Όσα χρόνια κι αν περάσουμε πίσω από το τιμόνι, είναι δεδομένο πως κάποιες φορές επιβάλλεται η επιστροφή στις «ρίζες». Ήτοι αυτά που μαθαίναμε στη σχολή οδήγησης. Μια από αυτές τις περιπτώσεις, έχει να κάνει με την τήρηση των κείμενων αποστάσεων από τους μπροστινούς μας.
Αν...
Αν...
θυμάστε, ο δάσκαλος οδήγησης δίδασκε τον κανόνα των 2 δευτερολέπτων. Θέτεις ένα σταθερό σημείο αναφοράς από όπου περνάει το προπορευόμενο όχημα (π.χ. μια πινακίδα ή ένα δέντρο) και μετράς: αν περάσεις από το ίδιο σημείο σε λιγότερο από 2 δεύτερα, είσαι πολύ κοντά. Αν περάσεις σε περισσότερο από το τριπλό (6 δεύτερα, δηλαδή), είσαι μακριά. Κάθε δάσκαλος, βέβαια, έχει την δική του προσέγγιση. Άλλοι βάζουν φιξ όριο τα 4 ή 5 δλ., κάποιοι τοποθετούν ως βάση τα 2 δλ. και ζητούν να προσαρμόζεσαι αναλόγως συνθηκών. Αυτή ακριβώς η προσαρμογή στην ποικιλότητα των παραστάσεων που αντιμετωπίζει ένας οδηγός στο δρόμο, ορίζει και το γράμμα του Νόμου.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Κ.Ο.Κ. δεν αναφέρει κάποια δεδομένη απόσταση, που να μετράται σε μέτρα ή μήκη αμαξώματος. Οι παράγραφοι 2 και 7 του άρθρου 19 τοποθετούνται επί του θέματος: «2. Ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαμόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν»…«7. Ο οδηγός οχήματος, το οποίο κινείται πίσω από άλλο, υποχρεούται να τηρεί αρκετή απόσταση για την αποφυγή σύγκρουσης αν, το προ αυτού κινούμενο όχημα, μειώσει ξαφνικά την ταχύτητά του ή διακόψει την πορεία του».
Με λίγα λόγια, ο οδηγός υποχρεούται να προσαρμόζεται, να υπολογίζει συνεχώς και να προβλέπει καταστάσεις. Κάτι φυσιολογικό, καθώς θα ήταν πρακτικά αδύνατο να του ζητηθεί η τήρηση απόστασης με βάση το μετρικό σύστημα. Τα μήκη αμαξώματος είναι μια ασφαλής μέθοδος υπολογισμού με το μάτι, με το γενικό κανόνα να επιτάσσει το τριπλό έως πενταπλό του αυτοκινήτου μας (δηλαδή απόσταση από τον μπροστινό ίση με 3 ή 5 φορές το μήκος του οχήματός μας). Φυσικά όλα αυτά είναι κατά προσέγγιση, καθότι το ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί ξάφνου να μετατραπεί σε μεζούρα. Ούτε απαιτείται η ίδια απόσταση εντός πόλης με τον αυτοκινητόδρομο. Το ίδιο ισχύει και για ιδανικές καιρικές συνθήκες απέναντι σε βροχή ή, ακόμα χειρότερα, παγετό.
Την δουλειά αυτή στα καινούργια αυτοκίνητα, αναλαμβάνουν να κάνουν τα ηλεκτρονικά, τα οποία ειδοποιούν τον οδηγό όταν πλησιάζει πολύ στον μπροστινό – σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, φρενάρουν αυτόματα αν διαπιστώσουν πως επίκειται σύγκρουση. Δεν κάνουν το ίδιο, ωστόσο, όταν κρατάμε πολύ μεγάλη απόσταση, δυσχεραίνοντας την κυκλοφορία και δημιουργώντας ουρά πίσω μας. Εντός πόλης
Εξυπακούεται ότι όταν το αυτοκίνητο είναι φορτωμένο, η απόσταση θα πρέπει να αυξάνεται. Το ίδιο και όταν ανεβάζουμε ρυθμό. Είναι χαρακτηριστικό πως για διπλασιασμό της ταχύτητας, η απόσταση ακινητοποίησης τετραπλασιάζεται. Οπότε παραμένουμε πάντα σε εγρήγορση, δεν «κολλάμε» στον μπροστινό και δεν υπερτιμούμε τα αντανακλαστικά και τα φρένα μας. Αλλά ούτε και «κοιμόμαστε» στο τιμόνι, αφήνοντας χάσμα αντί για κενό από τον προπορευόμενο.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Κ.Ο.Κ. δεν αναφέρει κάποια δεδομένη απόσταση, που να μετράται σε μέτρα ή μήκη αμαξώματος. Οι παράγραφοι 2 και 7 του άρθρου 19 τοποθετούνται επί του θέματος: «2. Ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαμόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν»…«7. Ο οδηγός οχήματος, το οποίο κινείται πίσω από άλλο, υποχρεούται να τηρεί αρκετή απόσταση για την αποφυγή σύγκρουσης αν, το προ αυτού κινούμενο όχημα, μειώσει ξαφνικά την ταχύτητά του ή διακόψει την πορεία του».
Με λίγα λόγια, ο οδηγός υποχρεούται να προσαρμόζεται, να υπολογίζει συνεχώς και να προβλέπει καταστάσεις. Κάτι φυσιολογικό, καθώς θα ήταν πρακτικά αδύνατο να του ζητηθεί η τήρηση απόστασης με βάση το μετρικό σύστημα. Τα μήκη αμαξώματος είναι μια ασφαλής μέθοδος υπολογισμού με το μάτι, με το γενικό κανόνα να επιτάσσει το τριπλό έως πενταπλό του αυτοκινήτου μας (δηλαδή απόσταση από τον μπροστινό ίση με 3 ή 5 φορές το μήκος του οχήματός μας). Φυσικά όλα αυτά είναι κατά προσέγγιση, καθότι το ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί ξάφνου να μετατραπεί σε μεζούρα. Ούτε απαιτείται η ίδια απόσταση εντός πόλης με τον αυτοκινητόδρομο. Το ίδιο ισχύει και για ιδανικές καιρικές συνθήκες απέναντι σε βροχή ή, ακόμα χειρότερα, παγετό.
Την δουλειά αυτή στα καινούργια αυτοκίνητα, αναλαμβάνουν να κάνουν τα ηλεκτρονικά, τα οποία ειδοποιούν τον οδηγό όταν πλησιάζει πολύ στον μπροστινό – σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, φρενάρουν αυτόματα αν διαπιστώσουν πως επίκειται σύγκρουση. Δεν κάνουν το ίδιο, ωστόσο, όταν κρατάμε πολύ μεγάλη απόσταση, δυσχεραίνοντας την κυκλοφορία και δημιουργώντας ουρά πίσω μας. Εντός πόλης
Εξυπακούεται ότι όταν το αυτοκίνητο είναι φορτωμένο, η απόσταση θα πρέπει να αυξάνεται. Το ίδιο και όταν ανεβάζουμε ρυθμό. Είναι χαρακτηριστικό πως για διπλασιασμό της ταχύτητας, η απόσταση ακινητοποίησης τετραπλασιάζεται. Οπότε παραμένουμε πάντα σε εγρήγορση, δεν «κολλάμε» στον μπροστινό και δεν υπερτιμούμε τα αντανακλαστικά και τα φρένα μας. Αλλά ούτε και «κοιμόμαστε» στο τιμόνι, αφήνοντας χάσμα αντί για κενό από τον προπορευόμενο.