Το βράδυ της 30 προς την 31 Ιανουαρίου του 1996 παίχτηκε ένα μεγάλο δράμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ένας εθνικός θρίαμβος που προέρχονταν από την σύγχυση και αδυναμία των Τούρκων, όπως θα δούμε παρακάτω, θάφτηκε κάτω από την ελληνική προδοσία. Και...
η προδοσία αυτή γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν γνωρίσει κανείς το τι διαδραματίζονταν εκείνο το βραδύ στην Άγκυρα και το πώς μια μεγάλη αγωνία είχε κυριεύσει τους Τούρκους που έβλεπαν την επερχόμενη καταστροφή τους.
Πολλά έχουν γραφτεί, πολλά έχουν ειπωθεί για εκείνη την ατέλειωτη νύχτα και το τραγικό ξημέρωμα. Όμως μέχρι σήμερα υπάρχει ένα κενό στην όλη υπόθεση. Το κενό αυτό είναι το τι ακριβώς έγινε εκείνο το κρίσιμο βραδύ στο έκτακτο Εθνικό Συμβούλιο της Τουρκίας που είχε αρχίσει από νωρίς το απόγευμα και συνεχίστηκε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης κρίνοντας καθοριστικά την έκβαση της όλης κρίσης. Αυτή την συνεδρίαση την διέκρινε ένα φορτισμένο άγχος και μια μεγάλη ηττοπάθεια της τουρκικής ηγεσίας, (στοιχειό άγνωστο για πολλούς εδώ στην Ελλάδα).
Αυτό οφείλονταν στον απλό λόγω ότι οι Έλληνες κομάντος ήταν ήδη πάνω στην βραχονησίδα Ίμια ενώ οι Τούρκοι μόλις είχαν συγκεντρωθεί στο επίμαχο σημείο της κρίσης.
Χαρακτηριστικό της μεγάλης έντασης που υπήρχε εκείνο το βράδυ στην Άγκυρα είναι πως την επόμενη η τουρκική εφημερίδα Χουριέτ έγραφε ότι η τότε πρωθυπουργός Ταντσού Τσιλέρ είχε χάσει πέντε κιλά από τον ιδρώτα, εξ αιτίας του φόβου της για αναμενόμενη μεγάλη ήττα της Τουρκίας.
Τι έγινε όμως όλες αυτές τις ώρες σε μια συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών που έκριναν και την τελική έκβαση της κρίσεως, η οποία θεωρήθηκε εκ των υστέρων από τους Τούρκους σαν η μεγαλύτερη επιτυχία τούς στην διαμάχη στο Αιγαίο και σαν καθοριστική στην αλλαγή όλων των μέχρι τότε δεδομένων για το στάτους κβο της περιοχής ;
Τι έγινε λοιπόν εκείνη την ατέλειωτη νύχτα, αλλά και τι προηγήθηκε θα προσπαθήσουμε να το ερευνήσουμε επικαλούμενοι τις αποκλειστικές μαρτυρίες του τότε υφυπουργού Εξωτερικών και μετέχοντα στο Εθνικό Συμβούλιο της Τουρκίας, (αυτόπτη μάρτυρα όλων όσων διαδραματίστηκαν εκείνη την βραδιά), Ινάν Μπατού, όπως τις αποκάλυψε σε μια αποκαλυπτική τηλεοπτική εκπομπή στις 1 Φεβρουάριου του 2005, στο τουρκικό κανάλι CNNTürk.
Στις 26 Δεκεμβρίου του 1995, ένα τουρκικό ψαράδικο με πλοίαρχο τον Τούρκο, Φιγκέν Αγκά, προσάραξε στην νήσο της Ίμια και στη συνέχεια αρνήθηκε επίμονα την βοήθεια, πού τελικά την δέχτηκε, των ελληνικών πλοίων της ακτοφυλακής. Το επεισόδιο ανησύχησε την Αθήνα, καθώς οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες είχαν ορισμένες πληροφορίες για επικείμενη μεγάλη ένταση στην περιοχή.
Ας παρακολουθήσουμε όμως τις μαρτυρίες του τότε υφυπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Ινάν Μπατού. Σύμφωνα με τον Μπατού, οι δυο χώρες μετά το επεισόδιο αυτό αντάλλαξαν νότες διαμαρτυρίας στις οποίες η κάθε μια στήριζε την άποψη της ότι η βραχονησίδα της ανήκει. Το θέμα παρέμεινε στις νότες και οι Τούρκοι πίστεψαν πως θα εκτονώνονταν εκεί.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μπατού, θα έμεινε σαν άλλο ένα άλυτο πρόβλημα μεταξύ των δυο χωρών στο Αιγαίο. Είναι γνωστό, είπε ο Μπατού, πως υπάρχουν πάρα πολλά άλυτα προβλήματα μεταξύ των δυο χωρών στο Αιγαίο, άλλο ένα δεν θα πείραζε την όλη κατάσταση. Μάλιστα η Τουρκία, ισχυρίστηκε ο Μπατού, είχε δυνατά επιχειρήματα για να στηρίξει την άποψη ότι οι βραχονησίδες, αν δεν της ανήκουν, τουλάχιστον δεν είναι ελληνικές.
Και αυτό το στήριξε στο ότι, όπως ανέφερε ο Μπατού, το 1948 είχε και τότε δημιουργηθεί θέμα κυριαρχίας των βραχονησίδων μετά την αποχώρηση της Ιταλίας από τα Δωδεκάνησα και η Ελλάδα είχε καλέσει τότε την Τουρκία να διαπραγματευτούν για την κυριαρχία της περιοχής, κάτι που βέβαια δεν έγινε ποτέ. Αφού λοιπόν, σύμφωνα με τον Μπατού, η Ελλάδα είχε ζητήσει τότε να γίνει συζήτηση και διαπραγμάτευση για το καθεστώς των βραχονησίδων πως τώρα έρχονται και υποστήριζε πως οι βραχονησίδες της ανήκουν, (παραλείπει βέβαια να μας πει ότι η Τουρκία τότε είχε ήδη παραιτηθεί κάθε δικαιοδοσίας για τις βραχονησίδες).
Ενώ λοιπόν το θέμα έπεφτε σε ένταση και κόντευε να ξεχαστεί από την τουρκική επικαιρότητα, στις 26 Ιανουαρίου, δηλαδή ένα μήνα σχεδόν μετά, ο δήμαρχος της Καλύμνου πηρέ τον παπά του νησιού, μερικούς μαθητές του σχολείου και αποβιβαστήκαν στην Ίμια υψώνοντας την ελληνική σημαία.
Η ενέργεια αυτή, σύμφωνα με τον Μπατού, ήταν τελείως αψυχολόγητη, προβοκατόρικη και ήταν η θρυαλλίδα που άναψε το φιτίλι της μεγάλης κρίσης που έφερε στη συνέχεια τις δυο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου.
Για την κίνηση αυτή του δημάρχου της Καλύμνου πολλά έχουν ειπωθεί και στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Αξίζει να δούμε τι δήλωσε ένας διακεκριμένος Τούρκος διπλωμάτης, που δείχνει και την καλλιεργούμενη τουρκική αντίληψη για την κίνηση να υψωθεί η ελληνική σημαία στην περιοχή.
Ο τότε πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα, διακεκριμένος διπλωμάτης και στη συνέχεια διευθυντής του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, Ουμίτ Παμίρ, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Χουριέτ», (28/11/1998), αναφερόμενος στην κρίση των Ίμια είπε τα εξής: «Τα Ίμια ήταν μια επικίνδυνη ελληνική προβοκάτσια πού προκλήθηκε από τον τότε Έλληνα υπουργό Άμυνας, Γεράσιμο Αρσένη».
Την περίοδο εκείνη στην Τουρκία ήταν ή εποχή της έκρηξης της ιδιωτικής τηλεόρασης και τα μεγάλα τουρκικά κανάλια έψαχναν για θέματα-θεάματα που θα τάραζαν τα νερά και θα ανέβαζαν στα ύψη την θεαματικότητα. Έτσι το θέμα πήρε μεγάλη έκταση καθώς τρεις Τούρκοι δημοσιογράφοι έκαναν σκηνοθετημένη απόβαση με το ελικόπτερο της εφημερίδας «Χουριέτ» και σε συνεργασία με το γνωστό τουρκικό κανάλι D, του γνωστού Τούρκου μεγιστάνα και ύποπτου για μαφιόζικες διασυνδέσεις, Αχμέτ Ντογάν, (εφημερίδες Χουριέτ, Ραντικάλ), κατέβασαν την ελληνική σημαία και έκαναν θεαματική έπαρση της τουρκικής σημαίας».
Αλλά ας δούμε με την σειρά τα γεγονότα. Το επεισόδιο της έπαρσης της ελληνικής σημαίας του δημάρχου της Καλύμνου μεταδόθηκε με διθυράμβους από ελληνικό κανάλι προκαλώντας τις πρώτες έντονες αντιδράσεις από τουρκικής πλευράς. Η τουρκική εφημερίδα Χουριέτ, κυκλοφόρησε στις 27/1/96 με τον τίτλο: «Ege ısınıyor», δηλαδή το «Αιγαίο φλέγετε».
Την επόμενη, στις 28 του μηνός και τελείως απροσδόκητα αποβιβάζεται στα Ίμια ένα τουρκικό ελικόπτερο μεταφέροντας το δημοσιογραφικό συνεργείο του γραφείου της Χουριέτ Σμύρνης, που κατέβασε, δίνοντας παράσταση σόου, την ελληνική σημαία και ανέβασε την τουρκική. Οι σκηνές κινηματογραφήθηκαν και προβλήθηκαν στα τουρκικά κανάλια με διθυραμβικό τρόπο. Τώρα ο «πόλεμος των ΜΜΕ» θα μετατρέπονταν σε σοβαρή κρίση. Αμέσως σχεδόν μετά αποβιβάζονταν στην Ίμια Έλληνες κομάντος, και αφού κατεβάζουν με την σειρά τους την τουρκική σημαία παραμένουν εκεί για να φυλάξουν την ελληνική κυριαρχία στο νησί. Η κρίση είχε ήδη αρχίσει και οι φλόγες απειλούσαν με ολοκληρωτική ανάφλεξη τις δυο πλευρές του Αιγαίου.
Η Άγκυρα κάλεσε αμέσως τον Έλληνα πρέσβη, κ Νεζερίτη και του επέδωσε νότα ζητώντας να αποχωρήσουν αμέσως οι Έλληνες κομάντος. Ο Έλληνας πρέσβης με χαρακτηριστικό χαμόγελο απέρριψε την νότα και αποχώρησε από το υπουργείο Εξωτερικών χωρίς να ικανοποιήσει κανένα τουρκικό αίτημα. Στις 29 Ιανουαρίου το πρωί όλες οι τουρκικές εφημερίδες κυκλοφορούσαν με εκρηκτικά πρωτοσέλιδα αναφέροντας για αισχρή ελληνική πρόκληση.
Η ατμόσφαιρα στην Άγκυρα είχε ανάψει για τα καλά. Οι άνεμοι του πολέμου φυσούσαν πλέον έντονα πάνω από το Αιγαίο. Η τότε υπηρεσιακή Τουρκάλα πρωθυπουργός, Ταντσού Τσιλέρ, αγνοούσε τελείως το ζήτημα, όπως ομολόγησε χαρακτηριστικά ο Μπατού. Είδε στην κρίση, (με τον χαρακτηριστικό οπορτουνισμό που την διέκρινε), μια χρυσή ευκαιρία για να καταξιωθεί πολιτικά και να γίνει ήρωας στα μάτια του τουρκικού λαού.
Αυτό ήταν και το πιο επικίνδυνο σημείο της όλης υπόθεσης. Οι στρατιωτικοί αντιμετώπιζαν με καχυποψία την πρωθυπουργό, καθώς δεν εμπιστεύονταν την Τσιλέρ στις φιλοπόλεμες κραυγές της γιατί είχαν διαβλέψει τις προσωπικές της φιλοδοξίες. Από την άλλη δεν είχαν εμπιστοσύνη στον τουρκικό στόλο ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον ελληνικό. Αυτό δείχνει το πνεύμα ηττοπάθειας των Τούρκων και ότι υπήρχε εξ αρχής μια διάσταση απόψεων στο τουρκικό στρατόπεδο.
Και φτάνουμε στο απόγευμα της 29 Ιανουαρίου 1996. Στην Άγκυρα και εν μέσω της μεγάλης αναστάτωσης που είχαν προκαλέσει τα τουρκικά ΜΜΕ, συγκαλείτε έκτακτο το Εθνικό Συμβούλιο σε συνεχή συνεδρίαση για να εξεταστεί η κατάσταση ενώ δημιουργείται Γραφείο Κρίσης. Για τους Τούρκους υπήρχε ήδη το σοβαρό αρνητικό δεδομένο ότι στην βραχονησίδα υπήρχαν οι Έλληνες κομάντος.
Το γεγονός αυτό είχε αγχώσει τους Τούρκους, καθώς ξεκινούσαν με ένα σημαντικό μειονέκτημα. Ενώ δηλαδή οι Έλληνες είχαν κάνει μια κίνηση, θα έπρεπε τώρα αυτοί να απαντήσουν και εδώ υπήρχε το μεγάλο αδιέξοδο στην τουρκική πλευρά, (δυστυχώς την ίδια ώρα στην Αθήνα επικρατούσε πολιτικό χάος και κανείς δεν είχε αντιληφθεί την αγχωμένη κατάσταση της τουρκικής ηγεσίας). Και μόνο γι’ αυτόν τον λόγω το μέγεθος της ελληνικής προδοσίας γίνεται ακόμα μεγαλύτερο.
Στην ιστορική αυτή συνεδρίαση της Άγκυρας εκτός από την Τσιλέρ πήραν μέρος ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Ντενίζ Μπαικάλ, ο υφυπουργός Εξωτερικών, προσκείμενος στον Μπαικάλ, Ινάν Μπατού, (τις μαρτυρίες του οποίου επικαλούμαστε) ο πρέσβης, Ονούρ Οϊμέν, προσκείμενος στην Τσιλέρ και οι υπεύθυνοι των ελληνικών υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών. Από στρατιωτικής πλευράς, ο υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Τσεβίκ Μπιρ, που είχε υποσκελίσει για λίγο τον Ισμαήλ Καρανταγί, τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, ο αρχηγός του Επιτελείου Ναυτικού, Γκουβέν Έρκαγια, ( από την αρχή οργισμένος με την Τσιλέρ), οι αρχηγός Στρατού, στρατηγός Χικμέτ Κιοκσάλ, ο αρχηγός Αεροπορίας, Αχμέτ Τσορεκτσί και ο αρχηγός της ΜΙΤ, στρατηγός Τεομάν Κομάν. Την ίδια ώρα στην Αθήνα υπήρχε εικόνα γενικής διάλυσης ο τότε υπουργός Εξωτερικών κ Πάγκαλος προτίμησε να πάει στο τηλεοπτικό κανάλι MEGA και να δώσει συνέντευξη λες και η κρίση ήταν κάτι το συνηθισμένο.
Η Τσιλέρ αμέσως μόλις κάθισαν στο τραπέζι απευθύνθηκε στον Οϊμέν και τον ρώτησε με έμφαση αν έχει μελετήσει τον φάκελο των βραχονησίδων και αν η Τουρκία έχει δυνατά επιχειρήματα για να υποστηρίξει τις απόψεις της. Ο Οϊμέν απάντησε απερίφραστα πως ναι, η Τουρκία είχε ατράνταχτα επιχειρήματα, (ενώ αργότερα παραδέχτηκε πως είπε ψέματα).
Τότε η Τσιλέρ με όλη την έπαρση αλλά και την άγνοια της για τα στρατιωτικά θέματα, στράφηκε προς την πλευρά των στρατιωτικών και τους είπε πως θα πρέπει να κατεβάσουν αμέσως τους Έλληνες κομάντος από την βραχονησίδα και να υποστείλουν την ελληνική σημαία.
Το ύφος της εκνεύρισε τους στρατιωτικούς και ιδιαιτέρα τον Έρκαγια, που έπνεε μένεα για την Τσιλέρ διαπιστώνοντας πως αγνοούσε την μειονεκτική θέση των Τούρκων και τους στοιχειώδεις στρατιωτικούς κανόνες εμπλοκής και απεμπλοκής από μια στρατιωτική κρίση. Τότε μίλησε ο Μπατού και είπε πως, «Εντάξει, αν πάμε εμείς να τους κατεβάσουμε τότε οι δυνάμεις των Ελλήνων τα πλοία και τα αεροπλάνα που βρίσκονται εκεί θα μείνουν απαθείς ; αυτό είναι αδύνατον», και τότε πρόσθεσε το χαρακτηριστικό, «μια σπίθα, (kıvılcım), φτάνει με την τεράστια συγκέντρωση των αεροναυτικών δυνάμεων των δυο χωρών για να ανάψει μεγάλη φωτιά που δύσκολα θα σβήσει. Αν γίνει αυτό που ζητάει η Τσιλέρ θα ξεσπάσει αμέσως πόλεμος».
Η κατάσταση φαίνονταν για τους Τούρκους αδιέξοδη, καθώς, όπως αναφέραμε παραπάνω, υπήρχε το δεδομένο ότι οι Έλληνες είχαν στρατηγικό πλεονέκτημα γιατί ήδη είχαν στρατιωτικό άγημα στην Ίμια. Οι στρατιωτικοί ήταν οργισμένοι με τις δημόσιες δηλώσεις της Τσιλέρ να φύγουν οι Έλληνες στρατιώτες να κατεβεί η ελληνική σημαία, καθώς διαπίστωναν πως είχαν οδηγηθεί σε μια άνευ προηγουμένου κρίση χωρίς να έχουν την πρωτοβουλία και χωρίς να υπάρχει από πριν κάποιος σχεδιασμός για την αντιμετώπιση της. Εντωμεταξύ συνεχώς έρχονταν αναφορές για τη εξέλιξη της κατάστασης.
Όλες οι αναφορές επεσήμαναν την τεράστια συγκέντρωση ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων της Ελλάδας στην περιοχή, ενώ είχε αρχίσει ένα κυνηγητό μεταξύ των πλοίων των δυο χωρών γύρω από την βραχονησίδα που βρίσκονταν οι Έλληνες κομάντος.
Η ένταση ήταν πολύ μεγάλη καθώς ο φόβος μιας αποτυχίας είχε αγχώσει την στρατιωτική ηγεσία που ήταν ανεπανόρθωτα εκτεθειμένη εξ αιτίας της Τσιλέρ. Ήταν κάτι το προφανές για τους Τούρκους στρατηγούς γιατί μια ήττα θα χρεώνονταν επάνω τους με όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης. Τότε έγινε ένα διάλλειμα για να συζητήσουν κατά μέρος την κατάσταση.
Ο Μπαικάλ αποσύρθηκε με τους συμβούλους του σε μια γωνιά και τους είπε : «είμαστε μπροστά σε μεγάλη απόφαση και θα έπρεπε όλοι να πούνε την γνώμη τους», και συνέχισε, «Είμαστε σε πόλεμο αν οι στρατιωτικοί εκτελέσουν τις εντολές της Τσιλέρ. Πρέπει να συνεχίσουμε την διπλωματική προσπάθεια αλλά έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα δεν υπάρχει περιθώριο».
Τότε αναφέρει ο Μπατού μου ήρθε η ιδέα (;;;), ότι δίπλα στην βραχονησίδα υπάρχει και μια δεύτερη βραχονησίδα. Αποφάσισα να προτείνω να κάνουμε απόβαση στην άλλη βραχονησίδα αφού ήταν αφύλακτη από τους Έλληνες και έτσι η κατάσταση θα ισοφαρίζονταν με τους Έλληνες, (εδώ πράγματι υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για αυτή την «τουρκική ιδέα» μετέπειτα διεκδίκησε από τον Μπατού ο ναύαρχος Γκουβέν Έρκαγια, ο οποίος υποστήριξε πως ήταν δική του η ιδέα να αποβιβαστούν στην δεύτερη βραχονησίδα). Στη συνέχεια υποστήριξε ο Μπατού, «μετά θα περιμένουμε την επέμβαση της ΕΕ και των ΗΠΑ για να εκτονωθεί η κατάσταση», δηλαδή είχε προεξοφλήσει τις εξελίξεις. Οι στρατιωτικοί αφού άκουσαν αυτή την άποψη είπαν να το συζητήσουμε και τελικά αποφασίστηκε να γίνει η απόβαση στην δεύτερη βραχονησίδα μέσα στη νύχτα και με κάποιο καμουφλάζ από τουρκική φρεγάτα.
«Αποσυρθήκαμε όλοι στις θέσεις μας», συνεχίζει ο Μπατού και ενώ συνεχίστηκε η ροή των πληροφοριών περιμέναμε με αγωνία το αποτέλεσμα αυτής της επιχείρησης. Εδώ υπήρχε για την τουρκική πλευρά ένα μεγάλο πρόβλημα.
Όπως τονίζει ο Μπατού, «Τρέμαμε μήπως φανεί πως είμαστε εμείς οι πρώτοι που θα προκαλούσαμε σύρραξη, γιατί τότε η Τουρκία θα έπαιρνε όλο το κόστος της σύγκρουσης. Δεν θέλαμε με κανένα τρόπο να φανεί πως εμείς αρχίζαμε πρώτοι τις εχθροπραξίες».
Τότε, γύρω στις 2,30 την νύχτα ήρθε η ευχάριστη είδηση. Οι Τούρκοι είχαν πετύχει τον στόχο τους. Στη μια νησίδα ήταν Έλληνες στην άλλη Τούρκοι κομάντος. Τώρα, λέει ο Μπατού, «περιμέναμε τώρα την διεθνή επέμβαση. Η Ε.Ε. ούτε ακούστηκε, ούτε φάνηκε πουθενά σαν να μην υπήρχε, μόνο οι ΗΠΑ αμέσως επενέβησαν και άρχισε νέος γύρος τηλεφωνημάτων», (και εδώ είναι σκοτεινό το σημείο το τι ακριβώς ειπώθηκε με τους Αμερικανούς). Ο Μπατού εδώ κάνει εύφημο μνεία για τις ΗΠΑ που έβγαλαν τις δυο χώρες από μια δύσκολη κατάσταση και υπενθύμισε πως οι ΗΠΑ είχαν την πρωτοβουλία και στην Βοσνία και στο Ιράκ και αλλού, ενώ οι Ευρωπαίοι ήταν πάντα απόντες.
Στη συνέχεια και εδώ είναι το ενδιαφέρων ο Μπατού κάνει και μια σημαντική αποκάλυψη λέγοντας πως οι ΗΠΑ, «Zanediyorum o gece bize güvence verdi», δηλαδή, «οι ΗΠΑ εκείνη την βραδιά μας έδωσαν εγγύηση» προφανώς αφού είχαν επικοινωνήσει με την Αθήνα ότι θα εκτονώνονταν η κατάσταση και θα αποχωρούσαν και οι δυο χώρες από τις βραχονησίδες, για να επανέλθουν στο πρότερο καθεστώς της ηρεμίας και της γκρίζας για τους Τούρκους κυριαρχίας. Στην Ελλάδα, μιλάει πάντα ο Μπατού, «έγινε σεισμός παραιτήθηκαν στρατηγοί και είχαν και πτώση ελικοπτέρου», (δεν κάνει όμως αναφορά για τον τραγικό θάνατο των τριών Ελλήνων πιλότων)
Νωρίς το πρωί η Τσιλέρ θριαμβευτικά ανήγγειλε στα τουρκικά κανάλια ότι ο σκοπός επιτεύχθηκε και ότι οι Έλληνες είχαν φύγει ενώ η ελληνική σημαία είχε κατέβει, «Bu asker gitti bu baırak indi». Τις επόμενες μέρεςö συνεχίζει ο Μπατούö είχαμε κάποια ένταση καθώς κάποια ελληνικά ψαροκάικα προσπάθησαν να δώσουν νερό και τρόφιμα στις κατσίκες που υπήρχαν στην Ίμια. Η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε στους Αμερικανούς και το επεισόδιο έληξε και αυτό χωρίς συνέχειαç Η Τουρκία, κατέληξε ο Μπατού, «με επιμονή, ειρηνική διάθεση είχε πετύχει τον σκοπό της».
Στην Αθήνα οι προδότες των Ιμίων που έσωσαν τους Τούρκους από μια πολύ δύσκολη κατάσταση ευχαριστούσαν από το βήμα της ελληνικής βουλής τους Αμερικανούς γιατί…τους γλύτωσαν από την καταστροφή.
(Από προσωπικές μαρτυρίες στην Άγκυρα το βράδυ της κρίσης)
*Ο Νίκος Χειλαδάκης είναι Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μπατού, θα έμεινε σαν άλλο ένα άλυτο πρόβλημα μεταξύ των δυο χωρών στο Αιγαίο. Είναι γνωστό, είπε ο Μπατού, πως υπάρχουν πάρα πολλά άλυτα προβλήματα μεταξύ των δυο χωρών στο Αιγαίο, άλλο ένα δεν θα πείραζε την όλη κατάσταση. Μάλιστα η Τουρκία, ισχυρίστηκε ο Μπατού, είχε δυνατά επιχειρήματα για να στηρίξει την άποψη ότι οι βραχονησίδες, αν δεν της ανήκουν, τουλάχιστον δεν είναι ελληνικές.
Και αυτό το στήριξε στο ότι, όπως ανέφερε ο Μπατού, το 1948 είχε και τότε δημιουργηθεί θέμα κυριαρχίας των βραχονησίδων μετά την αποχώρηση της Ιταλίας από τα Δωδεκάνησα και η Ελλάδα είχε καλέσει τότε την Τουρκία να διαπραγματευτούν για την κυριαρχία της περιοχής, κάτι που βέβαια δεν έγινε ποτέ. Αφού λοιπόν, σύμφωνα με τον Μπατού, η Ελλάδα είχε ζητήσει τότε να γίνει συζήτηση και διαπραγμάτευση για το καθεστώς των βραχονησίδων πως τώρα έρχονται και υποστήριζε πως οι βραχονησίδες της ανήκουν, (παραλείπει βέβαια να μας πει ότι η Τουρκία τότε είχε ήδη παραιτηθεί κάθε δικαιοδοσίας για τις βραχονησίδες).
Ενώ λοιπόν το θέμα έπεφτε σε ένταση και κόντευε να ξεχαστεί από την τουρκική επικαιρότητα, στις 26 Ιανουαρίου, δηλαδή ένα μήνα σχεδόν μετά, ο δήμαρχος της Καλύμνου πηρέ τον παπά του νησιού, μερικούς μαθητές του σχολείου και αποβιβαστήκαν στην Ίμια υψώνοντας την ελληνική σημαία.
Η ενέργεια αυτή, σύμφωνα με τον Μπατού, ήταν τελείως αψυχολόγητη, προβοκατόρικη και ήταν η θρυαλλίδα που άναψε το φιτίλι της μεγάλης κρίσης που έφερε στη συνέχεια τις δυο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου.
Για την κίνηση αυτή του δημάρχου της Καλύμνου πολλά έχουν ειπωθεί και στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Αξίζει να δούμε τι δήλωσε ένας διακεκριμένος Τούρκος διπλωμάτης, που δείχνει και την καλλιεργούμενη τουρκική αντίληψη για την κίνηση να υψωθεί η ελληνική σημαία στην περιοχή.
Ο τότε πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα, διακεκριμένος διπλωμάτης και στη συνέχεια διευθυντής του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, Ουμίτ Παμίρ, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Χουριέτ», (28/11/1998), αναφερόμενος στην κρίση των Ίμια είπε τα εξής: «Τα Ίμια ήταν μια επικίνδυνη ελληνική προβοκάτσια πού προκλήθηκε από τον τότε Έλληνα υπουργό Άμυνας, Γεράσιμο Αρσένη».
Την περίοδο εκείνη στην Τουρκία ήταν ή εποχή της έκρηξης της ιδιωτικής τηλεόρασης και τα μεγάλα τουρκικά κανάλια έψαχναν για θέματα-θεάματα που θα τάραζαν τα νερά και θα ανέβαζαν στα ύψη την θεαματικότητα. Έτσι το θέμα πήρε μεγάλη έκταση καθώς τρεις Τούρκοι δημοσιογράφοι έκαναν σκηνοθετημένη απόβαση με το ελικόπτερο της εφημερίδας «Χουριέτ» και σε συνεργασία με το γνωστό τουρκικό κανάλι D, του γνωστού Τούρκου μεγιστάνα και ύποπτου για μαφιόζικες διασυνδέσεις, Αχμέτ Ντογάν, (εφημερίδες Χουριέτ, Ραντικάλ), κατέβασαν την ελληνική σημαία και έκαναν θεαματική έπαρση της τουρκικής σημαίας».
Αλλά ας δούμε με την σειρά τα γεγονότα. Το επεισόδιο της έπαρσης της ελληνικής σημαίας του δημάρχου της Καλύμνου μεταδόθηκε με διθυράμβους από ελληνικό κανάλι προκαλώντας τις πρώτες έντονες αντιδράσεις από τουρκικής πλευράς. Η τουρκική εφημερίδα Χουριέτ, κυκλοφόρησε στις 27/1/96 με τον τίτλο: «Ege ısınıyor», δηλαδή το «Αιγαίο φλέγετε».
Την επόμενη, στις 28 του μηνός και τελείως απροσδόκητα αποβιβάζεται στα Ίμια ένα τουρκικό ελικόπτερο μεταφέροντας το δημοσιογραφικό συνεργείο του γραφείου της Χουριέτ Σμύρνης, που κατέβασε, δίνοντας παράσταση σόου, την ελληνική σημαία και ανέβασε την τουρκική. Οι σκηνές κινηματογραφήθηκαν και προβλήθηκαν στα τουρκικά κανάλια με διθυραμβικό τρόπο. Τώρα ο «πόλεμος των ΜΜΕ» θα μετατρέπονταν σε σοβαρή κρίση. Αμέσως σχεδόν μετά αποβιβάζονταν στην Ίμια Έλληνες κομάντος, και αφού κατεβάζουν με την σειρά τους την τουρκική σημαία παραμένουν εκεί για να φυλάξουν την ελληνική κυριαρχία στο νησί. Η κρίση είχε ήδη αρχίσει και οι φλόγες απειλούσαν με ολοκληρωτική ανάφλεξη τις δυο πλευρές του Αιγαίου.
Η Άγκυρα κάλεσε αμέσως τον Έλληνα πρέσβη, κ Νεζερίτη και του επέδωσε νότα ζητώντας να αποχωρήσουν αμέσως οι Έλληνες κομάντος. Ο Έλληνας πρέσβης με χαρακτηριστικό χαμόγελο απέρριψε την νότα και αποχώρησε από το υπουργείο Εξωτερικών χωρίς να ικανοποιήσει κανένα τουρκικό αίτημα. Στις 29 Ιανουαρίου το πρωί όλες οι τουρκικές εφημερίδες κυκλοφορούσαν με εκρηκτικά πρωτοσέλιδα αναφέροντας για αισχρή ελληνική πρόκληση.
Η ατμόσφαιρα στην Άγκυρα είχε ανάψει για τα καλά. Οι άνεμοι του πολέμου φυσούσαν πλέον έντονα πάνω από το Αιγαίο. Η τότε υπηρεσιακή Τουρκάλα πρωθυπουργός, Ταντσού Τσιλέρ, αγνοούσε τελείως το ζήτημα, όπως ομολόγησε χαρακτηριστικά ο Μπατού. Είδε στην κρίση, (με τον χαρακτηριστικό οπορτουνισμό που την διέκρινε), μια χρυσή ευκαιρία για να καταξιωθεί πολιτικά και να γίνει ήρωας στα μάτια του τουρκικού λαού.
Αυτό ήταν και το πιο επικίνδυνο σημείο της όλης υπόθεσης. Οι στρατιωτικοί αντιμετώπιζαν με καχυποψία την πρωθυπουργό, καθώς δεν εμπιστεύονταν την Τσιλέρ στις φιλοπόλεμες κραυγές της γιατί είχαν διαβλέψει τις προσωπικές της φιλοδοξίες. Από την άλλη δεν είχαν εμπιστοσύνη στον τουρκικό στόλο ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον ελληνικό. Αυτό δείχνει το πνεύμα ηττοπάθειας των Τούρκων και ότι υπήρχε εξ αρχής μια διάσταση απόψεων στο τουρκικό στρατόπεδο.
Και φτάνουμε στο απόγευμα της 29 Ιανουαρίου 1996. Στην Άγκυρα και εν μέσω της μεγάλης αναστάτωσης που είχαν προκαλέσει τα τουρκικά ΜΜΕ, συγκαλείτε έκτακτο το Εθνικό Συμβούλιο σε συνεχή συνεδρίαση για να εξεταστεί η κατάσταση ενώ δημιουργείται Γραφείο Κρίσης. Για τους Τούρκους υπήρχε ήδη το σοβαρό αρνητικό δεδομένο ότι στην βραχονησίδα υπήρχαν οι Έλληνες κομάντος.
Το γεγονός αυτό είχε αγχώσει τους Τούρκους, καθώς ξεκινούσαν με ένα σημαντικό μειονέκτημα. Ενώ δηλαδή οι Έλληνες είχαν κάνει μια κίνηση, θα έπρεπε τώρα αυτοί να απαντήσουν και εδώ υπήρχε το μεγάλο αδιέξοδο στην τουρκική πλευρά, (δυστυχώς την ίδια ώρα στην Αθήνα επικρατούσε πολιτικό χάος και κανείς δεν είχε αντιληφθεί την αγχωμένη κατάσταση της τουρκικής ηγεσίας). Και μόνο γι’ αυτόν τον λόγω το μέγεθος της ελληνικής προδοσίας γίνεται ακόμα μεγαλύτερο.
Στην ιστορική αυτή συνεδρίαση της Άγκυρας εκτός από την Τσιλέρ πήραν μέρος ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Ντενίζ Μπαικάλ, ο υφυπουργός Εξωτερικών, προσκείμενος στον Μπαικάλ, Ινάν Μπατού, (τις μαρτυρίες του οποίου επικαλούμαστε) ο πρέσβης, Ονούρ Οϊμέν, προσκείμενος στην Τσιλέρ και οι υπεύθυνοι των ελληνικών υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών. Από στρατιωτικής πλευράς, ο υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Τσεβίκ Μπιρ, που είχε υποσκελίσει για λίγο τον Ισμαήλ Καρανταγί, τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, ο αρχηγός του Επιτελείου Ναυτικού, Γκουβέν Έρκαγια, ( από την αρχή οργισμένος με την Τσιλέρ), οι αρχηγός Στρατού, στρατηγός Χικμέτ Κιοκσάλ, ο αρχηγός Αεροπορίας, Αχμέτ Τσορεκτσί και ο αρχηγός της ΜΙΤ, στρατηγός Τεομάν Κομάν. Την ίδια ώρα στην Αθήνα υπήρχε εικόνα γενικής διάλυσης ο τότε υπουργός Εξωτερικών κ Πάγκαλος προτίμησε να πάει στο τηλεοπτικό κανάλι MEGA και να δώσει συνέντευξη λες και η κρίση ήταν κάτι το συνηθισμένο.
Η Τσιλέρ αμέσως μόλις κάθισαν στο τραπέζι απευθύνθηκε στον Οϊμέν και τον ρώτησε με έμφαση αν έχει μελετήσει τον φάκελο των βραχονησίδων και αν η Τουρκία έχει δυνατά επιχειρήματα για να υποστηρίξει τις απόψεις της. Ο Οϊμέν απάντησε απερίφραστα πως ναι, η Τουρκία είχε ατράνταχτα επιχειρήματα, (ενώ αργότερα παραδέχτηκε πως είπε ψέματα).
Τότε η Τσιλέρ με όλη την έπαρση αλλά και την άγνοια της για τα στρατιωτικά θέματα, στράφηκε προς την πλευρά των στρατιωτικών και τους είπε πως θα πρέπει να κατεβάσουν αμέσως τους Έλληνες κομάντος από την βραχονησίδα και να υποστείλουν την ελληνική σημαία.
Το ύφος της εκνεύρισε τους στρατιωτικούς και ιδιαιτέρα τον Έρκαγια, που έπνεε μένεα για την Τσιλέρ διαπιστώνοντας πως αγνοούσε την μειονεκτική θέση των Τούρκων και τους στοιχειώδεις στρατιωτικούς κανόνες εμπλοκής και απεμπλοκής από μια στρατιωτική κρίση. Τότε μίλησε ο Μπατού και είπε πως, «Εντάξει, αν πάμε εμείς να τους κατεβάσουμε τότε οι δυνάμεις των Ελλήνων τα πλοία και τα αεροπλάνα που βρίσκονται εκεί θα μείνουν απαθείς ; αυτό είναι αδύνατον», και τότε πρόσθεσε το χαρακτηριστικό, «μια σπίθα, (kıvılcım), φτάνει με την τεράστια συγκέντρωση των αεροναυτικών δυνάμεων των δυο χωρών για να ανάψει μεγάλη φωτιά που δύσκολα θα σβήσει. Αν γίνει αυτό που ζητάει η Τσιλέρ θα ξεσπάσει αμέσως πόλεμος».
Η κατάσταση φαίνονταν για τους Τούρκους αδιέξοδη, καθώς, όπως αναφέραμε παραπάνω, υπήρχε το δεδομένο ότι οι Έλληνες είχαν στρατηγικό πλεονέκτημα γιατί ήδη είχαν στρατιωτικό άγημα στην Ίμια. Οι στρατιωτικοί ήταν οργισμένοι με τις δημόσιες δηλώσεις της Τσιλέρ να φύγουν οι Έλληνες στρατιώτες να κατεβεί η ελληνική σημαία, καθώς διαπίστωναν πως είχαν οδηγηθεί σε μια άνευ προηγουμένου κρίση χωρίς να έχουν την πρωτοβουλία και χωρίς να υπάρχει από πριν κάποιος σχεδιασμός για την αντιμετώπιση της. Εντωμεταξύ συνεχώς έρχονταν αναφορές για τη εξέλιξη της κατάστασης.
Όλες οι αναφορές επεσήμαναν την τεράστια συγκέντρωση ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων της Ελλάδας στην περιοχή, ενώ είχε αρχίσει ένα κυνηγητό μεταξύ των πλοίων των δυο χωρών γύρω από την βραχονησίδα που βρίσκονταν οι Έλληνες κομάντος.
Η ένταση ήταν πολύ μεγάλη καθώς ο φόβος μιας αποτυχίας είχε αγχώσει την στρατιωτική ηγεσία που ήταν ανεπανόρθωτα εκτεθειμένη εξ αιτίας της Τσιλέρ. Ήταν κάτι το προφανές για τους Τούρκους στρατηγούς γιατί μια ήττα θα χρεώνονταν επάνω τους με όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης. Τότε έγινε ένα διάλλειμα για να συζητήσουν κατά μέρος την κατάσταση.
Ο Μπαικάλ αποσύρθηκε με τους συμβούλους του σε μια γωνιά και τους είπε : «είμαστε μπροστά σε μεγάλη απόφαση και θα έπρεπε όλοι να πούνε την γνώμη τους», και συνέχισε, «Είμαστε σε πόλεμο αν οι στρατιωτικοί εκτελέσουν τις εντολές της Τσιλέρ. Πρέπει να συνεχίσουμε την διπλωματική προσπάθεια αλλά έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα δεν υπάρχει περιθώριο».
Τότε αναφέρει ο Μπατού μου ήρθε η ιδέα (;;;), ότι δίπλα στην βραχονησίδα υπάρχει και μια δεύτερη βραχονησίδα. Αποφάσισα να προτείνω να κάνουμε απόβαση στην άλλη βραχονησίδα αφού ήταν αφύλακτη από τους Έλληνες και έτσι η κατάσταση θα ισοφαρίζονταν με τους Έλληνες, (εδώ πράγματι υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για αυτή την «τουρκική ιδέα» μετέπειτα διεκδίκησε από τον Μπατού ο ναύαρχος Γκουβέν Έρκαγια, ο οποίος υποστήριξε πως ήταν δική του η ιδέα να αποβιβαστούν στην δεύτερη βραχονησίδα). Στη συνέχεια υποστήριξε ο Μπατού, «μετά θα περιμένουμε την επέμβαση της ΕΕ και των ΗΠΑ για να εκτονωθεί η κατάσταση», δηλαδή είχε προεξοφλήσει τις εξελίξεις. Οι στρατιωτικοί αφού άκουσαν αυτή την άποψη είπαν να το συζητήσουμε και τελικά αποφασίστηκε να γίνει η απόβαση στην δεύτερη βραχονησίδα μέσα στη νύχτα και με κάποιο καμουφλάζ από τουρκική φρεγάτα.
«Αποσυρθήκαμε όλοι στις θέσεις μας», συνεχίζει ο Μπατού και ενώ συνεχίστηκε η ροή των πληροφοριών περιμέναμε με αγωνία το αποτέλεσμα αυτής της επιχείρησης. Εδώ υπήρχε για την τουρκική πλευρά ένα μεγάλο πρόβλημα.
Όπως τονίζει ο Μπατού, «Τρέμαμε μήπως φανεί πως είμαστε εμείς οι πρώτοι που θα προκαλούσαμε σύρραξη, γιατί τότε η Τουρκία θα έπαιρνε όλο το κόστος της σύγκρουσης. Δεν θέλαμε με κανένα τρόπο να φανεί πως εμείς αρχίζαμε πρώτοι τις εχθροπραξίες».
Τότε, γύρω στις 2,30 την νύχτα ήρθε η ευχάριστη είδηση. Οι Τούρκοι είχαν πετύχει τον στόχο τους. Στη μια νησίδα ήταν Έλληνες στην άλλη Τούρκοι κομάντος. Τώρα, λέει ο Μπατού, «περιμέναμε τώρα την διεθνή επέμβαση. Η Ε.Ε. ούτε ακούστηκε, ούτε φάνηκε πουθενά σαν να μην υπήρχε, μόνο οι ΗΠΑ αμέσως επενέβησαν και άρχισε νέος γύρος τηλεφωνημάτων», (και εδώ είναι σκοτεινό το σημείο το τι ακριβώς ειπώθηκε με τους Αμερικανούς). Ο Μπατού εδώ κάνει εύφημο μνεία για τις ΗΠΑ που έβγαλαν τις δυο χώρες από μια δύσκολη κατάσταση και υπενθύμισε πως οι ΗΠΑ είχαν την πρωτοβουλία και στην Βοσνία και στο Ιράκ και αλλού, ενώ οι Ευρωπαίοι ήταν πάντα απόντες.
Στη συνέχεια και εδώ είναι το ενδιαφέρων ο Μπατού κάνει και μια σημαντική αποκάλυψη λέγοντας πως οι ΗΠΑ, «Zanediyorum o gece bize güvence verdi», δηλαδή, «οι ΗΠΑ εκείνη την βραδιά μας έδωσαν εγγύηση» προφανώς αφού είχαν επικοινωνήσει με την Αθήνα ότι θα εκτονώνονταν η κατάσταση και θα αποχωρούσαν και οι δυο χώρες από τις βραχονησίδες, για να επανέλθουν στο πρότερο καθεστώς της ηρεμίας και της γκρίζας για τους Τούρκους κυριαρχίας. Στην Ελλάδα, μιλάει πάντα ο Μπατού, «έγινε σεισμός παραιτήθηκαν στρατηγοί και είχαν και πτώση ελικοπτέρου», (δεν κάνει όμως αναφορά για τον τραγικό θάνατο των τριών Ελλήνων πιλότων)
Νωρίς το πρωί η Τσιλέρ θριαμβευτικά ανήγγειλε στα τουρκικά κανάλια ότι ο σκοπός επιτεύχθηκε και ότι οι Έλληνες είχαν φύγει ενώ η ελληνική σημαία είχε κατέβει, «Bu asker gitti bu baırak indi». Τις επόμενες μέρεςö συνεχίζει ο Μπατούö είχαμε κάποια ένταση καθώς κάποια ελληνικά ψαροκάικα προσπάθησαν να δώσουν νερό και τρόφιμα στις κατσίκες που υπήρχαν στην Ίμια. Η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε στους Αμερικανούς και το επεισόδιο έληξε και αυτό χωρίς συνέχειαç Η Τουρκία, κατέληξε ο Μπατού, «με επιμονή, ειρηνική διάθεση είχε πετύχει τον σκοπό της».
Στην Αθήνα οι προδότες των Ιμίων που έσωσαν τους Τούρκους από μια πολύ δύσκολη κατάσταση ευχαριστούσαν από το βήμα της ελληνικής βουλής τους Αμερικανούς γιατί…τους γλύτωσαν από την καταστροφή.
(Από προσωπικές μαρτυρίες στην Άγκυρα το βράδυ της κρίσης)
*Ο Νίκος Χειλαδάκης είναι Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος