Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Σήμερα το τελευταίο αντίο στον Φαίδωνα Γεωργίτση



Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό, Φαίδωνα Γεωργίτση, θα πουν σήμερα συγγενείς και φίλοι.

Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί το μεσημέρι του Σαββάτου, στις 12:30, στο νεκροταφείο Νέας Σμύρνης.

Ο... 

 
 
 
Φαίδων Γεωργίτσης γεννήθηκε στην Αθήνα 21 Ιανουαρίου 1939.

Η πολυτάραχη ζωή του και οι αξέχαστοι ρόλοι του

Ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο γόης του ελληνικού σινεμά, έφυγε από τη ζωή σήμερα Παρασκευή 1η Μαρτίου, έπειτα από μάχη που έδινε με τον καρκίνο, σε ηλικία 80 ετών, σκορπώντας θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο. Τον αποκαλούσαν Έλληνα "Τζέιμς Ντιν" και εκνευριζόταν καθώς ήταν θαυμαστής του Μάρλον Μπράντο.

«Θύμωνα. Εγώ θαύμαζα τον Μάρλον Μπράντο. Κι όταν διάβαζα ότι ο Ντιν ήταν ο διάδοχος του Μπράντο ή θα τον ξεπερνούσε, γινόμουν έξαλλος! Είχα πει τόσα, που όταν σκοτώθηκε σχεδόν ένιωσα ενοχές. Για να εξιλεωθώ πήγα στο Παλλάς, για να τον δω στα Ανατολικά της Εδέμ. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμπαινα σε κινηματογράφο».

Σπούδασε στις Δραματικές Σχολές των Καρόλου Κουν, Χρήστου Βλαχιώτη, Πέλου Κατσέλη.

Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία "Ποτέ την Κυριακή" του θρυλικού Ζυλ Ντασέν το 1960. Δύο χρόνια μετά, ερμηνεύει τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου «Ουρανός». Το 1963 πρωταγωνιστεί μαζί με τη Ζωή Λάσκαρη στην ταινία «Ίλιγγος» της Φίνος Φιλμ, ενώ σημαντικός ήταν ο ρόλος του στην περίφημη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα Κόκκινα Φανάρια».

Αγαπήθηκε πολύ από τις ταινίες της Φίνος Φιλμς σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, με συχνούς συμπρωταγωνιστές τη Ζωή Λάσκαρη, τη Μαίρη Χρονοπούλου, τον Κώστα Βουτσά, τη Μάρθα Καραγιάννη κ.ά.

Το χαστούκι στη Ζωή Λάσκαρη στις "θαλασσιές χάντρες" του 1966 έγραψε κινηματογραφική ιστορία και ήταν από τις στιγμές στη μεγάλη οθόνη που συνόδευαν μέχρι σήμερα τον σπουδαίο ηθοποιό.

Ο ίδιος μετά τον θάνατο της Ζωής Λάσκαρη είχε πει: «Οι θαλασσιές οι χάντρες ήταν η ταινία που αγαπούσε πιο πολύ από όλες, τη θεωρούμε ότι είναι η καλύτερή μας ταινία. Εκεί υπάρχει βέβαια και η περίφημη ιστορία με το χαστούκι που της έδωσα, το οποίο ήταν ένα αρκετά ισχυρό χαστούκι, και βεβαίως θα μπορούσε να μην είναι αληθινό. Ο Δαλιανίδης όμως μου ζήτησε να είναι αληθινό, διότι ήθελε και μία αληθινή αντίδραση από τη Ζωίτσα. Εγώ δεν είχα καμία διάθεση να δώσω ένα χαστούκι στη Ζωίτσα, με πίεσε όμως ο Δαλιανίδης. Της το έδωσα, και πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί σε εμένα, μπήκε ο Δαλιανίδης στη μέση και της είπε ότι ήταν δική του η πρωτοβουλία», είπε πει ο ηθοποιός που μάλιστα είχε αποκαλύψει πως όταν είδε για πρώτη φορά τη Ζωή Λάσκαρη «έπεσε ξερός» από την ομορφιά της. «Ήταν σαν τον ήλιο, που δεν μπορείς να τον δεις, δεν μπορείς να τον κοιτάξεις κατάματα, σε θαμπώνει», είπε.

Συνολικά έπαιξε σε πάνω από 40 ταινίες, 13 εκ των οποίων της Φίνος Φιλμ.

Στο θέατρο συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης του Κουν αλλά και με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και το Μ. Βολανάκη.

Στην τηλεόραση εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1972 στη σειρά "Κόκκινο δαχτυλίδι", ενώ έγινε πάλι δημοφιλής τη δεκαετία του '90 μέσα από τις καθημερινές τηλεοπτικές σειρές "Καλημέρα Ζωή" και "Λάμψη" του Νίκου Φώσκολου.

Ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία σε θεατρικά και σε κινηματογραφικά έργα.

Σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις είχε μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια στη Σμύρνη, όπως και για τον χαμό της 10χρονης αδερφής του που τον στιγμάτισε. Το 10χρονο κορίτσι, σκοτώθηκε παίζοντας σε οικοδομή. «Ήμουν 3 χρόνων, αλλά θυμάμαι τη μέρα που πέθανε η Καίτη. Τα αναφιλητά της μάνας μου, τη θλίψη του πατέρα, τους συγγενείς που μ’ έπαιρναν παράμερα για να μου πουν τα γεγονότα» ανέφερε για την πρώτη αυτή ισχυρή ανάμνηση.

Επίσης, αναφέρθηκε και στις δυσκολίες που βίωσαν εκείνη την εποχή όπου το κατεψυγμένο κρέας το έφερνε αραιά και που ο πατέρας από το ψυγείο του στρατού στο σπίτι, μαζί με μισή οκά τυρί φέτα.

Θυμήθηκε τα μπλόκα των Γερμανών και ότι μια φορά κινδύνευσε να σκοτωθεί ο πατέρας του, όπως και τη στάση «Γαροφαλλίδης», όπου καθόταν συχνά για να παρατηρεί τους ανθρώπους να περνούν κι ανάμεσά τους ΕΛΑΣίτες, που στα Δεκεμβριανά μετέφεραν στους ώμους τους νεκρούς τους τραγουδώντας «Επέσατε θύματα, αδέλφια, εσείς...».

Του άρεσε να βλέπει και τα λεωφορεία της εποχής, τα «Γκαζοζέν», που έκαιγαν κάρβουνο. Άλλες ώρες, του άρεσε να δρασκελίζει τις ταράτσες. «“Πρόσεχε το γιο σου, θα σκοτωθεί” φώναζαν οι γειτόνισσες στη μάνα μου. Απ’ αυτό γλίτωσα, αλλά δυο φορές παραλίγο να πεθάνω από διπλή βρογχοπνευμονία. Σώθηκα με την πενικιλίνη» είχε πει.

Είχε ασχοληθεί και με το μπάσκετ παίζοντας στον Πανιώνιο παίρνοντας ανταμοιβή το σορτσάκι, τη φανέλα και τα πάνινα παπούτσια. Και το 1956, έπειτα από επιθυμία του πατέρα του, μπήκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. «Μόλις πέρασαν έξι μήνες δραπέτευσα. Ο πατέρας μου απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει. Γύρισα, αλλά το έσκασα ξανά μέσα απ’ το κελί όπου με είχαν τιμωρημένο. Δεν ξαναγύρισα και έπιασα δουλειά στα διυλιστήρια», είχε εξομολογηθεί.

Στα 18 του ερωτεύτηκε τη Μαρία, 23 χρόνων, γιατρό, από πλούσια οικογένεια. Με αυτό το κορίτσι είχε και την πρώτη ερωτική επαφή της ζωής του. «Η σχέση μας έγινε το σκάνδαλο της περιοχής. Και γιατί ήταν μεγαλύτερη και γιατί ανήκε σε άλλη τάξη. Οι γονείς της, για να διακόψουν το δεσμό μας, την ξαπόστειλαν στην Αγγλία» εκμυστηρεύτηκε.

Έναν χρόνο μετά πήγε να τη βρει στο Λονδίνο. Όμως η εταιρεία που θα χρηματοδοτούσε τις σπουδές του είχε φαλιρίσει, τα χρήματα που του είχε δώσει ο πατέρας του είχαν τελειώσει, η φλόγα για τη Μαρία είχε σβήσει και βρέθηκε να κοιμάται νηστικός στους δρόμους.

«Μια μέρα που αρρώστησα ξανά, ένας φίλος του πατέρα μου μου έβγαλε το εισιτήριο της επιστροφής στην πατρίδα. Γύρισα κι άρχισα να δουλεύω σε παγωτατζίδικο και μετά σ’ ένα σιδεράδικο στην Αθηνάς».

Τυχαία, στη γειτονιά του, γνώρισε τον Χρήστο Μπίστη, που δούλευε ως βοηθός σκηνοθέτη και συνεργαζόταν με τον Κουν. Μίλησαν για τον στρατό, για το πώς μπορεί να πάρει αναβολή καθώς είχε έρθεο χαρτί να καταταγεί, τι θα μπορούσε να κάνει στη ζωή του. Εκείνος του έδωσε μια πρόσκληση για το θέατρο, για μια παράσταση βασισμένη σε κείμενα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.

«Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στο θέατρο. Μαγεύτηκα! Κι αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή. Ετοίμασα το κομμάτι που θα παρουσίαζα στην επιτροπή, έχοντας όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι το έκανα κυρίως για να αποφύγω το στρατό. Ούτε κι όταν, βλέποντάς με να παίζω, ο Κουν μου είπε “εσάς θα σας πάρουμε!” είχα επίγνωση του τι σημαντικό μού είχε συμβεί». Έξω απ’ την αίθουσα περίμεναν αγχωμένοι τη σειρά τους οι μετέπειτα συμφοιτητές του: ο Θύμιος Καρακατσάνης, η Κική Ελευθερίου, η Μπέτυ Αρβανίτη, την οποία ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε:

«Με την Μπέτυ γίναμε ζευγάρι στη σχολή κι αργότερα παντρευτήκαμε. Δεν ταιριάζαμε όμως ως χαρακτήρες. Οι καβγάδες μας θα μπορούσαν να γίνουν θέμα σε έργο του Στρίνμπεργκ. Το βαθύτερο ρήγμα στη σχέση μας όμως ήταν όταν αποφάσισε, χωρίς να με ρωτήσει, να ρίξει το παιδί μας. Εκείνη είχε ήδη ένα γιο και δεν ήθελε άλλο παιδί. Εγώ όμως ήθελα οικογένεια, παιδιά. Μετά από αυτό η σχέση είχε ξεφτίσει. Χωρίσαμε τρία χρόνια αργότερα».

Στη συνεχεία παντρεύτηκε την Μπέτσυ, με την οποία είχε δυο παιδιά, τον Ραφαέλο και τη Μαρίζα.

Το ζευγάρι δημιούργησε τον δικό του θεατρικό θίασο, ο οποίος εδρεύει στο Κορωπί, και με τον οποίο ασχολιόταν τα τελευταία χρόνια.