Ψαχουλεύοντας τα αρχεία πολλά μπορεί να βρει κανείς!
Επειδή οι πολίτες του ελληνικού κράτους συμπλήρωναν ιδιοχείρως το απογραφικό δελτίο, ο καθένας έγραφε ότι καταλάβαινε, ότι απεδίωκε ή απλώς ότι …του κατέβαινε. Σπαρταριστές απαντήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Οι...
Επειδή οι πολίτες του ελληνικού κράτους συμπλήρωναν ιδιοχείρως το απογραφικό δελτίο, ο καθένας έγραφε ότι καταλάβαινε, ότι απεδίωκε ή απλώς ότι …του κατέβαινε. Σπαρταριστές απαντήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Οι...
απογραφές πληθυσμού στο νεοελληνικό κράτος ήταν μια βασανισμένη ιστορία. Από γενέσεως του κράτους έγιναν διάφορες προσπάθειες, που όμως σκόνταφταν σε λογιών-λογιών εμπόδια. Ο πληθυσμός δεν ήταν αμιγώς ελληνικός (αυτό επιτεύχθηκε τον 19ο αιώνα), υπήρχε μεγάλο ποσοστό αναλφαβητισμού, μιλιούνταν πολλές ντοπιολαλιές που έκαναν δύσκολη την επικοινωνία με τα κρατικά όργανα, ενώ μέρος των πολιτών ζούσε σε απομονωμένες ορεινές ή νησιωτικές περιοχές, όπου το κράτος δεν έφτανε σχεδόν ποτέ.
Το βασικότερο πρόβλημα όμως ήταν ότι ο πληθυσμός δεν δεχόταν να απογραφεί, θεωρώντας ότι η διαδικασία αυτή είχε μοναδικό σκοπό την στρατολόγηση των νεαρών ανδρών και την φορολόγηση των φτωχών ανθρώπων.
Το 1896 έγινε μια ακόμα γενική απογραφή του ελληνικού πληθυσμού, για να μπορέσει το κράτος να καταγράψει τους κατοίκους που είχαν προστεθεί στη χώρα από την παραχώρηση της Θεσσαλίας και της Άρτας το 1881 και των Επτανήσων το 1864. Η απογραφή έγινε προσπάθεια να είναι λεπτομερέστατη, για να ξέρουν οι κρατικές υπηρεσίες κάτι παραπάνω από όνομα και τόπο κατοικίας των πολιτών του. Γι’ αυτό η διαδικασία έγινε με απογραφικά δελτία που περιείχαν έντυπες ερωτήσεις που έπρεπε να απαντηθούν.
Αν ο απογραφόμενος ήξερε γράμματα τα απαντούσε ιδιοχείρως, αν ήταν αγράμματος του τα συμπλήρωναν οι απογραφείς. Επειδή λοιπόν ο καθένας απαντούσε με όποιον τρόπο νόμιζε καλύτερο, τα απογραφικά δελτία γέμισαν από μαργαριτάρια τα οποία αργότερα διέρρευσαν στις εφημερίδες της εποχής, δηλαδή στην «Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη και στο «Άστυ» του Θέμου Άννινου. Απ’ αυτά τα παλιά φύλλα λοιπόν, αλιεύτηκαν και τα παρακάτω αναφερόμενα:
Στην ερώτηση αν ο απογραφόμενος ήταν έγγαμος, άγαμος, εν’ χηρεία ή εν’ διαζυγίω, γράφτηκαν φοβερά πράγματα: Για παράδειγμα: «Είμαι ελεύθερος και στα λόγια να παντρευτώ». «Εν΄ ημιδιαζυγίω ή διαστάσει». «Εγγαμος χήρα». «Σταις συμπεθεριαίς ευρίσκομαι, με την μικρή μου γειτόνισσα». Ένας δάσκαλος έκανε παρατήρηση στους απογραφείς διότι κατά τη γνώμη του το δελτίο ήταν ελλιπές, αφού δεν πρόβλεπε τις περιπτώσεις της «ημιγαμίας» όπως η δική του και συμπλήρωσε αυθαιρέτως στην βασική ερώτηση τη λέξη «μεμνηστευμένος». Σ’ ένα δελτίο βρέθηκε ένας κάτοικος που ήταν δέκα ετών αλλά ήδη έγγαμος. Είχαν παντρέψει το παιδάκι από τα γεννοφάσκια του.
Υπήρξε απογραφόμενη η οποία επέμενε ότι δεν περιλαμβάνεται στις ερωτήσεις, καθώς δήλωσε στους έκπληκτους απογραφείς «χήρα αλλά παρθένα». Όπως εξήγησε, είχε μεν παντρευτεί αλλά ο άντρας της είχε αρρωστήσει και πεθάνει αμέσως μετά τη γάμο, δίχως να την ακουμπήσει. Συνεπώς, η γυναίκα θεωρούσε ότι αν και τυπικά χήρα, έπρεπε να καταγραφεί ως ανύπανδρη. Πολλές λαϊκές γυναίκες θεωρούσαν την απογραφή σατανικό πράγμα και έπαιρναν τους απογραφείς στο κυνήγι με τις σκούπες. Μια γυναίκα τους κυνήγησε φωνάζοντας, «τι θέλεις μωρέ; Ένα παιδί έχω εγώ, δεν πάει στρατολογία.»
Στη στήλη «επάγγελμα», γράφτηκαν άλλα παλαβά πράγματα: Ένας υπέργηρος έγραψε «γεροντάματα», ενώ ένας γιατρός βρήκε ευκαιρία να κάνει και διαφήμιση γράφοντας «ιατρός ειδικών νοσημάτων και γυναικολόγος, σπουδάσας εν’ Εσπερία». Ένας πατέρας που συμπλήρωσε το απογραφικό του νεογέννητου παιδιού του, στη στήλη επάγγελμα έγραψε «κλαίει», ενώ κάποια άτυχη κυρία στην ίδια στήλη συμπλήρωσε «πρώην ερωμένη του Χοϊδά και σήμερον πλύστρα με δυο παιδιά». Μια καλλιτέχνιδα των Αθηνών έγραψε για το επάγγελμα της «ηθοποιός, αχ, αχ αχ», ενώ μια άλλη γυναίκα απάντησε «καθισιό και ανάπαυση».
Μεγάλη πλάκα είχαν και οι απαντήσεις για τις γραμματικές γνώσεις, το θρήσκευμα και την υπηκοότητα κάποιων απογραφομένων. Ιδού κάποιες απ’ αυτές: «Ανάγνωσιν όχι. Ζωγραφίζει όμως αλογάκια». Προφανώς απογραφόταν κάποιο παιδάκι. Επίσης, «γραφήν γιγνώσκω κάλλιστα, ανάγνωσιν δε νεράκι». Κάποιος άλλος έγραψε «Ήμουν Κορδονικός, τώρα μόνον Χριστιανός Ορθόδοξος». Κορδονικούς λέγανε τους οπαδούς του κόμματος του Δηλιγιάννη. Καταγράφεται επίσης η περίπτωση ενός Ναυπλιώτη, οποίος έκρυψε 21 ολόκληρα χρόνια από την ηλικία του, με αποτέλεσμα λίγους μήνες να τον καλέσουν στο στρατό, ενώ αυτός είχε ήδη υπηρετήσει 15 χρόνια νωρίτερα.
Τέλος, αξιοσημείωτη ήταν η απάντηση μιας Εβραίας, που έγραψε πάνω στο απογραφικό δελτίο μια γενική απάντηση για όλες τις ερωτήσεις μαζί: «Να πεις στο γκουβέρνο να μας δίνει φασούλια και λάδι, αλλιώς δε γραφόμαστε. Και μανέστρα».
Το βασικότερο πρόβλημα όμως ήταν ότι ο πληθυσμός δεν δεχόταν να απογραφεί, θεωρώντας ότι η διαδικασία αυτή είχε μοναδικό σκοπό την στρατολόγηση των νεαρών ανδρών και την φορολόγηση των φτωχών ανθρώπων.
Το 1896 έγινε μια ακόμα γενική απογραφή του ελληνικού πληθυσμού, για να μπορέσει το κράτος να καταγράψει τους κατοίκους που είχαν προστεθεί στη χώρα από την παραχώρηση της Θεσσαλίας και της Άρτας το 1881 και των Επτανήσων το 1864. Η απογραφή έγινε προσπάθεια να είναι λεπτομερέστατη, για να ξέρουν οι κρατικές υπηρεσίες κάτι παραπάνω από όνομα και τόπο κατοικίας των πολιτών του. Γι’ αυτό η διαδικασία έγινε με απογραφικά δελτία που περιείχαν έντυπες ερωτήσεις που έπρεπε να απαντηθούν.
Αν ο απογραφόμενος ήξερε γράμματα τα απαντούσε ιδιοχείρως, αν ήταν αγράμματος του τα συμπλήρωναν οι απογραφείς. Επειδή λοιπόν ο καθένας απαντούσε με όποιον τρόπο νόμιζε καλύτερο, τα απογραφικά δελτία γέμισαν από μαργαριτάρια τα οποία αργότερα διέρρευσαν στις εφημερίδες της εποχής, δηλαδή στην «Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη και στο «Άστυ» του Θέμου Άννινου. Απ’ αυτά τα παλιά φύλλα λοιπόν, αλιεύτηκαν και τα παρακάτω αναφερόμενα:
Στην ερώτηση αν ο απογραφόμενος ήταν έγγαμος, άγαμος, εν’ χηρεία ή εν’ διαζυγίω, γράφτηκαν φοβερά πράγματα: Για παράδειγμα: «Είμαι ελεύθερος και στα λόγια να παντρευτώ». «Εν΄ ημιδιαζυγίω ή διαστάσει». «Εγγαμος χήρα». «Σταις συμπεθεριαίς ευρίσκομαι, με την μικρή μου γειτόνισσα». Ένας δάσκαλος έκανε παρατήρηση στους απογραφείς διότι κατά τη γνώμη του το δελτίο ήταν ελλιπές, αφού δεν πρόβλεπε τις περιπτώσεις της «ημιγαμίας» όπως η δική του και συμπλήρωσε αυθαιρέτως στην βασική ερώτηση τη λέξη «μεμνηστευμένος». Σ’ ένα δελτίο βρέθηκε ένας κάτοικος που ήταν δέκα ετών αλλά ήδη έγγαμος. Είχαν παντρέψει το παιδάκι από τα γεννοφάσκια του.
Υπήρξε απογραφόμενη η οποία επέμενε ότι δεν περιλαμβάνεται στις ερωτήσεις, καθώς δήλωσε στους έκπληκτους απογραφείς «χήρα αλλά παρθένα». Όπως εξήγησε, είχε μεν παντρευτεί αλλά ο άντρας της είχε αρρωστήσει και πεθάνει αμέσως μετά τη γάμο, δίχως να την ακουμπήσει. Συνεπώς, η γυναίκα θεωρούσε ότι αν και τυπικά χήρα, έπρεπε να καταγραφεί ως ανύπανδρη. Πολλές λαϊκές γυναίκες θεωρούσαν την απογραφή σατανικό πράγμα και έπαιρναν τους απογραφείς στο κυνήγι με τις σκούπες. Μια γυναίκα τους κυνήγησε φωνάζοντας, «τι θέλεις μωρέ; Ένα παιδί έχω εγώ, δεν πάει στρατολογία.»
Στη στήλη «επάγγελμα», γράφτηκαν άλλα παλαβά πράγματα: Ένας υπέργηρος έγραψε «γεροντάματα», ενώ ένας γιατρός βρήκε ευκαιρία να κάνει και διαφήμιση γράφοντας «ιατρός ειδικών νοσημάτων και γυναικολόγος, σπουδάσας εν’ Εσπερία». Ένας πατέρας που συμπλήρωσε το απογραφικό του νεογέννητου παιδιού του, στη στήλη επάγγελμα έγραψε «κλαίει», ενώ κάποια άτυχη κυρία στην ίδια στήλη συμπλήρωσε «πρώην ερωμένη του Χοϊδά και σήμερον πλύστρα με δυο παιδιά». Μια καλλιτέχνιδα των Αθηνών έγραψε για το επάγγελμα της «ηθοποιός, αχ, αχ αχ», ενώ μια άλλη γυναίκα απάντησε «καθισιό και ανάπαυση».
Μεγάλη πλάκα είχαν και οι απαντήσεις για τις γραμματικές γνώσεις, το θρήσκευμα και την υπηκοότητα κάποιων απογραφομένων. Ιδού κάποιες απ’ αυτές: «Ανάγνωσιν όχι. Ζωγραφίζει όμως αλογάκια». Προφανώς απογραφόταν κάποιο παιδάκι. Επίσης, «γραφήν γιγνώσκω κάλλιστα, ανάγνωσιν δε νεράκι». Κάποιος άλλος έγραψε «Ήμουν Κορδονικός, τώρα μόνον Χριστιανός Ορθόδοξος». Κορδονικούς λέγανε τους οπαδούς του κόμματος του Δηλιγιάννη. Καταγράφεται επίσης η περίπτωση ενός Ναυπλιώτη, οποίος έκρυψε 21 ολόκληρα χρόνια από την ηλικία του, με αποτέλεσμα λίγους μήνες να τον καλέσουν στο στρατό, ενώ αυτός είχε ήδη υπηρετήσει 15 χρόνια νωρίτερα.
Τέλος, αξιοσημείωτη ήταν η απάντηση μιας Εβραίας, που έγραψε πάνω στο απογραφικό δελτίο μια γενική απάντηση για όλες τις ερωτήσεις μαζί: «Να πεις στο γκουβέρνο να μας δίνει φασούλια και λάδι, αλλιώς δε γραφόμαστε. Και μανέστρα».