Ένας 94χρονος δάσκαλος από το Αργυρόκαστρο εξιστορεί μνήμες από το ‘40
«Πέρασαν από τότε 79 χρόνια. Σαν χτες μου φαίνεται. Το ζήσαμε. Εκείνο το πρωί.. είπαμε πάει η Ελλάδα.. Χάθηκε.. Μικρή χώρα.. Είχε απέναντι, «τις 8 εκατομμύρια λόγχες», όπως έλεγε ο Μουσολίνι. Είχαν σύγχρονα για την εποχή όπλα».
Είναι...
«Πέρασαν από τότε 79 χρόνια. Σαν χτες μου φαίνεται. Το ζήσαμε. Εκείνο το πρωί.. είπαμε πάει η Ελλάδα.. Χάθηκε.. Μικρή χώρα.. Είχε απέναντι, «τις 8 εκατομμύρια λόγχες», όπως έλεγε ο Μουσολίνι. Είχαν σύγχρονα για την εποχή όπλα».
Είναι...
λόγια του 94χρονου δάσκαλου Δημοσθένη Κουρεμένου, από τους Βουλιαράτες του νομού Αργυροκάστρου. Αν και σε βαθειά γεράματα σήμερα, η ψυχή του είναι νεανική, έχει διαύγεια σκέψης, συγκινείται, θυμάται με λεπτομέρεια τις μέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου, όπως τις βίωσε ο ίδιος σαν έφηβος, στην πρώτη γραμμή του μετώπου στο χωριό του, στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Τον συναντήσαμε στους Βουλιαράτες, στο ίδιο σπίτι όπου έζησε τα γεγονότα, τις μέρες πολέμου, εκεί που γράφτηκε το Έπος του 1940. Εκεί όπου και οι πέτρες «μιλάνε» ακόμη για τις κακουχίες, τον πόνο, την ανδρεία, την αυτοθυσία των Ελλήνων φαντάρων.
Αγναντεύοντας την πεδιάδα από τον κήπο του σπιτιού, η συζήτηση με τον μπάρμπα-Δήμο, τον δάσκαλο, είναι αποκαλυπτική.
Οι πρώτες ώρες, οι πρώτες μέρες του πολέμου που ξεκίνησε την 28η Οκτωβρίου
«Μας ξύπνησε ο πόλεμος. Ήταν 5:30 ξημερώματα. Βολές από πυροβολικό. Ξεκουφαθήκαμε από τον θόρυβο.
Αράδα τα πυροβόλα, εκεί κάτω στο νεκροταφείο. Πάταγος, όλμοι, κανόνια, χειροβομβίδες.
Τρελαθήκαμε από τον φόβο.
Τα πυροβόλα ήταν παραταγμένα ακριβώς κάτω από το χωριό. Τα σέρνανε με τρακτέρ. Η μάνα μου ήθελε να φύγουμε προς τα πάνω. Δεν ακούσαμε βολές από την Ελλάδα. Είπαμε, πάει η μικρή μας χώρα, η Ελλάδα. Χαθήκαμε!
Οι Ιταλοί γέμισαν παντού στην περιοχή, το χωριό. Χιλιάδες ήταν.
Στους δρόμους φώναζαν οι Ιταλοί: «Σήμερα θα πιούμε καφέ στα Γιάννινα!»
Είχαν περιφράξει τον κάμπο με συρματοπλέγματα και για τα ελληνικά τανκς και για το πεζικό. Η μάνα μου, ήθελε να φύγουμε προς το βουνό. Μισή ώρα αργότερα, το πολυβόλα σίγησαν. Οι Ιταλοί μας καθησύχασαν. Δύσκολες στιγμές μέσα στην φτώχεια μας.
Στις 14 Νοέμβρη ακούγαμε από την ελληνική πλευρά πολυβόλα. Κάθε μέρα και πιο κοντά. Οι Ιταλοί είχαν ταμπουρωθεί πάνω στο βουνό, σε ένα Μοναστήρι στον Άγιο Αθανάσιο. Ο ελληνικός στρατός φέρθηκε έξυπνα και δεν τους αντιμετώπισε στην πεδιάδα, άλλα τους κτύπησε από τα πλάγια.
Στις 30 Νοέμβρη, στον ανήφορο προς το ύψωμα πάνω από το χωριό, ακούγαμε ΑΕΡΑ- ΑΕΡΑ..
Τα χαράματα, την 1η Δεκεμβρίου, η μάχη στο ύψωμα ήταν σφοδρή. Πρώτη γραμμή πυρός.
Εκεί, πάνω στα πουρνάρια, σκοτώθηκαν 15 Έλληνες στρατιώτες και οι τραυματίες ήταν 135.
Οι Έλληνες κέρδισαν τη μάχη! Τους απώθησαν και εκείνοι οπισθοχώρησαν στο Τεπελένι και στην Κλεισούρα, δεν σταμάτησαν, ούτε στο Αργυρόκαστρο.
Οι Έλληνες φαντάροι μπαίνουν στους Βουλιαράτες.
«Μετά την σφοδρή μάχη, οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στο χωριό. Ήταν κουρασμένοι, πεινασμένοι, φορτωμένοι με τα όπλα. Ήρθαν από τα βουνά. Ήταν από το 6ο Σύνταγμα Πεζικού. Εκείνη την μέρα έβρεχε. Όλοι στο χωριό τους βάλαμε στα σπίτια. Ό, τι είχε ο καθένας, ήταν για τους Έλληνες στρατιώτες. Ο εφοδιασμός τους, ήρθε 3 μέρες αργότερα.
Δώσαμε ό,τι είχαμε στους φαντάρους μας. Τους βάλαμε στα σπίτια μας, σε άλλα τρεις, πέντε, σε άλλα δέκα φαντάρους, τα σπίτια έγιναν στρατώνες για τον ελληνικό στρατό. Τους δώσαμε ό,τι είχαμε, φαγητό, κρασί, ρακί. Ήταν τραυματίες πολλοί, τους γιατρέψαμε με αυτά που είχαμε. Το χωριό είχε γιατρό, τον Αναστάση Τσίπα. Πολλούς γιάτρεψε.
Ο Γιάννης Ζώγκας φιλοξένησε 2 πληγωμένους. Του κτύπησαν την πόρτα. Τους έδωσε γάλα και μέλι. Δίπλα από το σπίτι μου στήθηκε χειρουργείο για τους τραυματισμένους που ερχόταν από το μέτωπο από το Τεπελένι. Ασθενοφόρα δεν υπήρχαν. Τους μετέφεραν με λεωφορεία. Κάποιοι στην διαδρομή πέθαιναν. Πολλοί είχαν και κρυοπαγήματα. Εδώ στο χειρουργείο έγιναν και ακρωτηριασμοί, πόδια, χέρια.
Όσοι πέθαναν, θάφτηκαν εκεί, όπου σήμερα είναι το στρατιωτικό νεκροταφείο.
Ο ανεφοδιασμός ερχόταν από τα Γιάννινα. Κουραμάνες, όσπρια σύκα ,σταφίδες, κονιάκ. Έδιναν κάθε μέρα στους φαντάρους, από ένα κύπελλο κονιάκ, γιατί ήταν χειμώνας, κρύο έκανε. Τα σύκα τα είχαν σε σάκους. Σύκα Καλαμάτας, ωραία, εμείς με άλλα παιδιά τρώγαμε μας άρεσαν».
Ο μπαρμπα-Δήμος θυμάται πως οι φαντάροι πήγαιναν στο μέτωπο στο Τεπελένι για 15 μέρες, επέστρεφαν και έφευγαν άλλοι για την πρώτη γραμμή.
«Θυμάμαι και δεν ξεχνώ την ψυχή, την ανδρεία, ενός φαντάρου» λέει με συγκίνηση.
«Έφτασε τραυματίας με το λεωφορείο που τους μετέφεραν εδώ, από το μέτωπο στο Τεπελένι. Μου έκανε εντύπωση.
Το έζησα. Ήμουν εκεί και παρακολουθούσα. Όταν οι τραυματιοφορείς πήγαν με το φορείο να τον κατεβάσουν από το λεωφορείο τους είπε: «Κατεβαίνω μόνος μου!
Όταν θα γίνω καλά, θα πάω πάλι στο μέτωπο να πολεμήσω!»
«Ήρωας» μονολογεί ο 95χρονος δάσκαλος και συνεχίζει:
«Είμαστε πολλά παιδιά εκεί πέρα! Μας έκανε εντύπωση! Τα ζήσαμε!.
Όμως δεν ξεχνά και τους Έλληνες φαντάρους, με τους οποίους μοιράστηκε το δωμάτιο του στο σπίτι για 3 μήνες.
Ο ένας λεγόταν Σκεπαρνιάς. Μου φαίνεται μιλούσε και βλάχικα. Ο άλλος Βασιλόπουλος από την Αθήνα, ήταν αρραβωνιασμένος. Η γυναίκα του, έστειλε ένα κουτί γλυκά και μας έδωσε, σε μένα, τη μάνα και τον αδελφό μου. Μαζί κοιμόμασταν. Πήγαιναν μέτωπο, γύριζαν ..τι έγινε μετά.. χαθήκαμε.. δεν ξέρω τι απέγιναν.
Το πάνω μέρος του σπιτιού μας έγινε τραπεζαρία. Έτρωγαν εκεί 15 στρατιωτικοί γιατροί, γιατί ο χώρος ήταν δίπλα στο χειρουργείο που είχε στηθεί στο γειτονικό σπίτι. Θυμάμαι ένα ψηλό άνδρα, τον λοχαγό Μαχαίρα, ήταν χειρουργός.
Εδώ πέθαναν 59 Έλληνες στρατιώτες. Το Σύνταγμα είχε παπά. Τους έθαβαν με παπά. Κάναμε μια πρόχειρη περίφραξη γύρω από το χώρο για να μην πηγαίνουν εκεί τα ζώα, τα γουρούνια. Σήμερα έγινε στρατιωτικό νεκροταφείο».
Ο 95χρονος μιλάει και για τα συναισθήματα του κόσμου στην περιοχή.
«Όλοι στο χωριό, μικροί μεγάλοι, είμαστε ενθουσιασμένοι. Δεν γνωρίζαμε την συνέχεια.. Όταν ήρθαν οι Έλληνες αισθανθήκαμε χαρά, πιστέψαμε πως θα ενωθούμε με την Ελλάδα. Όταν τον Απρίλη του 1941 άρχισε να υποχωρεί ο ελληνικός στρατός, λυπηθήκαμε.
Οι Έλληνες, πολέμησαν με ηρωισμό με ανδρεία! Όλοι το αναγνώρισαν, όλοι στον Κόσμο. Πολέμησαν με ηρωισμό! Έκαναν θυσία!»
Τον συναντήσαμε στους Βουλιαράτες, στο ίδιο σπίτι όπου έζησε τα γεγονότα, τις μέρες πολέμου, εκεί που γράφτηκε το Έπος του 1940. Εκεί όπου και οι πέτρες «μιλάνε» ακόμη για τις κακουχίες, τον πόνο, την ανδρεία, την αυτοθυσία των Ελλήνων φαντάρων.
Αγναντεύοντας την πεδιάδα από τον κήπο του σπιτιού, η συζήτηση με τον μπάρμπα-Δήμο, τον δάσκαλο, είναι αποκαλυπτική.
Οι πρώτες ώρες, οι πρώτες μέρες του πολέμου που ξεκίνησε την 28η Οκτωβρίου
«Μας ξύπνησε ο πόλεμος. Ήταν 5:30 ξημερώματα. Βολές από πυροβολικό. Ξεκουφαθήκαμε από τον θόρυβο.
Αράδα τα πυροβόλα, εκεί κάτω στο νεκροταφείο. Πάταγος, όλμοι, κανόνια, χειροβομβίδες.
Τρελαθήκαμε από τον φόβο.
Τα πυροβόλα ήταν παραταγμένα ακριβώς κάτω από το χωριό. Τα σέρνανε με τρακτέρ. Η μάνα μου ήθελε να φύγουμε προς τα πάνω. Δεν ακούσαμε βολές από την Ελλάδα. Είπαμε, πάει η μικρή μας χώρα, η Ελλάδα. Χαθήκαμε!
Οι Ιταλοί γέμισαν παντού στην περιοχή, το χωριό. Χιλιάδες ήταν.
Στους δρόμους φώναζαν οι Ιταλοί: «Σήμερα θα πιούμε καφέ στα Γιάννινα!»
Είχαν περιφράξει τον κάμπο με συρματοπλέγματα και για τα ελληνικά τανκς και για το πεζικό. Η μάνα μου, ήθελε να φύγουμε προς το βουνό. Μισή ώρα αργότερα, το πολυβόλα σίγησαν. Οι Ιταλοί μας καθησύχασαν. Δύσκολες στιγμές μέσα στην φτώχεια μας.
Στις 14 Νοέμβρη ακούγαμε από την ελληνική πλευρά πολυβόλα. Κάθε μέρα και πιο κοντά. Οι Ιταλοί είχαν ταμπουρωθεί πάνω στο βουνό, σε ένα Μοναστήρι στον Άγιο Αθανάσιο. Ο ελληνικός στρατός φέρθηκε έξυπνα και δεν τους αντιμετώπισε στην πεδιάδα, άλλα τους κτύπησε από τα πλάγια.
Στις 30 Νοέμβρη, στον ανήφορο προς το ύψωμα πάνω από το χωριό, ακούγαμε ΑΕΡΑ- ΑΕΡΑ..
Τα χαράματα, την 1η Δεκεμβρίου, η μάχη στο ύψωμα ήταν σφοδρή. Πρώτη γραμμή πυρός.
Εκεί, πάνω στα πουρνάρια, σκοτώθηκαν 15 Έλληνες στρατιώτες και οι τραυματίες ήταν 135.
Οι Έλληνες κέρδισαν τη μάχη! Τους απώθησαν και εκείνοι οπισθοχώρησαν στο Τεπελένι και στην Κλεισούρα, δεν σταμάτησαν, ούτε στο Αργυρόκαστρο.
Οι Έλληνες φαντάροι μπαίνουν στους Βουλιαράτες.
«Μετά την σφοδρή μάχη, οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στο χωριό. Ήταν κουρασμένοι, πεινασμένοι, φορτωμένοι με τα όπλα. Ήρθαν από τα βουνά. Ήταν από το 6ο Σύνταγμα Πεζικού. Εκείνη την μέρα έβρεχε. Όλοι στο χωριό τους βάλαμε στα σπίτια. Ό, τι είχε ο καθένας, ήταν για τους Έλληνες στρατιώτες. Ο εφοδιασμός τους, ήρθε 3 μέρες αργότερα.
Δώσαμε ό,τι είχαμε στους φαντάρους μας. Τους βάλαμε στα σπίτια μας, σε άλλα τρεις, πέντε, σε άλλα δέκα φαντάρους, τα σπίτια έγιναν στρατώνες για τον ελληνικό στρατό. Τους δώσαμε ό,τι είχαμε, φαγητό, κρασί, ρακί. Ήταν τραυματίες πολλοί, τους γιατρέψαμε με αυτά που είχαμε. Το χωριό είχε γιατρό, τον Αναστάση Τσίπα. Πολλούς γιάτρεψε.
Ο Γιάννης Ζώγκας φιλοξένησε 2 πληγωμένους. Του κτύπησαν την πόρτα. Τους έδωσε γάλα και μέλι. Δίπλα από το σπίτι μου στήθηκε χειρουργείο για τους τραυματισμένους που ερχόταν από το μέτωπο από το Τεπελένι. Ασθενοφόρα δεν υπήρχαν. Τους μετέφεραν με λεωφορεία. Κάποιοι στην διαδρομή πέθαιναν. Πολλοί είχαν και κρυοπαγήματα. Εδώ στο χειρουργείο έγιναν και ακρωτηριασμοί, πόδια, χέρια.
Όσοι πέθαναν, θάφτηκαν εκεί, όπου σήμερα είναι το στρατιωτικό νεκροταφείο.
Ο ανεφοδιασμός ερχόταν από τα Γιάννινα. Κουραμάνες, όσπρια σύκα ,σταφίδες, κονιάκ. Έδιναν κάθε μέρα στους φαντάρους, από ένα κύπελλο κονιάκ, γιατί ήταν χειμώνας, κρύο έκανε. Τα σύκα τα είχαν σε σάκους. Σύκα Καλαμάτας, ωραία, εμείς με άλλα παιδιά τρώγαμε μας άρεσαν».
Ο μπαρμπα-Δήμος θυμάται πως οι φαντάροι πήγαιναν στο μέτωπο στο Τεπελένι για 15 μέρες, επέστρεφαν και έφευγαν άλλοι για την πρώτη γραμμή.
«Θυμάμαι και δεν ξεχνώ την ψυχή, την ανδρεία, ενός φαντάρου» λέει με συγκίνηση.
«Έφτασε τραυματίας με το λεωφορείο που τους μετέφεραν εδώ, από το μέτωπο στο Τεπελένι. Μου έκανε εντύπωση.
Το έζησα. Ήμουν εκεί και παρακολουθούσα. Όταν οι τραυματιοφορείς πήγαν με το φορείο να τον κατεβάσουν από το λεωφορείο τους είπε: «Κατεβαίνω μόνος μου!
Όταν θα γίνω καλά, θα πάω πάλι στο μέτωπο να πολεμήσω!»
«Ήρωας» μονολογεί ο 95χρονος δάσκαλος και συνεχίζει:
«Είμαστε πολλά παιδιά εκεί πέρα! Μας έκανε εντύπωση! Τα ζήσαμε!.
Όμως δεν ξεχνά και τους Έλληνες φαντάρους, με τους οποίους μοιράστηκε το δωμάτιο του στο σπίτι για 3 μήνες.
Ο ένας λεγόταν Σκεπαρνιάς. Μου φαίνεται μιλούσε και βλάχικα. Ο άλλος Βασιλόπουλος από την Αθήνα, ήταν αρραβωνιασμένος. Η γυναίκα του, έστειλε ένα κουτί γλυκά και μας έδωσε, σε μένα, τη μάνα και τον αδελφό μου. Μαζί κοιμόμασταν. Πήγαιναν μέτωπο, γύριζαν ..τι έγινε μετά.. χαθήκαμε.. δεν ξέρω τι απέγιναν.
Το πάνω μέρος του σπιτιού μας έγινε τραπεζαρία. Έτρωγαν εκεί 15 στρατιωτικοί γιατροί, γιατί ο χώρος ήταν δίπλα στο χειρουργείο που είχε στηθεί στο γειτονικό σπίτι. Θυμάμαι ένα ψηλό άνδρα, τον λοχαγό Μαχαίρα, ήταν χειρουργός.
Εδώ πέθαναν 59 Έλληνες στρατιώτες. Το Σύνταγμα είχε παπά. Τους έθαβαν με παπά. Κάναμε μια πρόχειρη περίφραξη γύρω από το χώρο για να μην πηγαίνουν εκεί τα ζώα, τα γουρούνια. Σήμερα έγινε στρατιωτικό νεκροταφείο».
Ο 95χρονος μιλάει και για τα συναισθήματα του κόσμου στην περιοχή.
«Όλοι στο χωριό, μικροί μεγάλοι, είμαστε ενθουσιασμένοι. Δεν γνωρίζαμε την συνέχεια.. Όταν ήρθαν οι Έλληνες αισθανθήκαμε χαρά, πιστέψαμε πως θα ενωθούμε με την Ελλάδα. Όταν τον Απρίλη του 1941 άρχισε να υποχωρεί ο ελληνικός στρατός, λυπηθήκαμε.
Οι Έλληνες, πολέμησαν με ηρωισμό με ανδρεία! Όλοι το αναγνώρισαν, όλοι στον Κόσμο. Πολέμησαν με ηρωισμό! Έκαναν θυσία!»