γράφει ο Γιάννης Κουριαννίδης
Δημοτικός Σύμβουλος Θεσσαλονίκης «Θεσσαλονίκη Πόλη Ελληνική»
info@thess-el-poli
Η διαχείριση των αδέσποτων ζώων έχει οριστεί με νόμο (Ν.4039/2012/ΦΕΚ Α 15/02-02-2012), που επιβάλλει συγκεκριμένες πρακτικές και υποχρεώσεις, που ανήκουν στην αρμοδιότητα των Δήμων της χώρας μας.
Στο άρθρο 9 του εν λόγω νόμου, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε: «Ζώα συντροφιάς, που δεν έχουν υιοθετηθεί και σύμφωνα με γνωμάτευση του κτηνίατρου κρίνονται ότι είναι υγιή, επανεντάσσονται άμεσα στο οικείο τους περιβάλλον». Το σκεπτικό του νομοθέτη υπακούει σε μία λογική που έχει να κάνει με μία αξιοπρεπή διαβίωση των ζώων που επιβίωσαν και μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον όπου ένοιωθαν ασφάλεια και εμπιστοσύνη και στο οποίο θα πρέπει να συνεχίσουν να ζουν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Κι όμως, αυτή η προσέγγιση και η φιλοσοφία ζωής που γίνεται αποδεκτή και προσφέρεται στα ζώα, δεν βρίσκει την αντιστοίχισή της στη συμπεριφορά μας προς τους συνανθρώπους μας.
Θα έλεγε μάλιστα κάποιος ότι...
υπάρχει μία εκ διαμέτρου αντίθετη αντιμετώπιση προς αυτούς, που αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στη συμπεριφορά της κυβέρνησης στο θέμα του λεγόμενου «προσφυγικού» και ειδικότερα των «ασυνόδευτων ανηλίκων».
Ο ψυχολογικός εκβιασμός και η προσπάθεια δημιουργίας ενοχών στους πολίτες, με απώτερη επιδίωξη την άμβλυνση των απολύτως δικαιολογημένων αντιδράσεων των Ελλήνων στην εγκατάσταση λαθρομεταναστών σε όλη την επικράτεια, επιχειρείται χωρίς ντροπή με τη χρήση και αξιοποίηση των ελαχίστων μικρών ορφανών ή και εγκατελειμμένων παιδιών από τη Συρία ή άλλες εμπόλεμες περιοχές του πλανήτη. Ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε πρόσφατα «συγκινημένος» και «θυμωμένος» με τους εταίρους του στην Ε.Ε. που δεν δέχθηκαν να φιλοξενήσουν λίγα από τα «ασυνόδευτα ανήλικα» που βρίσκονται σήμερα στη χώρα μας.
Δήλωσε μάλιστα αποφασισμένος να διαχειριστεί το θέμα αποκλειστικά η Ελλάδα φιλοξενώντας τα (σε 4.000 περίπου τα υπολόγισε). Και κάπου εδώ αρχίζει ο παραλογισμός: Αυτό που αναγνωρίζεται στα ζώα, δηλαδή το δικαίωμά τους να συνεχίσουν το υπόλοιπο της ζωής τους σε ένα περιβάλλον που τους είναι οικείο, στα παιδιά αυτά δεν αναγνωρίζεται το ίδιο δικαίωμα! Δεν τους παρέχεται δηλαδή η δυνατότητα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με ασφάλεια και να μεγαλώσουν σε ένα περιβάλλον πολιτισμικά και κοινωνικά οικείο, να εκπαιδευτούν και να μορφωθούν με το αξιακό σύστημα των προγόνων και του λαού τους. Αναφέρομαι φυσικά στα μεγαλύτερα εξ αυτών (λ.χ. άνω των 10 ετών), που ήδη έχουν παραστάσεις και γνώσεις που απέκτησαν σε μία κρίσιμη για την διάπλασή τους ηλικία, αλλά και που παράλληλα μπορούν να δώσουν στοιχεία για τον τόπο καταγωγής τους, για τα ονόματα των γονέων και των στενών συγγενών τους και που μπορούν πιθανότατα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να επανενωθούν με το συγγενικό τους περιβάλλον. Αυτό το δικαίωμα τους το αρνείται η κυβέρνηση, τα εγκλωβίζει σε μία ξένη χώρα, αποστερώντας και το δικαίωμα στους γονείς τους να ξαναδούν τα παιδιά τους.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω αφορούν το σύνολο των ανηλίκων που βρίσκονται στη χώρα μας και που είτε προέρχονται από μη εμπόλεμες χώρες είτε από χώρες που οι εχθροπραξίες περιορίζονται σε πολύ μικρό τμήμα αυτών (Συρία, Αφγανιστάν κ.λπ.) και μπορούν εύκολα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με ασφάλεια, σε συνεννόηση με τις κυβερνήσεις τους.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω αφορούν το σύνολο των ανηλίκων που βρίσκονται στη χώρα μας και που είτε προέρχονται από μη εμπόλεμες χώρες είτε από χώρες που οι εχθροπραξίες περιορίζονται σε πολύ μικρό τμήμα αυτών (Συρία, Αφγανιστάν κ.λπ.) και μπορούν εύκολα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με ασφάλεια, σε συνεννόηση με τις κυβερνήσεις τους.
Εξυπακούεται ότι για έναν περιορισμένο αριθμό πολύ μικρών παιδιών, που η ταυτοποίησή τους είναι αδύνατη, θα πρέπει να ληφθεί η ανάλογη κοινωνική μέριμνα ώστε να δοθούν σε ανάδοχες οικογένειες είτε στη χώρα μας είτε σε άλλες χώρες, με όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες.
Όλα τα παραπάνω είναι λογικά και αυτονόητα για οποιαδήποτε σοβαρή χώρα. Εδώ όμως εξακολουθούμε να παραμένουμε επιρρεπείς σε ιδεοληψίες και εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων, που δεν τιμούν ούτε την Ιστορία ούτε τις αξίες μας, ενώ παράλληλα γίνεται προσπάθεια αποφυγής σοβαρής συζήτησης επί αυτών με τη μετατόπιση του θέματος σε ένα επίπεδο γελοιότητας, ώστε κανείς αρμόδιος να μη σταθεί ενώπιον των ευθυνών του.