Η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου ήταν μια δασκάλα πουμαρτύρησε για την αγάπη της για την πατρίδα. Ήταν μόλις 21, όταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες την είχαν «βάλει στο μάτι» για τα υψηλά πατριωτικά της φρονήματα, κρατούσε την φλόγα της ελπίδας για λευτεριά ζωντανή στα σκλαβωμένα εδάφη της Μακεδονίας των αρχών του 20ου αιώνα.
Πριν...
Πριν...
όμως καεί ζωντανή, πήρε μαζί τις στον τάφο αρκετές ψυχές Βουλγάρων κομιτατζήδων δια μέσου του πιστολιού της, αν και εγκλωβισμένη στο σπίτι στο οποίο έβαλαν τελικά φωτιά καίγοντας την μαζί με όσους βρίσκονταν μαζί της εκείνο το κρύο βράδυ του 1904.
Στις 14 Οκτωβρίου 1904 στην Μακεδονία βασιλεύει ο τρόμος, διότι μια μέρα πριν οι τούρκοι στρατιώτες σε συνεργασία με τους βούλγαρους κομιτατζήδες δολοφόνησαν τον Παύλο Μελά (Μίκη Ζέζα) στο χωριό Στάτιστα (το οποίο σήμερα ονομάζεται Παύλος Μελάς προς τιμήν του ήρωα).
Η Μακεδονία θρηνεί έναν από τους μεγάλους υπερασπιστές της. Όλοι είναι λυπημένοι μα και αισιόδοξοι συνάμα, γιατί ξέρουν πως με το αίμα ενός τέτοιου παλληκαριού θα ποτιστεί το δέντρο της ελευθερίας και θα καρπίσει.
Κάπου πιο μακριά σ’ ένα χωριό της σκλάβας Μακεδονίας, στην Γρίτσιστα (Ελληνικό) της περιοχής Γευγελής (νότια Σκόπια), ζει μια κοπέλα, η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου.
Είναι η μόλις 21 ετών δασκάλα του χωριού, η οποία, αν και μικρή στην ηλικία είναι μεγάλη στην ψυχή. Η Κατερίνα διδάσκει με ζέση τους μαθητές της σαν να πρόκειται για δικά της παιδιά. Διδάσκει την ιστορία αυτής της χιλιοβασανισμένης, μα πάντα Ελληνικής γης, που τόσοι και τόσοι βάρβαροι προσπάθησαν να αφελληνίσουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Όλοι στο χωριό την γνωρίζουν σαν το καλόκαρδο κορίτσι που βοηθάει πάντα τους Μακεδονομάχους αγωνιστές με όποιον τρόπο μπορεί. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες την έχουν βάλει στο μάτι γιατί κρατάει άσβεστη την φλόγα της Ελληνικότητας στα μικρά παιδιά και στο χωριό.
Την παρενοχλούν συνεχώς, την βρίζουν, την απειλούν, της περιγράφουν τι θα της κάνουν όταν θα πέσει στα χέρια τους.
Την Κατερίνα όμως, δεν την νοιάζει η ζωή της παρά μόνο να μην χάσει η Μακεδονία την ελληνικότητά της. Οι βούλγαροι μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά έχουν αποθρασυνθεί και θέλουν να τελειώνουν με κάθε εστία Ελληνικής αντίστασης.
Όταν οι κομιτατζήδες καταφτάνουν στο χωριό, τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών κλείνουν. Οι χωριανοί κρυφοκοιτάζουν ανάμεσα από τις γρίλιες τους κομιτατζήδες να κατευθύνονται στο σπίτι της δασκάλας. Φτάνοντας έξω από την πόρτα του σπιτιού της, της φωνάζουν να βγει έξω.
Η Κατερίνα τους ακούει από μέσα και αποκρίνεται πως «δεν παραδίδεται ποτέ της μια Ελληνίδα».
Η ατρόμητη ψυχή της δεν τους φοβάται. Μαζί της βρίσκονται ακόμη έξι Μακεδονομάχοι έτοιμοι να δώσουν την ζωή τους για την πατρίδα. Η περήφανη Ελληνίδα λέει πως δεν παραδίδεται και με το όπλο της ρίχνει μια βολή εναντίον των αιμοβόρων κομιτατζήδων και η μάχη ξεκινάει.
Οι σφαίρες των βουλγάρων χτυπάνε τους τοίχους του σπιτιού γεμίζοντάς το τρύπες. Μετά από τρεις ώρες αναποτελεσματικών πυροβολισμών κι ενώ φαίνεται ότι το σπίτι της δασκάλας είναι άπαρτο κάστρο, ένας κομιτατζής δίνει την ιδέα να το κάψουν.
Όλοι συμφωνούν, μιας και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καταβάλουν τους Έλληνες αγωνιστές. Ένας κομιτατζής τρέχει με αναμμένο πυρσό, σπάει το παράθυρο και τον ρίχνει μέσα.
Το εσωτερικό του σπιτιού είναι ξύλινο και λαμπαδιάζει αμέσως. Οι αγωνιστές όμως δεν βγαίνουν έξω. Προτιμούν να καούν ζωντανοί παρά να πέσουν στα χέρια των βουλγάρων.
Οι φλόγες λαμπαδιάζουν το σπίτι, δημιουργώντας μια κόλαση πυρός. Η Κατερίνα όπως και οι άλλοι αγωνιστές συνεχίζουν να πυροβολούν μέχρι να σωθούν οι σφαίρες τους και να τους καταπιούν οι φλόγες.
Οι βούλγαροι πανηγυρίζουν για το φοβερό «κατόρθωμά» τους, καθώς από το σπίτι έχουν πια μείνει μόνο στάχτη και καπνισμένα ντουβάρια. Ένα ακόμη ολοκαύτωμα, πήρε την θέση του δίπλα στο Κούγκι, στο Σούλι, στα Σάλωνα, στο Αρκάδι της Κρήτης και σε όλα τα ολοκαυτώματα του Ελληνισμού για την ελευθερία της πατρίδας από τον βάρβαρο ζυγό.
Το 1939 βρέθηκε στο νεκροταφείο της Γευγελής ο τάφος της ηρωικής Ελληνίδας δασκάλας. Ο σταυρός, έγραφε:
«Υπέρ της εις τον Θεόν των Ελλήνων πίστεως αγωνιζομένη, πυρί υπό των Βουλγάρων παραδοθείσα, ενθάδε κείμαι, Αικατερίνη Χατζηγεωργίου διδάσκαλος, 14 Οκτωβρίου 1904».
Στις 14 Οκτωβρίου 1904 στην Μακεδονία βασιλεύει ο τρόμος, διότι μια μέρα πριν οι τούρκοι στρατιώτες σε συνεργασία με τους βούλγαρους κομιτατζήδες δολοφόνησαν τον Παύλο Μελά (Μίκη Ζέζα) στο χωριό Στάτιστα (το οποίο σήμερα ονομάζεται Παύλος Μελάς προς τιμήν του ήρωα).
Η Μακεδονία θρηνεί έναν από τους μεγάλους υπερασπιστές της. Όλοι είναι λυπημένοι μα και αισιόδοξοι συνάμα, γιατί ξέρουν πως με το αίμα ενός τέτοιου παλληκαριού θα ποτιστεί το δέντρο της ελευθερίας και θα καρπίσει.
Κάπου πιο μακριά σ’ ένα χωριό της σκλάβας Μακεδονίας, στην Γρίτσιστα (Ελληνικό) της περιοχής Γευγελής (νότια Σκόπια), ζει μια κοπέλα, η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου.
Είναι η μόλις 21 ετών δασκάλα του χωριού, η οποία, αν και μικρή στην ηλικία είναι μεγάλη στην ψυχή. Η Κατερίνα διδάσκει με ζέση τους μαθητές της σαν να πρόκειται για δικά της παιδιά. Διδάσκει την ιστορία αυτής της χιλιοβασανισμένης, μα πάντα Ελληνικής γης, που τόσοι και τόσοι βάρβαροι προσπάθησαν να αφελληνίσουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Όλοι στο χωριό την γνωρίζουν σαν το καλόκαρδο κορίτσι που βοηθάει πάντα τους Μακεδονομάχους αγωνιστές με όποιον τρόπο μπορεί. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες την έχουν βάλει στο μάτι γιατί κρατάει άσβεστη την φλόγα της Ελληνικότητας στα μικρά παιδιά και στο χωριό.
Την παρενοχλούν συνεχώς, την βρίζουν, την απειλούν, της περιγράφουν τι θα της κάνουν όταν θα πέσει στα χέρια τους.
Την Κατερίνα όμως, δεν την νοιάζει η ζωή της παρά μόνο να μην χάσει η Μακεδονία την ελληνικότητά της. Οι βούλγαροι μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά έχουν αποθρασυνθεί και θέλουν να τελειώνουν με κάθε εστία Ελληνικής αντίστασης.
Όταν οι κομιτατζήδες καταφτάνουν στο χωριό, τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών κλείνουν. Οι χωριανοί κρυφοκοιτάζουν ανάμεσα από τις γρίλιες τους κομιτατζήδες να κατευθύνονται στο σπίτι της δασκάλας. Φτάνοντας έξω από την πόρτα του σπιτιού της, της φωνάζουν να βγει έξω.
Η Κατερίνα τους ακούει από μέσα και αποκρίνεται πως «δεν παραδίδεται ποτέ της μια Ελληνίδα».
Η ατρόμητη ψυχή της δεν τους φοβάται. Μαζί της βρίσκονται ακόμη έξι Μακεδονομάχοι έτοιμοι να δώσουν την ζωή τους για την πατρίδα. Η περήφανη Ελληνίδα λέει πως δεν παραδίδεται και με το όπλο της ρίχνει μια βολή εναντίον των αιμοβόρων κομιτατζήδων και η μάχη ξεκινάει.
Οι σφαίρες των βουλγάρων χτυπάνε τους τοίχους του σπιτιού γεμίζοντάς το τρύπες. Μετά από τρεις ώρες αναποτελεσματικών πυροβολισμών κι ενώ φαίνεται ότι το σπίτι της δασκάλας είναι άπαρτο κάστρο, ένας κομιτατζής δίνει την ιδέα να το κάψουν.
Όλοι συμφωνούν, μιας και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καταβάλουν τους Έλληνες αγωνιστές. Ένας κομιτατζής τρέχει με αναμμένο πυρσό, σπάει το παράθυρο και τον ρίχνει μέσα.
Το εσωτερικό του σπιτιού είναι ξύλινο και λαμπαδιάζει αμέσως. Οι αγωνιστές όμως δεν βγαίνουν έξω. Προτιμούν να καούν ζωντανοί παρά να πέσουν στα χέρια των βουλγάρων.
Οι φλόγες λαμπαδιάζουν το σπίτι, δημιουργώντας μια κόλαση πυρός. Η Κατερίνα όπως και οι άλλοι αγωνιστές συνεχίζουν να πυροβολούν μέχρι να σωθούν οι σφαίρες τους και να τους καταπιούν οι φλόγες.
Οι βούλγαροι πανηγυρίζουν για το φοβερό «κατόρθωμά» τους, καθώς από το σπίτι έχουν πια μείνει μόνο στάχτη και καπνισμένα ντουβάρια. Ένα ακόμη ολοκαύτωμα, πήρε την θέση του δίπλα στο Κούγκι, στο Σούλι, στα Σάλωνα, στο Αρκάδι της Κρήτης και σε όλα τα ολοκαυτώματα του Ελληνισμού για την ελευθερία της πατρίδας από τον βάρβαρο ζυγό.
Το 1939 βρέθηκε στο νεκροταφείο της Γευγελής ο τάφος της ηρωικής Ελληνίδας δασκάλας. Ο σταυρός, έγραφε:
«Υπέρ της εις τον Θεόν των Ελλήνων πίστεως αγωνιζομένη, πυρί υπό των Βουλγάρων παραδοθείσα, ενθάδε κείμαι, Αικατερίνη Χατζηγεωργίου διδάσκαλος, 14 Οκτωβρίου 1904».