Τη θέση της Αθήνας υιοθετεί και με δημοσίευμα του ο Guardian σε ότι αφορά τα Γλυπτά του Παρθενώνα, σε άρθρο του χρησιμοποιεί τον τίτλο τη φράση «προϊόν κλοπής».
Σε...
Σε...
ανταπόκρισή της από την Ελλάδα, η δημοσιογράφος Έλενα Σμιθ στέκεται στον εορτασμό για τα 11 χρόνια λειτουργίας του Μουσείου της Ακρόπολης, σημειώνοντας ότι «χτίστηκε για να φιλοξενήσει το μοναδικό πράγμα για το οποίο συμφωνούν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις: την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Λονδίνο».
Στο πλαίσιο των εορτασμών, όπως τονίζεται στο δημοσίευμα, η Αθήνα έκανε εκ νέου λόγο για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, χαρακτηρίζοντας παράνομη και «ενάντια σε κάθε ηθική αρχή» την κράτηση των αρχαιοτήτων από το Βρετανικό Μουσείο.
Το δημοσίευμα αναφέρεται σε δηλώσεις της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, η οποία τόνισε στην εφημερίδα «Τα Νέα» ότι η Αθήνα ζητά συστηματικά από τον Σεπτέμβριο του 2003 -όταν ξεκίνησε η κατασκευή του Μουσείου της Ακρόπολης- την επιστροφή των Γλυπτών διότι αποτελούν «προϊόν κλοπής».
«Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση -όπως και κάθε ελληνική κυβέρνηση- δεν πρόκειται να σταματήσει να διεκδικεί τα κλεμμένα Γλυπτά, τα οποία το Βρετανικό Μουσείο, ενάντια σε κάθε ηθική αρχή, συνεχίζει να κρατά παράνομα», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού.
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, η κ. Μενδώνη αναφέρθηκε στο διαχρονικό επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου ότι η Αθήνα δεν διέθετε κάποιον αξιοπρεπή χώρο για να εκθέσει τα Γλυπτά, καθώς και στο γεγονός ότι η στάση του Βρετανικού Μουσείου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την άποψη της βρετανικής κοινής γνώμης.
Βάσει δημοσκοπήσεων, οι Βρετανοί έχουν εκφραστεί υπέρ του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα.
«Είναι λυπηρό ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα μουσεία του κόσμου να διοικείται ακόμα από απαρχαιωμένες, αποικιοκρατικές απόψεις», τόνισε η κ. Μενδώνη.
Στο δημοσίευμα τονίζεται επίσης ότι η ελληνική κεντροδεξιά κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να διεκδικήσει σθεναρά την επιστροφή των Γλυπτών, ενόψει των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε δηλώσει λίγες εβδομάδες μετά την εκλογή του -σημειώνει ο Guardian- ότι ήταν έτοιμος να επιτρέψει να ταξιδέψουν εκτός Ελλάδας άλλες αρχαιότητες προκειμένου να εκτεθούν στο Λονδίνο, με αντάλλαγμα την επανένωση των Γλυπτών με «ένα μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς».
Έλληνες κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως αναφέρει ο Guardian, δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο να ασκηθεί σχετική πίεση και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συμφωνίας για το Brexit.
Ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Χαρτγουίγκ Φίσερ, έχει χαρακτηρίσει από την πλευρά του την απομάκρυνση των Γλυπτών από την Ελλάδα ως «δημιουργική πράξη».
Ο Guardian παρατηρεί εξάλλου πως, όσοι επιθυμούν την επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα, θεωρούν ότι η αίθουσα στο Μουσείο της Ακρόπολης αποτελεί το τέλειο αντίδοτο στη σκοτεινή αίθουσα όπου φιλοξενούνται στο Βρετανικό Μουσείο.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, παρά την αγάπη του για την Αρχαία Ελλάδα, τάσσεται υπέρ της παραμονής των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Λονδίνο, υποστηρίζοντας ότι «διασώθηκαν, ορθώς, από τον Έλγιν».
Ωστόσο, ο πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Τόνι Μπλερ, σημείωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του στην Καθημερινή ότι τα Γλυπτά είχαν χαρακτηριστεί ως «καυτή πατάτα».
Στο πλαίσιο των εορτασμών, όπως τονίζεται στο δημοσίευμα, η Αθήνα έκανε εκ νέου λόγο για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, χαρακτηρίζοντας παράνομη και «ενάντια σε κάθε ηθική αρχή» την κράτηση των αρχαιοτήτων από το Βρετανικό Μουσείο.
Το δημοσίευμα αναφέρεται σε δηλώσεις της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, η οποία τόνισε στην εφημερίδα «Τα Νέα» ότι η Αθήνα ζητά συστηματικά από τον Σεπτέμβριο του 2003 -όταν ξεκίνησε η κατασκευή του Μουσείου της Ακρόπολης- την επιστροφή των Γλυπτών διότι αποτελούν «προϊόν κλοπής».
«Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση -όπως και κάθε ελληνική κυβέρνηση- δεν πρόκειται να σταματήσει να διεκδικεί τα κλεμμένα Γλυπτά, τα οποία το Βρετανικό Μουσείο, ενάντια σε κάθε ηθική αρχή, συνεχίζει να κρατά παράνομα», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού.
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, η κ. Μενδώνη αναφέρθηκε στο διαχρονικό επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου ότι η Αθήνα δεν διέθετε κάποιον αξιοπρεπή χώρο για να εκθέσει τα Γλυπτά, καθώς και στο γεγονός ότι η στάση του Βρετανικού Μουσείου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την άποψη της βρετανικής κοινής γνώμης.
Βάσει δημοσκοπήσεων, οι Βρετανοί έχουν εκφραστεί υπέρ του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα.
«Είναι λυπηρό ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα μουσεία του κόσμου να διοικείται ακόμα από απαρχαιωμένες, αποικιοκρατικές απόψεις», τόνισε η κ. Μενδώνη.
Στο δημοσίευμα τονίζεται επίσης ότι η ελληνική κεντροδεξιά κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να διεκδικήσει σθεναρά την επιστροφή των Γλυπτών, ενόψει των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε δηλώσει λίγες εβδομάδες μετά την εκλογή του -σημειώνει ο Guardian- ότι ήταν έτοιμος να επιτρέψει να ταξιδέψουν εκτός Ελλάδας άλλες αρχαιότητες προκειμένου να εκτεθούν στο Λονδίνο, με αντάλλαγμα την επανένωση των Γλυπτών με «ένα μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς».
Έλληνες κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως αναφέρει ο Guardian, δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο να ασκηθεί σχετική πίεση και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συμφωνίας για το Brexit.
Ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Χαρτγουίγκ Φίσερ, έχει χαρακτηρίσει από την πλευρά του την απομάκρυνση των Γλυπτών από την Ελλάδα ως «δημιουργική πράξη».
Ο Guardian παρατηρεί εξάλλου πως, όσοι επιθυμούν την επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα, θεωρούν ότι η αίθουσα στο Μουσείο της Ακρόπολης αποτελεί το τέλειο αντίδοτο στη σκοτεινή αίθουσα όπου φιλοξενούνται στο Βρετανικό Μουσείο.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, παρά την αγάπη του για την Αρχαία Ελλάδα, τάσσεται υπέρ της παραμονής των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Λονδίνο, υποστηρίζοντας ότι «διασώθηκαν, ορθώς, από τον Έλγιν».
Ωστόσο, ο πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Τόνι Μπλερ, σημείωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του στην Καθημερινή ότι τα Γλυπτά είχαν χαρακτηριστεί ως «καυτή πατάτα».