Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Το έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα – Αυτός είναι ο «Χάνιμπαλ Λέκτερ» της Ελλάδας (ΦΩΤΟ)



Το φρικιαστικότερο έγκλημα των αστυνομικών μας χρονικών που συγκλονίζει ακόμα και ως αφήγηση

Ένας φοιτητής ξεκληρίζει την πενταμελή του οικογένεια του στη Θάσο το 1996.

«Ήθελαν...  

 
 
 
 
να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου», δηλώνει ατάραχος ο μακελάρης και σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι «όταν ξέρεις ότι ο ίδιος έχεις το δίκιο με το μέρος σου, απλά δεν ανησυχείς. Εγώ κοιτάζω να τα έχω καλά πρώτα με τη συνείδησή μου και έπειτα με οποιονδήποτε άλλον».

Ο λόγος του είναι συγκροτημένος και η ομολογία του σχεδόν αβίαστη. Πρώτο θύμα, ο θείος του Βασίλης (αδελφός του πατέρα του), ο οποίος διαπληκτίστηκε με τον 24χρονο φοιτητή: «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι», ισχυρίζεται ο ανιψιός.

Αφού έκρυψε τη σορό σε μια συστάδα θάμνων, αγοράζει ένα καινούριο πουκάμισο και ένα μονόκαννο κυνηγετικό όπλο και επιστρέφει στο σπίτι για να στήσει το φονικό καρτέρι στους υπόλοιπους της οικογένειας.

Το απόγευμα επιστρέφει ο πατέρας του Θεόφιλου, ο Δημήτρης, ξεσπά νέος καυγάς που καταλήγει σε νέο έγκλημα: «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα … Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι».

Το μένος δεν έχει κοπάσει και μετατρέπεται σε νέο φονικό όταν μπαίνει στο σπίτι η μητέρα του, Μαρία: «Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι», διηγείται ανατριχιαστικά ο Σεχίδης, αν και βρίσκεται μάλλον σε σύγχυση, καθώς ο ιατροδικαστής διαπιστώνει αργότερα ότι και η τραγική μητέρα είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι.

Η ιστορία δεν είχε όμως τελειώσει, καθώς στο σπίτι υπήρχε κάποιος ακόμα. Η αδελφή του Θεόφιλου, Έμμυ, η όποια έπασχε από βαριάς μορφής σχιζοφρένεια. Η κοπέλα ακούγοντας τη φασαρία και τους πυροβολισμούς μπήκε δειλά δειλά στο σαλόνι, κρατώντας ένα τασάκι στο χέρι προκειμένου να αμυνθεί, έχοντας προφανώς καταλάβει τι είχε συμβεί.

Στο ταραγμένο μυαλό του Σεχίδη, το σταχτοδοχείο μετατρέπεται και πάλι σε μαχαίρι. Αυτό υποστήριξε πράγματι στην κατάθεσή του, πως και η Ερμιόνη (Έμμυ) έφερε μαχαίρι και είχε την ίδια απειλητική στάση απέναντί του: «Μου όρμησε και τη σκότωσα με τον ίδιο τρόπο», συμπλήρωσε λιτά. Ο φρικιαστικός πενταπλός απολογισμός δεν θα ολοκληρωνόταν αν δεν έβγαινε από τη μέση άλλο ένα συνωμοτικό μέλος της οικογένειας, η γιαγιά, η οποία ήθελε κι αυτή προφανώς να τον σκοτώσει.

Είμαστε στα τέλη Μαΐου του 1996 όταν μια περίεργη υπόθεση απασχολεί την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, καθώς την ίδια ημέρα φαίνονται εξαφανισμένα πέντε μέλη της οικογένειας Σεχίδη: ο 55χρονος πατέρας, η 48χρονη μητέρα, η 27χρονη αδελφή, η 75χρονη γιαγιά, καθώς και ο 58χρονος θείος, μόνιμος κάτοικος εξωτερικού. Η καταγγελία για την εξαφάνιση της οικογένειας Σεχίδη έρχεται μάλιστα από τη σύζυγο του θείου Βασίλη, επίσης μόνιμη κάτοικος Βελγίου, η οποία ενημερώνει τις αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης ότι ο σύζυγός της δεν είχε δώσει σημεία ζωής από τις 9 Μαΐου.

Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας καλείται να καταθέσει και ο Θεόφιλος Σεχίδης, ο οποίος είχε εκμυστηρευτεί στη θεία του πως ο άντρας της είχε πάει ταξιδάκι στην Ιταλία, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Σεχίδη είχαν μεταναστεύσει στη Γερμανία και δεν επρόκειτο να επιστρέψουν στη Θάσο!

Το αστυνομικό θρίλερ θα κρατούσε αρκετές μέρες και θα ξεδιπλωνόταν σε πολλαπλές καταθέσεις, μέχρι να «σπάσει» τουλάχιστον ο Σεχίδης και να ομολογήσει αυτό που θα προκαλούσε ρίγη ανατριχίλας στην ελληνική κοινωνία. Κατά τις 19 και 20 Μαΐου είχε σκοτώσει τους γονείς, την αδελφή, τη γιαγιά και τον θείο του: «Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνομωσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου έλεγαν την αλήθεια».

Η ομολογία δεν μπορούσε ωστόσο να χωρέσει εντός της όλη τη φρίκη και τον τρόμο που θα απλωνόταν σαν φάντασμα τόσο πάνω από την τοπική κοινωνία όσο και την υπόλοιπη Ελλάδα. Κι αν αυτό το πανελλήνιο έχει την τάση να συγκλονίζεται συχνά πυκνά, όπως θέλουν κάθε τόσο οι πηχυαίοι τίτλοι των εφημερίδων, αυτή τη φορά θα ήταν ολότελα αληθινός ο αποτροπιασμός του…

Η μυστηριώδης εξαφάνιση της οικογένειας Σεχίδη



«Τον πατέρα μου και τον θείο μου τους σκότωσα με όπλο. Τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τη γιαγιά μου τις αποκεφάλισα με δύο μαχαίρια», είπε στην ομολογία του ο 24χρονος φοιτητής Νομικής (και Θεολογίας, παλιότερα) που δολοφόνησε εν ψυχρώ κατά τη διάρκεια μιας πλήρους ημερολογιακής ημέρας όλη του την οικογένεια.

Μέχρι να αποκαλυφθεί ωστόσο το μακελειό τον Αύγουστο, δυόμισι μήνες αργότερα δηλαδή, η ιστορία περιστρεφόταν γύρω από μια αινιγματική υπόθεση μαζικής εξαφάνισης μιας οικογένειας. Αυτό ερευνούσαν οι διωκτικές αρχές και εκείνη τη μοιραία Πέμπτη, 8 Αυγούστου 1996, όταν προσήγαγαν τον Θεόφιλο από σπίτι της Θεσσαλονίκης για να τον ανακρίνουν.

Ο 24χρονος και τριτοετής πια φοιτητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Κομοτηνής είχε κατηγορηθεί από τη θεία του Ελένη (σύζυγο του θείου του Βασίλη) ότι κάτι ήξερε για την εξαφάνιση της φαμίλιας και δεν έλεγε. Η Ελένη Σεχίδη, που ζούσε με τον άντρα της και τον γιο της (επίσης Θεόφιλο) στο Βέλγιο, προσπαθούσε να επικοινωνήσει απεγνωσμένα με τον Βασίλη Σεχίδη, ο οποίος είχε καταφτάσει στην Ελλάδα στις 9 Μαΐου, αν και στο τηλέφωνο της οικίας στον Λιμένα Θάσου έβγαινε πάντα ο ανιψιός της Θεόφιλος.



Είχαν περάσει δέκα ολόκληρες μέρες που ο Βασίλης ήταν μουσαφίρης του αδελφού του στη Θάσο και δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Ο Θεόφιλος της έλεγε κάτι παράξενα στο τηλέφωνο, πως τάχα ο Βασίλης Σεχίδης ήταν στην Ιταλία και όλοι οι υπόλοιποι είχαν φύγει στα ξαφνικά μετανάστες στη Γερμανία: ο 55χρονος πατέρας Δημήτρης, δάσκαλος και διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Ποταμιάς Θάσου, η 48χρονη μητέρα Μαρία, νοικοκυρά, η 27χρονη αδελφή Έμμυ (Ερμιόνη), ακόμα και η 75χρονη γιαγιά τους, Ερμιόνη Καλαμάρα.

Η άτυχη γυναίκα αναγκάστηκε να έρθει με τον γιο της στην Ελλάδα, στο πατρικό της στη Φλώρινα, αναζητώντας τα ίχνη του εξαφανισμένου άντρα της. Όταν πήγε στην αστυνομία και διηγήθηκε την πραγματικά παράξενη μαζική εξαφάνιση της οικογένειας Σεχίδη, κινητοποιήθηκαν τόσο το Αστυνομικό Τμήμα Θάσου όσο και η Ασφάλεια της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης.

Σε μια κίνηση-ματ, πίστεψε, ο Θεόφιλος Σεχίδης επισκέφτηκε τη θεία του στο σπίτι της στον Τριπόταμο Φλώρινας στις 3 Αυγούστου, ζητώντας να μάθει τι είχε απογίνει ο θείος και οι γονείς του! Αντί να θολώσει βέβαια τα νερά, είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, μιας και η Ελένη θορυβήθηκε από την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Θεόφιλου και επικοινώνησε για μια ακόμα φορά με την αστυνομία.

Οι Αρχές έβαλαν τον πάντα ιδιόρρυθμο Σεχίδη στο στόχαστρο καθώς λίγο πριν, στις αρχές Ιουνίου συγκεκριμένα, σε έλεγχο που του έγινε στην Αθήνα είχαν βρεθεί πάνω του ένα μαχαίρι και ένα φυσίγγι. Αφέθηκε βέβαια ελεύθερος λόγω του λευκού ποινικού του μητρώου, αλλά τώρα κάποια αποσπασματικά κομμάτια άρχισαν να συνθέτουν μια μεγαλύτερη εικόνα.

Η αστυνομία επιβεβαίωσε αργότερα πως στις 21 Ιουλίου είχαν εντοπιστεί σε μπλόκο της Καβάλας μια κοντόκαννη καραμπίνα, ένα κυνηγετικό όπλο και πολλά φυσίγγια στο αυτοκίνητό του. Γι’ αυτή την ιστορία είχε φάει δέκα μήνες φυλακή (με τριετή αναστολή) αλλά και πρόστιμο 700.000 δραχμών. Αυτά τα στοιχεία σε συνδυασμό με τις ανακρίβειες και τις αντιφάσεις του Σεχίδη κατά την ανακριτική διαδικασία τον έστεψαν τελικά Νο 1 ύποπτο για τις τύχες της οικογένειας.

Και είχαν δίκιο. Το βράδυ της 8ης Αυγούστου 1996, πολύ μετά τα μεσάνυχτα, ο εξαντλημένος Σεχίδης ομολογεί λυτρωτικά πως στις 19 και 20 Μαΐου σκότωσε τον πατέρα, τη μητέρα, την αδελφή, τον θείο και τη γιαγιά του στον Λιμένα Θάσου, τεμάχισε τα πτώματα -εκτός από τη σορό του θείου του- και κατόπιν τα απίθωσε μέσα σε σακούλες στη χωματερή της Καβάλας. «Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω», άρχισε να διηγείται…
 

Ο πενταπλός φόνος του δικού μας «Χάνιμπαλ Λέκτερ»



Η ομολογία του Σεχίδη έκοψε τα πόδια των ανακριτών, των δημοσιογράφων κατόπιν και τελικά όλης της Ελλάδας. Πρωινό 19ης Μαΐου, λοιπόν, ο Θεόφιλος συναντιέται με τον θείο Βασίλη στην αρχαία ακρόπολη της Θάσου για να συζητήσουν. Όπως είπε στα «Νέα» το Σάββατο, 10 Αυγούστου 1996, ο ίδιος ο Σεχίδης, ο θείος είχε έρθει εσπευσμένα από το Βέλγιο στη Θάσο έπειτα από παράκληση του αδελφού του για να πείσει τον Θεόφιλο να πάει σε ψυχίατρο, μιας και η συμπεριφορά του είχε γίνει ακόμα πιο αλλόκοτη, ακόμα και για τα δικά του δεδομένα.

Ο θείος ήξερε εξάλλου από πρώτο χέρι τον ανιψιό του και ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με δαύτον. Κάπου έναν χρόνο νωρίτερα, ο Θεόφιλος του είχε στείλει στο Βέλγιο δύο επιστολές, στις οποίες εκτός των άλλων αναφερόταν σε ένα παλιότερο περιστατικό ξυλοδαρμού του από αυτόν. Στη δεύτερη μάλιστα επιστολή, την οποία συνόδευε με μια παιδική του φωτογραφία όπου φορούσε αποκριάτικη καουμπόικη στολή και κρατούσε ψεύτικο πιστόλι, ο μακελάρης γράφει χαρακτηριστικά:

«Μην έχεις ποτέ σου τύψεις για το ότι με χτύπησες. Έτσι ΕΠΡΕΠΕ να γίνει. Εγώ ο ίδιος το προκάλεσα επίτηδες και σου ζήτησα συγνώμη που σε χρησιμοποίησα μ’ αυτόν τον τρόπο αλλά ήταν κι αυτό μέσα στο σχέδιό μου. Ήξερα ότι θα σε καλέσει ο αδελφός σου πριν ακόμη το κάνω και εξάλλου του το’ πα, και από την πρώτη στιγμή που πάτησες το πόδι σου περίμενα να συμβεί το σημερινό. Μην σε ανησυχεί λοιπόν, και σου ζητώ ΣΥΓΝΩΜΗ για τους λόγους που θα σου ήταν αδύνατο να κατανοήσεις. Και όμως το παρατράβηξες. Σου έλεγα ‘‘φτάνει τώρα, εντάξει’’ καθώς είχε επιτευχθεί ο σκοπός ΜΟΥ αλλά εσύ συνέχιζες. Δεν μπορεί, κάποιο σφάλμα θα έγινε στα άστρα που κυβερνάω, κάποια επιπλοκή. Με ΑΓΑΠΗ ο ανεψιός σου. Στον αγαπημένο μου θείο το παλλήκαρά που τα βάζη με τους υποσητιζόμενους. Εγώ όμως σε ΑΓΑΠΩ (το περίστροφο της φωτογραφίας είναι ψεύτικο, μη φοβάσαι)».

Εκείνο το μοιραίο πρωινό η συζήτηση θείου και ανιψιού δεν πήγε ιδιαιτέρως καλά και οι δυο άντρες πιάστηκαν στα χέρια (σύμφωνα με την κατάθεση του Θεόφιλου): «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μην βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι». Στο πόρισμα της αυτοψίας του Βασίλη Σεχίδη από τον ιατροδικαστή Σερρών διαβάζουμε για «σοβαρότατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και αποσπασματικά κατάγματα των κροταφικών άκρων. Το κρανίο ήταν διαμελισμένο και στην τραχηλική χώρα ήταν εμφανής λαμδοειδής βαθιά κόψη».

Το δολοφονικό μένος του Σεχίδη είχε φουντώσει και πλέον εχθροί ήταν όλοι οι οικείοι του. Μέσα στην παραφορά της στιγμής, έχει ωστόσο νου να δει το κατακόκκινο από το αίμα πουκάμισό του και να σταματήσει για να αγοράσει ένα καινούριο. Αγοράζει όμως και ένα μονόκαννο όπλο και λίγες ώρες μετά βρίσκεται στο σαλόνι του πατρικού του στον Λιμένα Θάσου περιμένοντας τους γονείς του να επιστρέψουν.

Πρώτος καταφτάνει ο πατέρας Δημήτρης και ξεκινά νέος γύρος αψιμαχιών: «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα. Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα μ’ ένα μαχαίρι». Λίγο μετά επιστρέφει η μητέρα Μαρία: «Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι». Τρίτη έρχεται η σχιζοφρενής αδελφή του Έμμυ: «Μου όρμησε και τη σκότωσα με τον ίδιο τρόπο».



Ο Θεόφιλος πέρασε το υπόλοιπο της 19ης Μαΐου στο πατρικό του πλάι στα πτώματα της οικογένειάς του. Δεν έμεινε βέβαια άπραγος. Γιατί εντωμεταξύ αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων και τους τοποθέτησε σε πιάτο στο ψυγείο: «Δυο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο (…) Είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, που αναφέρεται σε ανατομία του εγκεφάλου κ.λπ. Γι’ αυτό. Επειδή είχα ασχοληθεί μ’ αυτά. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο;».

Η ανατομική μελέτη δεν ευοδώθηκε ωστόσο ποτέ, καθώς όπως είπε στα «Νέα» την Τρίτη, 20 Αυγούστου 1996: «Ήταν χαλασμένο το ψυγείο κι όταν τελείωσα με τα πτώματα και πήγα μετά από μια εβδομάδα να το πάρω [το πιάτο] είχε αλλοιωθεί και το πέταξα».

Την επομένη το πρωί κι ενώ ασχολούνταν ακόμα με τους εγκεφάλους των συγγενών του, πετάχτηκε στο σπίτι η γιαγιά Ερμιόνη, που έμενε εξάλλου παραδίπλα και επισκεπτόταν τους γονείς του σε καθημερινή βάση. Με το που μπήκε στο σπίτι, δέχτηκε μια θανάσιμη μαχαιριά στην καρδιά από το χέρι του εγγονού της: «άρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τι να έκανα κι εγώ, την σκότωσα».

Παρά την ξεκάθαρη σχάση και τη διαστρεβλωμένη πραγματικότητα που βιώνει, εκεί που η μανία καταδίωξης μπολιάζεται με το ψυχωσικό επεισόδιο, ο Σεχίδης βρίσκει τα λογικά του και αναλαμβάνει δράση για να εξαφανίσει τα πτώματα. Πηγαίνει στην αποθήκη του πατέρα του και παίρνει την εργαλειοθήκη του. Βρίσκει τα δυο αλυσοπρίονα και αρχίζει να τεμαχίζει τα πτώματα.

Όταν τελειώνει το πετσόκομμα, πετάγεται στο σούπερ μάρκετ και αγοράζει μεγάλες σακούλες σκουπιδιών. Δεν είναι όμως χαζός να τις πάρει όλες μαζί. Τις αγοράζει τμηματικά από διάφορα παντοπωλεία και σούπερ μάρκετ για να μην κινήσει υποψίες. Ο σχιζοφρενής έχει υποχωρήσει εντός του και τώρα ξεπροβάλει ο άνθρωπος που θέλει να αποφύγει τις συνέπειες των δολοφονικών του πράξεων.

Κι έτσι αρχίζει τα πηγαινέλα του θανάτου. Με θρασύτατη ψυχραιμία εκτελεί το δρομολόγιο Θάσος-Κεραμωτή τρεις φορές, με τρία διαφορετικά μακάβρια φορτία στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του πατέρα του. Όταν σιγουρεύεται ότι δεν έχει ξεχάσει τίποτα πίσω, αποφασίζει να ξεφορτωθεί τα πτώματα στη σαλονικιώτικη χωματερή των Ταγαράδων.

«Είδα κάποιους φύλακες κι ένα οδηγό απορριμματοφόρου», είπε στην ομολογία του, γι’ αυτό και ψάχνει ψύχραιμα για νέα χωματερή. Τη βρίσκει μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, μεταξύ Κεραμωτής και Νέας Καρβάλης. Η κατάθεση συγκλονίζει: «Χρειάστηκα μία ημέρα για να τους τεμαχίσω έναν έναν ξεχωριστά, σε τέσσερα κομμάτια τον καθένα, χέρια, πόδια, κεφάλι, κορμός, μία ημέρα να τους πακετάρω και μία ημέρα να τους μεταφέρω». Μέχρι τις 24 Μαΐου, η οικογένεια Σεχίδη ήταν οριστικά παρελθόν και όλα είχαν τελειώσει.

Ο επίλογος



 
Λίγες μέρες μετά την αποκάλυψη της πενταπλής δολοφονίας, ο ιατροδικαστής Γεωργιάδης δήλωσε χαρακτηριστικά στην «Απογευματινή» (Δευτέρα, 12 Αυγούστου 1996) για το σπίτι του εγκλήματος: «Ήταν τόσο μακάβριο και συγκλονιστικό αυτό που αντίκρισα στο σπίτι-φρούριο που δεν περιγράφεται. Στους τοίχους, στις τουαλέτες, στα ταβάνια ήταν πεταμένα υπολείμματα εγκεφαλικής ουσίας μετά τους πυροβολισμούς που δέχτηκαν δύο από τα θύματα [ο πατέρας και η μάνα] στο κεφάλι. Σ’ όλο το σπίτι υπήρχε αίμα που είχε ξεραθεί. Το χαλί ήταν κόκκινο από το αίμα, ιδιαίτερα στο σημείο όπου σκότωσε την αδελφή του, την οποία χτύπησε μόνο στον θώρακα. Βρέθηκαν δύο αλυσοπρίονα και ένας πέλεκυς. Με τα σιδηροπρίονα έκοβε τα οστά των πτωμάτων και με το μαχαίρι τις σάρκες. Είναι φοβερό».

Εξίσου ανατριχιαστικό ήταν αυτό που βρέθηκε γραμμένο με μπογιά σε έναν από τους τοίχους του σπιτιού: «Λάθος». «Λάθος» έγραψε ο Σεχίδης, αν και όταν ρωτήθηκε σχετικά με αυτό, απάντησε χωρίς να καταλαγιάσει τα ερωτηματικά: «Το λάθος σημαίνει λάθος, τίποτα περισσότερο».

Όπως έμαθε το πανελλήνιο που παρακολουθούσε αποτροπιασμένο την υπόθεση, ο Θεόφιλος ήταν ο ήσυχος τρελός της Θάσου, ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος που δεν είχε πολλά πολλά με κανέναν. Ούτε ενοχλούσε ούτε τον ενοχλούσαν, σημείωναν με νόημα οι συγγενείς και οι γείτονες.

Πνευματώδης και άριστος στις ακαδημαϊκές του επιδόσεις, είχε περάσει στη Θεολογική Σχολή και όταν συνειδητοποίησε ότι δεν του άρεσε, έδωσε και πάλι πανελλήνιες και πέρασε στη Νομική Σχολή. Κοινωνικά απομονωμένος, ο Θεόφιλος Σεχίδης έβρισκε καταφύγιο στην κλασική μουσική, την ποίηση και τη ζωγραφική.

Η περίπτωσή του διέγειρε όπως ήταν φυσικό την επιστημονική κοινότητα και πλήθος ψυχολόγων, ψυχιάτρων, εγκληματολόγων και κοινωνιολόγων ανέλαβαν να εξηγήσουν τι ήταν αυτό που όπλισε το χέρι του Σεχίδη κατά των οικείων του. Τελικό πόρισμα δεν υπήρξε, η επικρατέστερη άποψη τον θέλει πάντως ψυχικά διαταραγμένο, καθώς το διωκτικό παραλήρημα συνδέεται με βαριές ψυχιατρικές νόσους όπως η σχιζοφρενική ψύχωση και η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση. Από σχιζοφρένεια έπασχε εξάλλου και η αδερφή του, Έμμυ.

«Την αντίδραση του κόσμου την είδα αστεία. Αστεία και γελοία, διότι δεν μπορείς κατευθείαν ν’ αποδοκιμάζεις κάποιον πριν γνωρίσεις τι ακριβώς έχει γίνει. Ξέρεις ότι υπάρχουν πέντε πτώματα, ότι υπάρχει ένας δράστης, που τους έχει καθαρίσει. Ξέρεις, όμως, γιατί έχει γίνει αυτό το φονικό και κάτω από ποιες συνθήκες έγινε; Θέλω να καταλάβω αυτόν που με αποδοκίμαζε: αν πάει κάποιος και τον απειλήσει να τον σφάξει με μαχαίρι κι έχει όπλο, θα του πει του άλλου ‘‘σφάξε με;’’. Δεν θα του πει έτσι», δήλωνε ο δράστης στην εφημερίδα «Τα Νέα» στην εκτενή του συνέντευξη που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα, 19 Αυγούστου, και την Τρίτη, 20 Αυγούστου 1996.

Στις 9 Αυγούστου, ο Θεόφιλος μεταφέρθηκε με σκάφος του Λιμενικού από την Καβάλα στην Θάσο για την αναπαράσταση των φόνων. Οι κάτοικοι απείλησαν να τον λιντσάρουν, αν και εκείνος ατάραχος περιέγραψε ψύχραιμα στον αρχαιολογικό χώρο το πώς σκότωσε τον θείο του.



 
Στις 10 Αυγούστου οδηγήθηκε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Καβάλας και την επομένη στον ανακριτή, δηλώνοντας πως «δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα, έπρεπε να το κάνω, βρισκόμουν σε αυτοάμυνα». Δεν θέλησε μάλιστα δικηγόρο στην απολογία του («μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου μόνος μου») και προφυλακίστηκε με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της παράνομης οπλοφορίας κατά συρροή, της παράνομης οπλοχρησίας, της περιύβρισης νεκρών κατά συρροή και της παράνομης κατοχής οπλισμού.

Βγαίνοντας από το Δικαστικό Μέγαρο, ήταν πάντα χαμογελαστός και ήρεμος και συνήθιζε να δίνει παιγνιώδεις απαντήσεις στους δημοσιογράφους. Όπως αυτό το «χαμογελάτε, είναι μεταδοτικό» που έλεγε και έσπερνε τον τρόμο με το ατάραχο του ύφους του. Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που παρήγγειλε το δικαστήριο κατέληξε πως ήταν «ψυχικά άρρωστο άτομο, που χρήζει ψυχιατρικής παρακολούθησης».

Όταν μεταφέρθηκε στις 12 Αυγούστου στις Δικαστικές Φυλακές Κομοτηνής και μπήκε στην απομόνωση για προληπτικούς λόγους, το μόνο που ζήτησε ήταν να ακούει Μπαχ ή, αν αυτό δεν ήταν εφικτό, οποιαδήποτε κλασική μουσική και να διαβάζει φυσικά βιβλία.

Την ώρα που οι σακούλες με τους τεμαχισμένους συγγενείς δεν εντοπίστηκαν ποτέ, θαμμένες καλά κάτω από τόνους σκουπιδιών, ο Σεχίδης εμφανιζόταν να διασκεδάζει ακόμα και την προοπτική της κεφαλικής ποινής:

«Η ποινή μπορεί να είναι από ισόβια μέχρι θανατική. Και η θανατική δεν με φοβίζει καθόλου. Είμαι πρόθυμος να την ακολουθήσω με χαμόγελο. Ίσως τότε χαμογελώ πιο πολύ απ’ όταν με συνέλαβαν. Από τη στιγμή που έχω το δίκιο με το μέρος μου, θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο ξέροντας ότι στον άλλο που θα πάω δεν θα ‘χω κανένα πρόβλημα … Εγώ αυτό που περιμένω είναι η θανατική ποινή. Σε ποια περίπτωση; Στην περίπτωση που δεν γίνουν πιστευτά αυτά τα οποία λέω».

Η δίκη για την πενταπλή δολοφονία της Θάσου πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο Δράμας στις 20 Ιουνίου 1997 και ακούστηκαν πολλά και διάφορα, ακόμα και για σχέσεις με σατανισμό και μυστικιστικές σέχτες (δεν αποδείχτηκαν ποτέ). Η επίσημη ψυχιατρική εκτίμηση των Καπρίνη και Σκαρόπουλου ανέφερε πως «είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του, είναι άτομο προσανατολισμένο στο χώρο, το χρόνο και τον εαυτό του και έχει καλά οργανωμένο λόγο, απαντά με ευθύτητα, έχει χιούμορ, απουσιάζει όμως το συναίσθημα».

Και τελικά; «Καταλήξαμε», είπαν οι ψυχίατροι έπειτα από πέντε μήνες συνεδριών, «στο συμπέρασμα ότι πάσχει από σχιζότυπη διαταραχή, αλλά δεν είναι σχιζοφρενής. Θα μπορούσε να αναπτύξει σχιζοφρένεια, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η αδελφή του ήταν σχιζοφρενής. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι στην περίπτωσή του είχε μειωμένες αντιστάσεις στην ιδέα διάπραξης των εγκλημάτων. Πάντως, δεν χρήζει θεραπευτικής αγωγής. Στις συζητήσεις που κάναμε μας είπε ότι είχε τη γνώμη πως είναι νόθο παιδί και γι αυτό ήθελε να τους εξοντώσει».

Όσο για τον ίδιο, επέμενε στη μόνιμη επωδό του «δεν μετανιώνω για τίποτε». Το ίδιο επαναλάμβανε μονότονα την ώρα που το δικαστήριο τον κήρυσσε ομόφωνα ένοχο και του επέβαλε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη για τις ανθρωποκτονίες κατά συρροή και ποινή φυλάκισης 7,5 ετών για οπλοχρησία, οπλοκατοχή, οπλοφορία και για περιύβριση νεκρού. Ο Σεχίδης άσκησε μεν έφεση, την απέσυρε ωστόσο αργότερα (2 Ιουνίου 1998), καθώς δήλωσε ότι την ήταν αποτέλεσμα της πίεσης του δικηγόρου του.

Τον Σεπτέμβριο του 1997, ο Σεχίδης μεταφέρθηκε εσπευσμένα στον Κορυδαλλό για ψυχιατρική παρακολούθηση, καθώς παρουσίασε ψυχολογικές διαταραχές και δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον. Η γνωμάτευση της αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου έδειξε «εγκεφαλικά ευρήματα που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φυσιολογικά».

Οι τίτλοι τέλους έπεσαν στη στυγερή πατρο-μητρο-αδελφο-συγγενοκτονία που συγκλόνισε τα δικαστικά και αστυνομικά χρονικά της χώρας μας και με τα χρόνια όλοι ξέχασαν τον μακελάρη της Θάσου.