Στις 16 Οκτωβρίου του 1793, η 37χρονη τότε πρώην βασίλισσα της Γαλλίας, Mαρία Αντουανέτα, δικάστηκε με την κατηγορία της προδοσίας και καταδικάστηκε σε θάνατο στην γκιλοτίνα.
Ο...
Ο...
δήμιος, Ανρί Σανσόν, την έσυρε από το κελί της φυλακής, έκοψε αρχικά τα γκριζοξανθά μαλλιά της, ώστε να της προσφέρει έναν καθαρό και γρήγορο θάνατο και λίγο αργότερα, την αποκεφάλισε μπροστά σε ένα χαρούμενο πλήθος που τη μισούσε και ζητωκραύγαζε, “Vive la nation!”
Η Mαρία Αντουανέτα γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1755 στο Παλάτι Χόφμπουργκ, στη Βιέννη και ήταν το 15ο και τελευταίο παιδί της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας και του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α’ της Αυστρίας.
Στην ηλικία των 14 οι αυστριακοί μονάρχες προσέφεραν το χέρι της νεότερης κόρης με την εύθραυστη ομορφιά τους στον κληρονόμο του γαλλικού θρόνου, Dauphin Louis-Auguste, αργότερα Λουδοβίκο 16ο και παντρεύτηκαν το 1770, σε μια πλούσια τελετή στο παλάτι των Βερσαλλιών.
Η Μαρία Αντουανέτα ήταν το πρόσωπο που πολλοί μίσησαν και άλλοι τόσοι λάτρεψαν ως είδωλο. Χαρακτηριστικό αποτελούν τα πρώτα χρόνια στη χώρα, που κατάφερε να κερδίσει το γαλλικό κοινό.
΄Ηταν μια τολμηρή, ζωηρή και εξωστρεφής προσωπικότητα, μια κοσμική κυρία που λάτρευε τα πάρτι, τον τζόγο και την προχωρημένη μόδα, ενώ αγαπούσε το χρήμα και την πλουσιοπάροχη ζωή. Μια ζωή που ερχόταν σε αντίθεση με τους αγρότες που λιμοκτονούσαν στα χωριά της Γαλλίας, την ώρα που ένα παραμυθένιο χωριό, το Petit Hameau, χτιζόταν για εκείνη. Κάπως έτσι και κάνοντας τεράστιες σπατάλες, κέρδισε το παρατσούκλι “Madame Deficit” (Κυρία έλλειμμα).
Η Μαρία Αντουανέτα στιγματίστηκε για την αδιαφορία της ως προς τους φτωχούς και της αποδόθηκε μια φράση που όμως δεν είπε ποτέ: “Qu’ils mangent de la brioche”, δηλαδή «Αν δεν έχουν ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι».
Σήμερα, η γυναίκα που οι Γάλλοι αγαπούσαν να μισούν, έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο διάσημα icons του 21ου αιώνα, κερδίζοντας το ενδιαφέρον εκατομμυρίων ανθρώπων και τουριστών που θέλουν να πραγματοποιήσουν μια επίσκεψη στο σπίτι της στις Βερσαλλίες, ενώ η φιγούρα της με την πανύψηλη κόμμωση πρωταγωνιστεί σε συσκευασίες σοκολάτας και μακαρόνς, αλλά και στη λογοτεχνία, στο σινεμά και τις σύγχρονες τέχνες.
Αυτή την εβδομάδα και με αφορμή τα 226 χρόνια από το θάνατό της, η Κονσιερζερί, πρώην βασιλικό παλάτι και φυλακή στην αριστερή όχθη του ποταμού Σηκουάνα, ανοίγει για το κοινό την έκθεση Marie-Antoinette: the Metamorphosis of an Image. Σε αυτό το πρώην βασιλικό παλάτι και φυλακή βρίσκεται και το κελί που κρατούνταν η Μαρία Αντουανέτα, το οποίο μετατράπηκε σε παρεκκλήσι αφιερωμένο στη μνήμη της.
Η έκθεση περιλαμβάνει 200 έργα τέχνης, ανάμεσά τους και προσωπικά αντικείμενα της πιο διάσημης βασίλισσας της ιστορίας της Γαλλίας, όπως το τελευταίο της γράμμα, αλλά και πορτρέτα, καρικατούρες.
Ο Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Μνημείων, Philippe Belaval, ο οποίος επιβλέπει την Κονσιερζερί, παρομοιάζει το «τραγικό πεπρωμένο» της Μαρίας Αντουανέτας με εκείνο της αείμνηστης πριγκίπισσας της Ουαλίας, Νταϊάνα.
«Όπως η Πριγκίπισσα της Ουαλίας, η Μαρία Αντουανέτα ήταν κι εκείνη μια νεαρή, όμορφη και ελαφρώς δυστυχισμένη προσωπικότητα βασιλικής οικογένειας, που έγινε θύμα πολιτικών περιστάσεων και δεν ήταν προετοιμασμένη για την κατάσταση που αντιμετώπιζε», δήλωσε χαρακτηριστικά στην Guardian. «Είχε πολυτελή γούστα, αλλά αντιπροσώπευε με τον καλύτερο τρόπο μια συγκεκριμένη περίοδο του γαλλικού πολιτισμού», συμπλήρωσε.
Η Mαρία Αντουανέτα γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1755 στο Παλάτι Χόφμπουργκ, στη Βιέννη και ήταν το 15ο και τελευταίο παιδί της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας και του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α’ της Αυστρίας.
Στην ηλικία των 14 οι αυστριακοί μονάρχες προσέφεραν το χέρι της νεότερης κόρης με την εύθραυστη ομορφιά τους στον κληρονόμο του γαλλικού θρόνου, Dauphin Louis-Auguste, αργότερα Λουδοβίκο 16ο και παντρεύτηκαν το 1770, σε μια πλούσια τελετή στο παλάτι των Βερσαλλιών.
Η Μαρία Αντουανέτα ήταν το πρόσωπο που πολλοί μίσησαν και άλλοι τόσοι λάτρεψαν ως είδωλο. Χαρακτηριστικό αποτελούν τα πρώτα χρόνια στη χώρα, που κατάφερε να κερδίσει το γαλλικό κοινό.
΄Ηταν μια τολμηρή, ζωηρή και εξωστρεφής προσωπικότητα, μια κοσμική κυρία που λάτρευε τα πάρτι, τον τζόγο και την προχωρημένη μόδα, ενώ αγαπούσε το χρήμα και την πλουσιοπάροχη ζωή. Μια ζωή που ερχόταν σε αντίθεση με τους αγρότες που λιμοκτονούσαν στα χωριά της Γαλλίας, την ώρα που ένα παραμυθένιο χωριό, το Petit Hameau, χτιζόταν για εκείνη. Κάπως έτσι και κάνοντας τεράστιες σπατάλες, κέρδισε το παρατσούκλι “Madame Deficit” (Κυρία έλλειμμα).
Η Μαρία Αντουανέτα στιγματίστηκε για την αδιαφορία της ως προς τους φτωχούς και της αποδόθηκε μια φράση που όμως δεν είπε ποτέ: “Qu’ils mangent de la brioche”, δηλαδή «Αν δεν έχουν ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι».
Σήμερα, η γυναίκα που οι Γάλλοι αγαπούσαν να μισούν, έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο διάσημα icons του 21ου αιώνα, κερδίζοντας το ενδιαφέρον εκατομμυρίων ανθρώπων και τουριστών που θέλουν να πραγματοποιήσουν μια επίσκεψη στο σπίτι της στις Βερσαλλίες, ενώ η φιγούρα της με την πανύψηλη κόμμωση πρωταγωνιστεί σε συσκευασίες σοκολάτας και μακαρόνς, αλλά και στη λογοτεχνία, στο σινεμά και τις σύγχρονες τέχνες.
Αυτή την εβδομάδα και με αφορμή τα 226 χρόνια από το θάνατό της, η Κονσιερζερί, πρώην βασιλικό παλάτι και φυλακή στην αριστερή όχθη του ποταμού Σηκουάνα, ανοίγει για το κοινό την έκθεση Marie-Antoinette: the Metamorphosis of an Image. Σε αυτό το πρώην βασιλικό παλάτι και φυλακή βρίσκεται και το κελί που κρατούνταν η Μαρία Αντουανέτα, το οποίο μετατράπηκε σε παρεκκλήσι αφιερωμένο στη μνήμη της.
Η έκθεση περιλαμβάνει 200 έργα τέχνης, ανάμεσά τους και προσωπικά αντικείμενα της πιο διάσημης βασίλισσας της ιστορίας της Γαλλίας, όπως το τελευταίο της γράμμα, αλλά και πορτρέτα, καρικατούρες.
Ο Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Μνημείων, Philippe Belaval, ο οποίος επιβλέπει την Κονσιερζερί, παρομοιάζει το «τραγικό πεπρωμένο» της Μαρίας Αντουανέτας με εκείνο της αείμνηστης πριγκίπισσας της Ουαλίας, Νταϊάνα.
«Όπως η Πριγκίπισσα της Ουαλίας, η Μαρία Αντουανέτα ήταν κι εκείνη μια νεαρή, όμορφη και ελαφρώς δυστυχισμένη προσωπικότητα βασιλικής οικογένειας, που έγινε θύμα πολιτικών περιστάσεων και δεν ήταν προετοιμασμένη για την κατάσταση που αντιμετώπιζε», δήλωσε χαρακτηριστικά στην Guardian. «Είχε πολυτελή γούστα, αλλά αντιπροσώπευε με τον καλύτερο τρόπο μια συγκεκριμένη περίοδο του γαλλικού πολιτισμού», συμπλήρωσε.