Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

Ελληνικό Έθνος: Ευλογημένο ή αδικημένο - 200 χρόνια από την Επανάσταση


Γιάννης Φ. Καζταρίδης
Φιλόλογος-Ιστορικός,
Δ/ντης Β`θμιας Εκπαίδευσης Πιερίας

Σε πρόσφατη συνάντηση εκπαιδευτικών, στο περιθώριο εργασιών προγράμματος ERASMUS, με πλησιάζει φιλικά Βούλγαρος συνάδελφος και με φιλόφρονα διάθεση απευθύνεται σε μένα και αρκετά ζωηρά αναφωνεί: 

 
 
 
Συνάδελφε Greco, είστε πολύ τυχεροί εσείς οι Έλληνες, πάντα είσαστε στη σωστή πλευρά, απεναντίας εμείς οι Βούλγαροι είμαστε στη λάθος πλευρά. Ακούγοντας αυτά ένας άλλος συνάδελφος εκπαιδευτικός, μεσανατολικής καταγωγής αυτός, προδήλως αφυπνισθείς, δήλωσε το ίδιο ζωηρά: Τι ανάγκη έχετε εσείς οι Έλληνες, εσάς όλοι οι λαοί και τα έθνη σας αγαπούν και σας σέβονται, απεναντίας εμάς τους όλοι μας μισούν και μας φθονούν. Και βέβαια είναι παγκοίνως γνωστό ότι στη συνείδηση των πλείστων ευρωπαίων πολιτών ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως το πλέον χαϊδεμένο παιδί της Ευρώπης.

Παρά ταύτα εμείς οι Έλληνες, είτε γνωρίζουμε είτε αγνοούμε τα αισθήματα των άλλων λαών απέναντί μας, κατατρυχόμαστε από ένα βαθύ, βασανιστικό αίσθημα αδικίας. Έχουμε την αίσθηση ότι όλοι μας εχθρεύονται, όλοι μας αδικούν, ότι οι σύμμαχοί μας δεν κατανοούν τα δίκαια μας, τα ιστορικά δικαιώματά μας, ότι δεν μας συμπαρίστανται όσο θα έπρεπε στις διαφορές μας με τους ιστορικούς μας αντιπάλους κ.λ.π. Έτσι μας βλέπουμε, θεωρούμε ότι είμαστε αδικημένοι, παραγκωνισμένοι, θύματα συνωμοτικών ενεργειών ξένων κέντρων. Μας «ψεκάζουν»… πιστεύουν ένας στους τρεις Έλληνες.

Η διαχρονική αξία του Ελληνισμού.

Αναγνωρίζεται διαχρονικά και καθολικά ότι ο Ελληνισμός κατά την αρχαιότητα παρήγαγε θαυμαστό πολιτισμό που επηρέασε επί δύο χιλιάδες χρόνια την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα Βαλκάνια, την Ιταλική Χερσόνησο. Η δύναμη του πολιτισμού αυτού και η δυναμική της ελληνικής γλώσσας ήταν τόσο μεγάλη που η νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός, την έκανε γλώσσα του, η δε Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μετά τον 7ο αι., υιοθετεί την ελληνική γλώσσα στη διοίκηση και στην παιδεία.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η χρήση, η εμβέλεια και η επιρροή της ελληνικής γλώσσας καταρχήν συρρικνώνεται. Ωστόσο η εμβέλειά της παραμένει υψηλή στη Βαλκανική, στη Μικρά Ασία και σε επαρχίες γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα. Η ελληνική παραμένει η γλώσσα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εξ αυτού καθίσταται η κύρια γλώσσα παιδείας αλλά και επικοινωνίας των ορθοδόξων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, (Βουλγάρων, Σέρβων, Αλβανών, Αρβανιτών, Ρουμάνων, Βλάχων κ.ά). εθνών, τα οποία μέχρι σχεδόν πρόσφατα, ως τα μέσα του 19ου αι. δεν είχαν δική τους γραπτή γλώσσα. Ανάμεσα σε όλα τα έθνη της Βαλκανικής η ελληνική γλώσσα με το υψηλό της κύρος και τη μακρά ιστορία της παραμένει η βασίλισσα των γλωσσών και συνακόλουθα η ελληνική παιδεία καθίσταται εξαιρετικά ελκυστική στους λαούς αυτούς. Θεωρούν οι λαοί αυτοί, κυρίως οι αστοί και οι κάτοικοι των πόλεων, ύψιστη τιμή να παρέχουν ελληνική παιδεία στα παιδιά τους. Τα ελληνικά σχολεία την περίοδο αυτή, από το 16ο ακόμη αιώνα και καθόλη τη διάρκεια του 19ου είναι τα πολυαριθμότερα και τα πληρέστερα μορφωτικά και εκπαιδευτικά. Με επιβλητικά κτήρια, βιβλιοθήκες, εργαστήρια Φυσικής και Χημείας κ.π.ά.

Η εθνική αφύπνιση. Η Ελληνική Επανάσταση (1821)

Η πρωτοπορία αυτή συνεχίστηκε και στις κατοπινές περιόδους. Ύστερα από την ιδεολογική προετοιμασία που προηγήθηκε, κυρίως μετά και εξ αιτίας της Γαλλικής Επανάστασης (1789), ‘έπειτα από επανειλημμένες, μη επιτυχείς αλλά σφόδρα ενισχυτικές του εθνικού φρονήματος, επαναστατικές απόπειρες, εθνικές κινήσεις, αντιστασιακές δραστηριότητες, τοπικού αλλά και περιφερειακού χαρακτήρα, πρώτοι οι Έλληνες ανάμεσα σε όλους τους άλλους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επαναστατούν (1821) και πετυχαίνουν να δημιουργήσουν ανεξάρτητο εθνικό κράτος. Οφείλουμε, όμως, να παραδεχτούμε τη μεγάλη βοήθεια που μας παρείχαν οι σύμμαχοί μας (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), βοήθεια διπλωματική, οικονομική, στρατιωτική. Ο Αγώνας για εθνική ανεξαρτησία στάθηκε μακροχρόνιος, αιματηρός, σημαδεύτηκε από εμφύλιες διαμάχες. Και όταν κάποιες φορές έδειχνε να ξεψυχάει, τότε που οι δυνάμεις του Κιουταχή και του Ιμπραήμ κατέπνιγαν κάθε επαναστατική φλόγα στη Ρούμελη και στο Μοριά, ο ενωμένος χριστιανικός στόλος (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας), με τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827), διέσωσαν την επαναστατική φλόγα και επιτάχυναν την εθνική απελευθέρωση.

Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, στις Εθνοσυνελεύσεις τους (Επιδαύρου, Άστρους, Τροιζήνας, κ.α.), οι Έλληνες συστήνουν συντάγματα φιλελεύθερα, δημοκρατικά, πολύ προοδευτικά για την εποχή τους. Θεσπίζουν το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας, της ισονομίας, της ισοπολιτείας, της ελευθερίας, της ατομικής ιδιοκτησίας κ.π.ά. Επιλέγουν πρωτοπόρα διοικητικά σχήματα του κράτους, αυτοδιοικητικά και κεντρικά, και μάλιστα πιο πρωτοπόρα από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, από εκείνα της Αγγλίας, της Γαλλίας, των ΗΠΑ) και συνδέονται διπλωματικά και πολιτισμικά με τη Δύση.

Η εθνική ολοκλήρωση.

Το πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος (1830) είχε περιορισμένα γεωγραφικά σύνορα. (βλ. χάρτη Εδαφικές Επεκτάσεις Ελληνικού κράτους, 1832-1947). Περιελάμβανε στα όριά του μόνον τη Ρούμελη, το Μοριά, και τα νησιά της Εύβοιας, των Κυκλάδων και των Σποράδων. Σ` αυτά τα γεωγραφικά όρια διαβιούσαν μόνον 750.000 κάτοικοι. Εκατοντάδες χιλιάδες άλλων Ελλήνων διαβιούσαν αλύτρωτοι σε επαρχίες της Οθωμ. Αυτοκ.

Μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση η πολεμική, διπλωματική προσπάθεια των Ελλήνων για εθνική ολοκλήρωση. Το γνωστό όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Η Μεγάλη Ελλάδα αφορούσε τη συμπερίληψη στο ελληνικό κράτος εδαφών και πληθυσμών που διαβιούσαν στην Οθωμ. Αυτοκρ. Το όραμα αυτό δεν είχε στη συνείδηση και στα σχέδια των Ελλήνων σαφή γεωγραφικά χαρακτηριστικά. Σε πολλούς δε σήμαινε την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η αμέσως επόμενη επέκταση των συνόρων του ελληνικού κράτους πραγματοποιήθηκε στα 1862 με την άνοδο στον ελληνικό θρόνο του βασιλιά Γεωργίου του Α`, με την παραχώρηση στην Ελλάδα από την Αγγλία των Επτανήσων.

Μετά την Επανάσταση στη Μακεδονία και Θεσσαλία (1878), τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που προέβλεπε τη Μεγάλη Βουλγαρία και αδικούσε την Ελλάδα, τη Συνθήκη του Βερολίνου (1881) που βελτίωνε σχετικά τις ελληνικές διεκδικήσεις, προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας.

Προς τα τέλη του 19ου αι. με τον «ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο» (1897) η Ελλάδα κινδύνευσε να συρρικνωθεί εδαφικά. Τα τουρκικά στρατεύματα αφού απέκρουσαν σχετικά εύκολα την απαράσκευη, επιπόλαιη, ανεπαρκή στρατιωτική προετοιμασία, εισχώρησαν στα ελληνικά εδάφη και προέλασαν μέχρι τη Λαμία. Με την παρέμβαση των γνωστών Μεγάλων Δυνάμεων τα τουρκικά στρατεύματα αναδιπλώθηκαν και επέστρεψαν στα ελληνοτουρκικά σύνορα του 1881, δηλ. ολίγον νοτιότερον του Πλαταμώνος και στη γραμμή της Μελούνας. Η Ελλάδα, όμως, υποχρεώθηκε να καταβάλει υψηλή στρατιωτική αποζημίωση υπέρ της Τουρκίας, σε συνθήκες οικονομικής χρεωκοπίας (1894) και υπό την εποπτεία του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (1895).

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το 1910. Μαζί με τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στη χώρα, ανέλαβε ένα τιτάνιο έργο, τον εξοπλισμό του στρατού με σύγχρονα πολεμικά όπλα και άλλο στρατιωτικό υλικό και με ιδιοφυείς διπλωματικές κινήσεις ενέταξε την Ελλάδα στη μεγάλη συμμαχία των βαλκανικών λαών που κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Το τέλος του πολέμου, βρήκε, προπάντων, την Ελλάδα εξόχως εδαφικά ωφελημένη. Με το τέλος του επίσης νικηφόρου Β` Βαλκανικού Πολέμου η Ελλάς διπλασίασε τα εδάφη της. Τότε απελευθερώθηκε και ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος η Ήπειρος και η Μακεδονία. (βλ. χάρτη: Εδαφικές επεκτάσεις της Ελλάδας 1832-1947)

Η αμέσως επόμενη εδαφική επέκταση της Ελλάδος επήλθε με τη συνθήκη του Νεϊγύ (Νοέμβριος 1919) η οποία, πέραν των πολλών άλλων, υποχρέωνε τη Βουλγαρία να παραιτηθεί από κάθε διεκδίκησή της στην Α. Μακεδονία και τη Δ. Θράκη. Τα εδάφη αυτά δόθηκαν στην Ελλάδα. (βλ. χάρτη, Η Ελλάδα μετά τις συνθήκες Νεϊγύ και Σεβρών. )

Η αμέσως επόμενη εδαφική επέκταση αφορά την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών που δρομολογήθηκε με τη συνθήκη των Σεβρών.

Η Συνθήκη των Σεβρών υπεγράφη στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου1920 στην πόλη Σεβρ (Sèvres) της Γαλλίας, τερμάτιζε τον Α` παγκόσμιο πόλεμο και έφερνε την ειρήνη ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Συμμαχικές και σχετιζόμενες Δυνάμεις. Η Συνθήκη των Σεβρών ήταν η συνθήκη διαμοιρασμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.( Η συνθήκη του Μούδρου -30/10/1918- ήταν η συνθήκη ειρήνης μεταξύ των Τούρκων και των συμμάχων υποχρεώνοντας τον αφοπλισμό των Τούρκων κ την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελλίων κ του Βοσπόρου κ την ελεύθερη διακίνηση των πλοίων από κ προς τη Μαύρη Θάλασσα).




Στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και η ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια με δημοψήφισμα. Το άρθρο 26 της Συνθήκης όριζε ακόμα οτι αν οι οθωμανικές αρχές δεν συναινούσαν στην εφαρμογή της, θα εξέπιπταν από την κυριαρχία τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα, κάτι το οποίο έντεχνα είχε προωθήσει ο Βενιζέλος.

Τα εδαφικά κέρδη που αποκόμισε η Ελλάδα με τη συνθήκη των Σεβρών, αποδόθηκαν στην Τουρκία με την επόμενη, το 1923, συνθήκη της Λωζάννης.

Μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό (τέλη Αυγούστου 1922) υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών.




Στις 20 Οκτωβρίου1922 ξεκίνησε το συνέδριο της Λωζάννης που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων. Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο, την περιοχή της Σμύρνης.

Η τελευταία προσάρτηση εδαφών πραγματοποιήθηκε, λίγο μετά το τέλος του Β` παγκοσμίου πολέμου, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για όσα προσέφερε η Ελλάδα στο πλευρό των συμμάχων κατά των δυνάμεων του άξονα.

Διαπιστώσεις-Συμπεράσματα
  1. Κατά τη διάρκεια των 200 ετών από την απελευθέρωση η Ελλάδα γνώρισε μόνον διαδοχικές εδαφικές προσαρτήσεις και καμία εδαφική απώλεια. Η μόνο απώλεια εθνικού εδάφους είναι το 40% του κυπριακού εδάφους, κάτι, όμως, όχι ότι δεν μας αφορά, αλλά το απολεσθέν έδαφος ανήκει στην κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία.
  2. Η εδαφική επαύξηση τελεσφόρησε ύστερα από σοβαρή στρατιωτική προετοιμασία και γενναία διπλωματική συμμαχική στήριξη. Δεν ήταν ποτέ μόνη της. Απεναντίας όταν ήταν απαράσκευη και γυμνή από διπλωματική στήριξη, οδηγήθηκε σε καταστροφή. (βλ. τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τη Μικρασιατική Καταστροφή 1922).
  3. Οι εμφύλιες διαμάχες, αρχομένων από τα πρώτα επαναστατικά χρόνια, διαμάχη στρατιωτικών με πολιτικούς, Ρουμελιωτών με Μωραϊτες, δυο διαδοχικοί εμφύλιοι πόλεμοι μεσούντος του Αγώνος, διαμάχη ετεροχθόνων και αυτοχθόνων, μετά οι βενιζελικοί με τους βασιλόφρονες, αργότερα οι Αριστεροί και οι Δεξιοί, το σαράκι του Διχασμού, πριόνισαν τους εθνικούς αγώνες και κατέστησαν ατελέσφορες σπουδαίες εθνικές διεκδικήσεις.
  4. Την πρωτοβουλία για πολεμικές συγκρούσεις, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο την είχε πάντα η Ελλάδα. Η «πανίσχυρη και Μεγάλη Τουρκία» ποτέ δεν κήρυξε τον πόλεμο, παρά τις κατά καιρούς απειλές και φοβέρες.
  5. Η περίοδος των 200 χρόνων από την επανάσταση δεν παρουσίαζε πάντα μια σταθερή ανοδική εδαφική, οικονομική, πολιτισμική πορεία. Ο καθηγητής Στάθης Καλύβας για την ίδια περίοδο, της σύγχρονης ελληνικής πορείας, διακρίνει επτά κύκλους με ισάριθμες φάσεις θριάμβων, αλλά και καταστροφών. Και αξίζει να μελετηθούν οι αιτίες, ορατές αλλά κυρίως οι βαθιές αιτίες που οδηγούσαν υα πράγματα πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά.
Επιλογικά

Σε λίγο καιρό θα αρχίσουν οι επέτειοι για να γιορτάσουμε το μεγάλο γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης. Στα επιστημονικά συνέδρια που θα διοργανωθούν, στις εργασίες που θα εκπονηθούν αποτελεί αδήριτη ανάγκη να μελετηθεί σοβαρά το παρελθόν, να κατανοήσουμε το παρόν, να διαβλέψουμε το μέλλον, με σοβαρότητα, νηφάλια, αντικειμενικά, πολύπλευρα, με εθνικές αλήθειες, χωρίς αποσιωπήσεις, αψιμυθίωτα, προτάσσοντας όχι το κομματικό αλλά το εθνικό συμφέρον.