειμάρρα 1.000 Έλληνες και κανέναν Αλβανός, στο Δέλβινο 1.700 Έλληνες και κανένας Αλβανός. Ακόμα και στις περιοχές όπου υπήρχε αλβανική πλειοψηφία (Τεπελένι, Αχρίδα, Ελβασάν). Δυστυχώς, τα στοιχεία αυτά δεν τα αξιοποίησε η ελληνική πλευρά στην Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου για να εξουδετερώσει την ιταλοαυστριακή πρόταση του γλωσσικού κριτηρίου.
Στην Αθήνα υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και της κυβέρνησης Βενιζέλου που απαγόρευσε τη διεξαγωγή μιας συγκέντρωσης στην Αθήνα, υπέρ του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Ο Κωνσταντίνος απειλούσε ότι θα παραιτηθεί από τον θρόνο για να αναλάβει τα ηνία του βορειοηπειρωτικού αγώνα. Αυτό προκύπτει από τηλεγράφημα του επιτετραμμένου της Αυστροουγγαρίας στην Αθήνα προς τους προϊσταμένους του (2/12/1913, νέα ημερομηνία).
Ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα, δήλωσε πρόσφατα ότι «συζητάμε με την Ελλάδα θέμα συνόρων», κάτι που διέψευσε το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Επειδή, έχουμε να κάνουμε με πολύ σοβαρά και ευαίσθητα θέματα, ανεξάρτητα από τις ανακοινώσεις του ελληνικού ΥΠΕΞ, θεωρούμε ότι πρέπει να βρισκόμαστε σε επαγρύπνηση και να παρακολουθούμε τις εξελίξεις.
Αυτές τις μέρες, συμπληρώνονται 105 χρόνια, από την ανακήρυξη της «Αυτόνομης Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου». Είχε προηγηθεί, στα τέλη του 1913, το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, με το οποίο καθορίζονταν με ένα τελείως ανορθόδοξο και άδικο για τη χώρα μας τρόπο, τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το έχουμε δημοσιεύσει αυτούσιο σε παλαιότερο άρθρο μας, το ξαναδημοσιεύουμε όμως και σήμερα, καθώς είναι μεγάλης ιστορικής σημασίας και αξίας.
Με αυτό το Πρωτόκολλο, παραχωρήθηκε στην Αλβανία μια περιοχή για την οποία ποτέ δεν πολέμησαν, αντίθετα βρισκόταν κάτω από τον πλήρη έλεγχο του Ελληνικού Στρατού.
Για τη δυσμενή εξέλιξη του ηπειρωτικού ζητήματος διατυπώθηκαν σφοδρές επικρίσεις εναντίον της κυβέρνησης Βενιζέλου. Κατηγορήθηκε για φοβική στάση απέναντι στην Ιταλία και ανοχή απέναντι στην απαράδεκτη μεθόδευση για τη διχοτόμηση της Ηπείρου.
Η Διεθνής Επιτροπή Εθνολογικής Έρευνας, χρησιμοποίησε ως μοναδικό κριτήριο για χαρακτηρισμό των κατοίκων ως Ελλήνων, την ελληνική μονογλωσσία και κατέτασσε στους Αλβανούς τους χρήστες του «αρβανίτικου» ιδιώματος, αν και η διεπιστημονική έρευνα απέδειξε ότι οι Έλληνες της Β. Ηπείρου, όπως και όλων των άλλων περιφερειακών περιοχών, δεν έμειναν αλώβητοι ούτε γλωσσικά ούτε θρησκευτικά στο πέρασμα των αιώνων.
Είναι πραγματικά πρωτοφανές, να μην ληφθούν υπόψη τα δημογραφικά στοιχεία μίας περιοχής, όταν γίνονται διαβουλεύσεις για την απόδοσή της σ’ ένα κράτος.
Στην οθωμανική απογραφή του 1908, από τους 500.000 κατοίκους της Ηπείρου, οι 380.000 (ποσοστό 76%), δήλωσαν Έλληνες Χριστιανοί. Τα ίδια στοιχεία δίνει και το Ινστιτούτο Γεωγραφίας της Ρώμης το ίδιο έτος.
Το 1914, η Διεθνής Επιτροπή Εθνολογικού Έλεγχου, έδωσε στοιχεία που καταδείκνυαν τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του πληθυσμού στη Βόρειο Ήπειρο.
Έτσι π.χ., στην Κορυτσά έχουμε 12.500 Έλληνες και 3.000 Αλβανούς, στη Χειμάρρα 1.000 Έλληνες και κανέναν Αλβανός, στο Δέλβινο 1.700 Έλληνες και κανένας Αλβανός. Ακόμα και στις περιοχές όπου υπήρχε αλβανική πλειοψηφία (Τεπελένι, Αχρίδα, Ελβασάν). Δυστυχώς, τα στοιχεία αυτά δεν τα αξιοποίησε η ελληνική πλευρά στην Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου για να εξουδετερώσει την ιταλοαυστριακή πρόταση του γλωσσικού κριτηρίου.
Στην Αθήνα υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και της κυβέρνησης Βενιζέλου που απαγόρευσε τη διεξαγωγή μιας συγκέντρωσης στην Αθήνα, υπέρ του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Ο Κωνσταντίνος απειλούσε ότι θα παραιτηθεί από τον θρόνο για να αναλάβει τα ηνία του βορειοηπειρωτικού αγώνα. Αυτό προκύπτει από τηλεγράφημα του επιτετραμμένου της Αυστροουγγαρίας στην Αθήνα προς τους προϊσταμένους του (2/12/1913, νέα ημερομηνία).
Ο Κωνσταντίνος σκόπευε να παραιτηθεί υπέρ του διαδόχου Γεώργιου και να μεταβεί στη Βόρειο Ήπειρο μετά την αποχώρηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων προκειμένου να ηγηθεί των δυνάμεων των Βορειοηπειρωτών. Όπως δήλωσε ο ίδιος στον Αυστριακό διπλωμάτη, ήταν μια σκληρή απόφαση καθώς θα εγκατέλειπε τον θρόνο και την οικογένειά του αλλά το να «σπεύσει εις βοήθειαν της Ηπείρου ανταποκρίνεται εις τα αισθήματά του και την βαθύτατην του πεποίθησιν».
Για το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας υπήρχαν όμως και διεθνείς αντιδράσεις. Στις 7 Ιανουαρίου 1914, ο Βρετανός Συνταγματάρχης Murray δήλωσε σε διάλεξή του στο Λονδίνο:
«Και να είχε ηττηθεί η Ελλάς δεν θα (της) επιβάλλονταν σκληρότεροι όροι για την Ήπειρο».
Ανάλογη ήταν η κατάσταση και στο Βελιγράδι όπου η σερβική πολιτική ηγεσία δεν ήθελε ούτε τη σύσταση αυτόνομου αλβανικού κράτους. Σχετικές είναι οι δηλώσεις του Σέρβου πρωθυπουργού Nikola Pasic που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Le Temps».
Στο μεταξύ, στη Βόρειο Ήπειρο η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί καθώς ελληνικά τμήματα είχαν συμπλακεί με αλβανικές συμμορίες στις αρχές Ιανουαρίου 1914. Η «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης του Αργυροκάστρου» (με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο) αποφάσισε να συγκληθεί Πανηπειρωτικό Συνέδριο. Κοινοποίησε την απόφασή της με εγκύκλιο προς όλες τις επιτροπές Εθνικής Αμύνης της Ηπείρου τις οποίες καλούσε να στείλουν τριμελή αντιπροσωπεία στο Αργυρόκαστρο. Εκεί στις 30 Ιανουαρίου 1914 θα άρχιζε τις εργασίες του το συνέδριο για την εξέταση της κατάστασης και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Συγκεκριμένα καλούνταν οι Πρόεδροι των Επιτροπών «Εθνικής Αμύνης» Ιωαννίνων Φιλιππιάδος, Πρεβέζης, Παραμυθίας, Φιλιατών, Κονίτσης, Μετσόβου, Λεσκοβικίου, Κολωνίας, Κορυτσάς, Πρεμετής, Πωγωνίου, Χειμάρρας και Δελβίνου και η εφημερίδα «Ήπειρος» των Ιωαννίνων.
Στις 14 Ιανουαρίου 1914, ο Σπυρομήλιος έκανε έκκληση προς το Πανελλήνιο για τη σωτηρία της Ηπείρου. Στο μεταξύ, ο Βενιζέλος αποφάσισε την αντικατάσταση του ηπειρωτικής καταγωγής διοικητή του Ε’ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγου Παναγιώτη Δαγκλή με τον Αναστάσιο Παπούλα μετά από απαίτηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Επίσης, εκδόθηκε μια εγκύκλιος της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου προς τους Διοικητικούς Επιτρόπους Περιφέρειας με την οποία κοινοποιούνταν οι παρακάτω οδηγίες για την ομαλή εκκένωση της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό:
α) να επιδιωχθεί ,αν αυτό ήταν εφικτό, η συνδιαλλαγή των δύο στοιχείων (ελληνικού και αλβανικού)
β) να σταματήσει ο αφοπλισμός των Αλβανών και να τους επιστραφούν όσα είδη έχουν αφαιρεθεί
γ) να απαγορευθεί η κυκλοφορία ατάκτων και να αφοπλισθούν όσοι ήδη υπήρχαν
δ) να καταδιωχθεί οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια εναντίον των Αλβανών και
ε) να απαγορευθεί η είσοδος ανταρτών ή εθελοντικών σωμάτων στην Ήπειρο.
Οι οδηγίες αυτές προκάλεσαν τεράστιες αντιδράσεις τόσο στην Ήπειρο όσο και στην Αθήνα. Πρέπει να είναι μια από τις ελάχιστες φορές, που ένα κράτος καταδιώκει τους δικούς του πολίτες και προστατεύει τους υπηκόους ενός άλλου κράτους (οδηγία δ).
Οι Χειμαρριώτες, πρωταγωνιστές πολλών επαναστατικών κινημάτων στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, έστειλαν επιστολή στον Βασιλιά Κωνσταντίνο στις 24 Ιανουαρίου 1914. Αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Αλλ’ όταν Μεγαλειότατε, ο μέλλων ηγεμών της Αλβανίας (ο πρίγκιπας Wied) πριν ή πατήσει το έδαφος αυτής κινδυνεύει την ζωή του, διότι είναι Χριστιανός Ευρωπαίος, πώς θα ζήσωμεν Έλληνες ημείς υπό τους Αλβανούς, οίτινες ανετράφησαν να μας θεωρούσιν ως σκύλους του Κορανίου;
Και γιατί θα υποδουλωθούμεν εις λαόν, όστις δεν επολέμησε δια την ελευθερίαν του;».
Στις 25/1/1914, ο Σπύρος Σπυρομήλιος, πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής Χειμάρρας , στέλνει τηλεγράφημα διαμαρτυρίας:
«Ενδεχόμενη διαταγή Κυβερνήσεως προς αφοπλισμόν ατιμάζει φυλήν», γράφει χαρακτηριστικά.
Οι κάτοικοι του Δέλβινου, απογοητευμένοι από τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, έστειλαν στον βασιλιά Κωνσταντίνο έκκληση, καθώς πίστευαν ότι μόνο αυτός μπορούσε να σώσει τη Βόρεια Ήπειρο. Στις 31 Ιανουαρίου 1914, επιδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων, με την οποία διατυπωνόταν η αξίωση, μέσα σε καθορισμένη προθεσμία, να αποχωρήσει ο Ελληνικός Στρατός από τη Βόρειο Ήπειρο, διαφορετικά τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δεν θα αποδίδονταν στην Ελλάδα. Επρόκειτο για ωμό εκβιασμό! Η διακοίνωση αυτή, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις τόσο της ελληνικής όσο και της οθωμανικής κυβέρνησης. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ, έστειλε επιστολή προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, με την οποία αποδέχεται ουσιαστικά τις αποφάσεις τους (με τις οποίες Ίμβρος, Τένεδος και Καστελόριζο δίνονται στην Τουρκία και η Β. Ήπειρος στην Αλβανία). Το μόνο που ζητά, είναι κάποια χωριά της κοιλάδας του Αργυρόκαστρου να δοθούν στην Ελλάδα (δεν αναφέρει ποια χωριά), με αντάλλαγμα επέκταση της αλβανικής ακτής ως το ακρωτήριο Παναγιά και την καταβολή 2.500.000 φράγκων στην Αλβανία. Κάτι ανάλογο, είχε πράξει η Ελλάδα και κατά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους όταν δόθηκαν χρήματα για να προσαρτηθεί στη χώρα μας η Φθιώτιδα. Τα εδάφη μένουν, τα χρήματα ξοδεύονται, ήταν η πάγια ελληνική αρχή και πρακτική, ως το 1923, οπότε αντί να δοθούν χρήματα στους Τούρκους, παραχωρήθηκε το Τρίγωνο του Κάραγατς (δείτε σχετικά άρθρα μας), με το οποίο θα ελεγχόταν όλη η περιοχή της Αδριανούπολης… Η κήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου παρά τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να μην διεξαχθεί το Πανηπειρωτικό Συνέδριο, αυτό έγινε κανονικά στο Αργυρόκαστρο. Πραγματοποιήθηκαν έξι συνεδριάσεις ως τις 5 Φεβρουαρίου. Λήφθηκε απόφαση για την οργάνωση ένοπλου αγώνα με σκοπό τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της ένωσης με την Ελλάδα. Συγκροτήθηκε οργανωτική επιτροπή που θα έπαιρνε τις σχετικές αποφάσεις. Στις 9/2/1914, οι στρατιωτικές αρχές διέταξαν τη σύλληψη του Σπυρομήλιου και έκαναν νέες προσπάθειες για τορπιλισμό του συνεδρίου.
Ο Σπυρομήλιος, έστειλε στους μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο και Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα, το ακόλουθο κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα: “Προς Πρόεδρον Συνελέυσεως, Στρατηγός (εννοεί τον Παπούλα), έρχεται Αργυρόκαστρον αύριον εξ Ιωαννίνων όπως φυλακίσει υμάς (τον Σπυρομήλιο) STOP. Έδωσεν διαταγήν συλλήψεως και ματαιώσεως ανταρσίας STOP. Εκκένωσις αρχίζει εκ Κορυτσάς 16 (Φεβρουαρίου) STOP. Αύριο πρωί κηρύξατε αυτονομίαν. Πράττω ίδιος. Σπυρομήλιος”. Πραγματικά, στις 10 Φεβρουαρίου 1914, ο Σπύρος Σπυρομήλιος, κήρυξε την αυτονομία της Χειμάρρας. Ο Ελληνικός Στρατός, που κατείχε τη Βόρειο Ήπειρο, άρχισε να αποχωρεί. Ο Συνταγματάρχης Αλέξανδρος Κοντούλης, παρέδωσε την Κορυτσά στους Αλβανούς και οργάνωσε την παράδοση της Κολωνίας και της Μοσχόπολης. Η ενέργεια του αυτή τον στιγμάτισε ως το τέλος της ζωής του. Στο Αργυρόκαστρο, ο Παπούλας βλέποντας το φρόνημα των κατοίκων, δίστασε. Τελικά αναγκάστηκε να υπακούσει στις διαταγές και να παραχωρήσει την πόλη στους Αλβανούς. Όμως, στις 15 Φεβρουαρίου 1914, συγκροτήθηκε η κυβέρνηση της “Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου”. Πρόεδρος της ήταν ο Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος, μέλη της οι Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων, Κορυτσάς Γερμανός, ο Δημήτριος Δούλης ως Υπουργός Στρατιωτικών και ο Ιωάννης Παρμενίδης, ως Υπουργός Οικονομικών.
Η επίσημη ανακήρυξη, έγινε στις 17/2/1914, έξω από το Αργυρόκαστρο, στη θέση Άσμακα. Εκεί υψώθηκε η σημαία της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου και ανακηρύχθηκε επίσημα η αυτονομία της. Επειδή υπήρχαν πληροφορίες ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε διατάξει τη φρουρά του Αργυρόκαστρου να παρεμποδίσει την κήρυξη της αυτονομίας, 2.000 έμπειροι Βορειοηπειρώτες αδελφούς ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν μαζί τους. Οι Έλληνες στρατιώτες όμως έδειξαν αλληλεγγύη στους Βορειοηπειρώτες αδελφούς τους και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ολλανδών αξιωματικών που είχαν έρθει για να παραλάβουν την πόλη, αρνήθηκαν να παρεμποδίσουν τις εκδηλώσεις. Η 17η Φεβρουαρίου, αποτελεί ημέρα-σταθμό στην ιστορία του Βορειοηπεριωτικού ελληνισμού. Δυστυχώς όμως, οι εξελίξεις στο θέμα της Β. Ηπείρου, δεν ήταν ευνοϊκές για τη χώρα μας αλλά και για την πολύπαθη αυτή περιοχή. Τι ακολούθησε μετά την κήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου, θα το δούμε σε μελλοντικό μας άρθρο, ελπίζουμε σύντομα. Ας δούμε όμως τι έγραψε για τη Βόρειο Ήπειρο ο Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Rene Puaux (Ρενέ Πιό), στον πρόλογο του, εκτός κυκλοφορίας πλέον, βιβλίου του “Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος” (“La Malheureuse Epire”) :“Η Ευρώπη θα επιτρέψει να διαπραχθεί ένα έγκλημα. Κατά τη στιγμή που το μικρό τούτο βιβλίο θα τυπώνεται, η τύχη των επίμαχων εδαφών της Βορείου Ηπείρου θα έχει αποφασισθεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, ικανοποιώντας την ιταλική βουλιμία θα παραχωρήσουν στο φτιαχτό βασίλειο της Αλβανίας εδάφη κατοικούμενα από Έλληνες πατριώτες, τους οποίους και θα εγκαταλείψουν στην τυραννία των Αλβανών μπέηδων…
Ο κ. Ντι Σαν Τζουλιάνο (υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας μεταξύ 1910-1914, εχθρός της χώρας μας για την οποία αισθανόταν μίσος που έφτανε στη μανία, όπως έγραφε ο Γερμανός πρεσβευτής στη Ρώμη Γκέορκι Φον Γιάγκοβ), συνερπαμένος από μία ουτοπία και εμπλέκοντας τη διπλωματία της χώρας του στον δρόμο της παράφορης πραγματικότητας (η οποία είχε φθάσει ως την πλαστογράφηση της απτής πραγματικότητας, όπως αποκάλυψε ο Κλεμανσό σε άρθρο του στην εφημερίδα “Ελεύθερος Άνθρωπος”, στις 13/5/1913), θα προσφέρει στην Ιταλία τις χειρότερες υπηρεσίες. Και η ευθύνη θα βαρύνει κατ’ εξοχήν τον ίδιο. Διότι δεν είναι ο ιταλικός λαός αλλά και η σημερινή κυβέρνηση που πεισματικά ακολουθεί την πολιτική αυτή”
Πηγές: Δρ ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, “Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ”, Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Α’ ΕΚΔΟΣΗ 2018
Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα. Ι. Παπαφλωαράτο που μας επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΗΓΑΣ, “ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ”, εκδόσεις Ε. ΡΗΓΑ.
Rene Puaux, “Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος”, εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ
Στο βιβλίο αυτό θα επανέλθουμε, καθώς εκτός από τις προσωπικές μαρτυρίες του Ρενέ Πιό (1913), περιέχει και πολύ ενδιαφέροντα κείμενα για το Βορειοηπειρωτικό του σπουδαίου βαλκανιολόγου Α.Α. Λαζάρου.