1821-2021 Ξεχασμένοι ήρωες
Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, υἱός τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας καί Μολδαβίας Κωνσταντίνου Ὑψηλάντη καί τῆς Ἐλισάβετ τό γένος Βακαρέσκου, κατατάχθηκε τό 1810 στό σῶμα τῶν ἔφιππων σωματοφυλάκων τοῦ τσάρου μέ τόν βαθμό τοῦ ἀνθυπολοχαγοῦ. Πολέμησε...
κατά τῶν Γάλλων μέ ἀποτέλεσμα νά χάσει τό δεξί του χέρι στή μάχη τῆς Δρέσδης (1813). Κληρονόμος τῶν μεγάλων παραδόσεων τῆς οἰκογένειας τῶν Ὑψηλαντῶν, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπό τά Ὑψηλά τῆς Τραπεζοῦντος στόν Πόντο, εἶχε βάλει ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἑλληνικοῦ γένους καί τήν ἐκδίκηση τῆς δολοφονίας τοῦ παπποῦ τοῦ Ἀλεξάνδρου, τόν ὁποῖο σέ ἡλικία 80 ἐτῶν, οἱ Τοῦρκοι τόν συνέλαβαν καί ἀφοῦ τόν βασάνισαν τόν ἀποκεφάλισαν. Σύμφωνα μέ τόν Φιλήμονα, ἡ οἰκογένεια Ὑψηλάντη εἶχε καταφύγει μαζί μέ τήν οἰκογένεια Μουρούζη στήν αὐλή τῶν Κομνηνῶν τῆς Τραπεζοῦντος, ἀμέσως μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὁ πατέρας τοῦ Ἀλεξάνδρου, Κωνσταντῖνος Ὑψηλάντης, ὑπῆρξε μέγας διερμηνέας, καί μεταφραστής στρατιωτικῶν ἐγχειριδίων. Ὅταν ἦταν ἡγεμόνας τῆς Μολδαβίας, ἦρθε σέ ἐπαφή μέ τούς Ρώσους γιά νά ἐξυπηρετήσει τά ἑλληνικά συμφέροντα καί ὅταν τό 1806 πληροφορήθηκε ὅτι οἱ Ὀθωμανοί θά τόν ἀποκεφάλιζαν κατέφυγε στή Ρωσία.
Στόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη στράφηκε λοιπόν ὁ Ξάνθος, μετά τήν ἀπόρριψη τῆς ἀρχηγίας ἀπό τόν Ἰωάννη Καποδίστρια, ὁ ὁποῖος μέ τήν ὑψηλή θέση πού κατεῖχε στήν τσαρική αὐλή, εἶχε ἀντίστοιχο κύρος μέ τόν Καποδίστρια. Ὁ νεότερος Ὑψηλάντης δέχθηκε μέ ἐνθουσιασμό τήν πρόταση τοῦ Ξάνθου (Ἁγία Πετρούπολη, 12 Ἀπριλίου 1820), τήν ὁποία ἐξέλαβε ὡς διαταγή τῆς πατρίδος.
Ἀκόμα πιό δύσκολη ἦταν ἡ ἀπόφαση γιά ἐπανάσταση, ὅταν στήν Εὐρώπη εἶχε ἐγκαθιδρυθεῖ ἡ Ἱερά Συμμαχία, ἡ ὁποία ἐλέω Μέτερνιχ, εἶχε ἀρνητική διάθεση σέ κάθε ἐπαναστατική κίνηση. Ἑπομένως, ἡ ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων εἶχε νά ἀντιμετωπίσει ἐκτός ἀπό τήν ἀνελέητη ὀθωμανική αὐτοκρατορία καί τήν ἀντίδραση τῶν εὐρωπαϊκῶν κυβερνήσεων πού δέν ἐπιθυμοῦσαν ἐπ’ οὐδενί νά θέσουν σέ κίνδυνο τά μοναρχικά τους καθεστῶτα.
Καί ὅμως ὁ Φαναριώτης πρίγκηπας ἀποφάσισε τόν Ἰούνιο τοῦ 1820 ὅτι εἶχε ἔλθει τό πλήρωμα τοῦ χρόνου γιά τήν ἐπανάσταση. Ὁ πόλεμος τοῦ Ἀλῆ πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων μέ τόν σουλτάνο Μαχμούτ Β’, ἡ ἐπαναστατική φλόγα τῶν Σέρβων καί τῶν Μαυροβουνίων καί οἱ χιλιάδες Ρωμιοί πού ἀδημονοῦσαν νά κτυπήσουν τόν τύραννο, τόν εἶχαν πείσει ὅτι δέν ὑπῆρχε χρόνος γιά ἀναβολή. Ὁ ὑπασπιστής τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου Α’, ἀφοῦ πῆρε ἄδεια ἀπό τή ρωσική κυβέρνηση γιά λουτροθεραπεία, ταξίδεψε μέ συνοδούς τόν Ξάνθο, τόν Μάνο, τόν Περραιβό, τόν Γεώργιο Καντακουζηνό καί τόν Πέτρο Ἠπίτη σέ πόλεις τῆς Ρωσίας, γιά νά συγκεντρώσει χρηματικά ποσά καί νά ὀργανώσει σέ συνεργασία μέ ἄλλα μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας σχέδια στρατιωτικῆς φύσεως.
«Ὁ Ὑψηλάντης συνέστησε τήν ἐφορείαν Κωνσταντινουπόλεως συγκειμένην ἀπό τόν Κουμπάρην, Μαῦρον, Σπυρίδωνα Κωνσταντᾶν καί Ἰωάννην Μπάρμπαν, καί ἔχουσαν ἐπιθεωρητήν τόν Δημήτριον Σχινᾶν, οἱ ὁποῖοι ἐνεπιστεύθησαν νά ἐκτελέσωσι τό σχέδιον τῆς ἐπαναστάσεως εἰς αὐτήν τήν ἑστίαν τῆς τυραννίας, ὤφειλον δέ κατ’ αὐτό πρό πάντων νά βάλωσι πῦρ εἰς τήν Χρυσούπολιν, δραμόντας δέ εἰς τήν πυρκαϊάν κατά τό σύνηθες τόν Σουλτάνον μέ τόν μέγαν Βεζύρην καί τούς ὑπουργούς του, ναυτικοί νησιῶται Ἑπτανήσιοι καί ἄλλοι Ἕλληνες, ἐνεδρεύοντες εἰς τήν θάλασσαν, ἤθελον τούς φονεύσει, καί ἀμέσως ἤθελον ὁρμήσει εἰς τόν ναύσταθμον, καί συμπραττόντων τῶν εἰς τήν ὑπηρεσίαν τοῦ στόλου ὑπό τόν Ὑδραῖον Μανώλην Γκιοῦστον Ἑλλήνων ναυτῶν, ἤθελον τόν κυριεύσει ἤ τόν πυρπολήσει, ἄλλοι δέ ἤθελον καταλάβει τό Βυζάντιον (Κωνσταντινούπολη) καί ἐξουσιάσει τόν δημόσιον θησαυρόν.»
Ἀπομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου
Γιά τίς ἀπαιτούμενες προετοιμασίες ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ὅρισε ἀποστόλους (Περραιβό, Ἴπατρο, Θέμελη, Κανούση) γιά νά μεταβοῦν μέ ἐπιστολές σέ περιοχές πού θά ἀποτελοῦσαν κέντρα ἐξεγέρσεως. Ἡ σπουδαιότερη ἀποστολή ἀνατέθηκε στόν ἀρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαῖο, ἐκπρόσωπο τοῦ ἀρχηγοῦ στόν Μοριά. Ὁ ἴδιος ὁ Ὑψηλάντης ἦρθε σέ συνεννόηση μέ τόν ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Μιχαήλ Σοῦτσο, τόν Ἰάκωβο Ρίζο Νερουλό, πολιτικό της Βλαχίας καί τόν ἀρχηγό τῶν Σέρβων Μιλόσχη γιά ταυτόχρονη ἐξέγερση. Ἐν τῷ μεταξύ μέ ἐπιστολές τους ἀπό τή Μόσχα ὁ Κομιζόπουλος, ἀπό τό Βουκουρέστι οἱ Ὀλύμπιος, Λασσάνης καί Φαρμάκης καί ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη ὁ Σέκερης ἐξέφραζαν τήν ἀδημονία τους καί τόνιζαν τήν ἀναγκαιότητα γιά τήν ἄμεση ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως, καθώς ὑπῆρχαν φόβοι ὅτι ἡ Ὑψηλή Πύλη γνώριζε ἤδη ἀρκετά γιά τήν Φιλική Ἑταιρεία.
«Ἐμελέτα ν’ ἀρχίση τά ἔνοπλα κινήματά του τήν 25η Μαρτίου, ἡμέραν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὡς εὐαγγελιζομένην τήν πολιτικήν λύτρωσιν τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἀλλ’ ἐν ὤ κατεγίνετο παρασκευάζων τήν εἰς Ἑλλάδα κατάβασίν του, τινές τῶν περί αὐτόν ὑπερίσχυσαν συμβουλεύοντες τόν νά μεταβῆ εἰς Μολδοβλαχίαν, καί ἐκεῖθεν ν’ ἀρχίση τόν ἀγῶνα. Εἰς ὑποστήριξιν δέ τῆς γνώμης των τῷ ἔλεγαν, ὅτι αἱ δύο αὖται ἠγεμονεῖαι ἐθεωροῦντο ὡς ἄλλη Ἑλλάς, διότι καί ἡγεμόνες καί αὐλικοί ἦσαν Ἕλληνες, καί ὁ λαός ὁμόδοξος ἦτο πρόθυμος νά συναγωνισθῆ τόν ὑπέρ πίστεως ἀγῶνα, ὅτι ὁ ἡγεμών τῆς Μολδαυΐας (Μιχαήλ Σοῦτσος Βόδας) τόν ἐδέχετο προθύμως.
Τόν ἐβεβαίουν δέ ἐξ ὤν εἶχαν πληροφοριῶν, ὅτι ἕτοιμοι ἦσαν νά συναγωνισθῶσιν ὅλοι οἱ Ἀρβανίται. Ἀρβανίται δέ ἐλέγοντο οἱ ἐν ταῖς δύο ἠγεμονείαις σύμμικτοι Ἕλληνες, Βούλγαροι καί Σέρβοι συνδεόμενοι διά τοῦ αὐτοῦ δόγματος καί ποριζόμενοι τά πρός τό ζῆν δι’ ὁπλοφορίας, τινές δέ διά μισθώσεως προσόδων. Οἱ Φαναριῶται αὐθένται, ἐξ ὄτοι ἡ ἡγεμονία μετέπεσεν εἰς χείρας των, τούς μετεχειρίζοντο εἰς ἰδίαν φρουράν καί εἰς δημόσιαν ὑπηρεσίαν.
Διέτριβαν ἐν Βλαχίᾳ δύο σημαντικοί ὁπλαρχηγοί Ἕλληνες, ὁ Γεωργάκης Ὀλύμπιος καί ὁ Πάτμιος Σάββας Καμινάρης, ἔχοντες ἀμφότεροι ἱκανόν ἀριθμόν ὁπλοφόρων, ἀμφότεροι δέ οὗτοι, μέλη ὄντες τῆς Ἑταιρίας τῶν Φιλικῶν εἰδοποίησαν τόν Ὑψηλάντην, ὅτι ἦσαν καί ἕτοιμοι καί εὐέλπιδες νά κινήσωσιν εἰς ἐπανάστασιν τούς τόπους ἐκείνους. Ἐκτός τούτου, ἀπηγορεύετο κατά τάς συνθήκας Τουρκίας καί Ρωσσίας πάσα εἰσβολή τουρκικῶν στρατευμάτων εἰς τάς ἡγεμονίας ἄνευ προηγουμένης συγκαταθέσεως τῆς Ρωσσίας, καί εὐλόγως ἐσυλλογίζετο ὁ Ὑψηλάντης ὅτι ἄν ἐτάραττε τάς ἡγεμονίας, ἡ Πύλη μανθάνουσα τάς ταραχάς ἤ θά ἔστελλεν ἀμέσως διά τό κατεπεῖγον τῆς περιστάσεως κατά τῶν ἀποστατῶν δυνάμεις καί τότε παρέβαινε τάς συνθήκας καί ἔδιδε δικαίαν ἀφορμήν πολέμου μέ τήν Ρωσσίαν.»
Ἑλληνική Ἐπανάστασις, Σπυρίδων Τρικούπης
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1820, ὁ ἀρχηγός τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας συναντήθηκε μέ τόν γραμματέα τοῦ ρωσικοῦ προξενείου τῶν Πατρῶν, Ἰωάννη Παπαρρηγόπουλο, ὁ ὁποῖος πληροφόρησε τόν πρίγκηπα ὅτι ἡ Πελοπόννησος ἀπό στρατιωτικῆς ἀπόψεως δέν ἦταν ἕτοιμη νά ξεσηκωθεῖ. Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ὅμως εἶχε ἤδη ἐπηρεασθεῖ ἀπό τόν ὁρμητικό καί φλογερό Δικαῖο (Παπαφλέσσα), ὁ ὁποῖος μέ τήν ἀσυγκράτητη ὁρμή του καί τό ἀνήσυχο πνεῦμα του, εἶχε πείσει τόν Ἀρχηγό τῆς Ἑταιρείας νά ξεκινήσει τό συντομότερο τήν Ἐπανάσταση.
Ἐν τῷ μεταξύ ἡ Ὑψηλή Πύλη εἶχε σίγουρες πληροφορίες γιά τήν Φιλική Ἑταιρεία καί τούς σκοπούς της. Ἤδη, ὁ ἀπόστολος τῆς Ἑταιρείας Ἀριστείδης Παπάς, δάσκαλος, εἶχε ἐντοπιστεῖ στή Σερβία ἔχοντας πάνω του πολύτιμα ἔγγραφα. Ὁ ὑπασπιστής τοῦ Ὑψηλάντη Ὕπατρος, πηγαίνοντας στόν Ἀλή Πασά, δολοφονήθηκε στή Μακεδονία καί τά ἔγγραφα πού βρέθηκαν πάνω του κοινοποιήθηκαν στήν Πύλη, ἐνῶ ὁ Ἀσημάκης Θεοδώρου ἀπό τή Ζάτουνα, γραμματικός του Πασόμπεη εἶχε προδώσει τό μυστικό προσωπικά ὁ ἴδιος στό σουλτάνο.
Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, τό φθινόπωρο τοῦ 1820 βρισκόταν στήν Ὀδησσό, φιλοξενούμενος ἀπό τόν Γεώργιο Καντακουζηνό, ἀπόγονο τῆς περίφημης βυζαντινῆς οἰκογένειας. Εἶχε ἐπαφές μέ πολλά μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας (Δημήτριο Ἰγγλέση, Γρηγόριο Μαρασλή, Ἀλέξανδρο Μαῦρο, Ἠλία Μάνεση κ.ἄ.). Σύμφωνα ὅμως μέ τόν Βακαλόπουλο καί μέ ἄλλες πηγές τά ἐσωτερικά τῆς Ἑταιρείας δέν πήγαιναν καλά. Οἱ ἐγωϊσμοί, οἱ διαφωνίες, οἱ προστριβές μεταξύ τῶν μελῶν καί τοῦ ἡγεμόνα, οἱ ἐκνευρισμοί καί ὁ φθόνος εἶχαν παραλύσει τήν ὁμαλή ἐξέλιξη τῶν ἐργασιῶν. Οἱ μέν κατηγοροῦσαν τους δέ καί ἀντιστρόφως. Ὁ Σοῦτσος παραπονιόταν ὅτι τά χρήματα ξοδεύονταν ἀλόγιστα, ἐνῶ μέλη τῆς Ἑταιρείας τοῦ ἀπέδιδαν ἔλλειψη ζήλου. Πολλοί σύγχρονοι ἱστορικοί κατηγοροῦν τόν Ὑψηλάντη γιά κωλυσιεργία καί ἀνικανότητα, τά ὁποῖα ἀναπόφευκτα θά ἔφερναν τήν καταστροφή τῆς ἐξέγερσης.
Ἀπό τήν Ὀδησσό, ὁ Ὑψηλάντης κινήθηκε νοτιότερα πρός τό Ἰσμαήλιο τῆς Βεσσαραβίας (ρωσικῆς ἐπαρχίας). Νέες ἐπαφές καί συζητήσεις καί συνέχεια τοῦ ταξιδιοῦ στό Κισνόβιο (Κισνάου), πόλη εὑρισκόμενη ἀνατολικά ἀπό τόν ποταμό Προῦθο. Ἐκεῖ στίς 16 Φεβρουαρίου 1821 ὁ κύβος ἐρρίφθη. Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση θά ξεκινοῦσε ἀπό τήν Μολδαβία.
Στίς 22 Φεβρουαρίου 1821, ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, φορώντας στολή Ρώσου στρατηγοῦ, συνοδευόμενος ἀπό τούς ἀδελφούς του Γεώργιο, Νικόλαο, τόν Γεώργιο Μάνο, τόν Γεώργιο Καντακουζηνό καί τόν Πολωνό ἀξιωματικό Γαρνόβσκυ, διέσχισε τόν Προῦθο ποταμό κοντά στό Σκουλένι. Εἰσερχόταν ἔτσι σέ ὀθωμανικό ἔδαφος. Βέβαια οἱ ἡγεμονίες τῆς Μολδαβίας καί τῆς Βλαχίας, διέπονταν ἀπό εἰδικό καθεστώς, καθώς δέν ὑπῆρχε τουρκικός στρατός καί οὔτε ἐπιτρεπόταν νά εἰσέλθει ἄνευ ἀδείας ἀπό τήν Ρωσία. Αὐτή ἦταν καί ἡ ἐλπίδα τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἐπαναστάσεως, δηλαδή ὅτι ἡ Ὑψηλή Πύλη μόλις ἔστελνε στρατό χωρίς ἄδεια θά προκαλοῦσε τή στρατιωτική παρέμβαση τοῦ τσάρου.
Στήν ἀπέναντι ὄχθη τόν περίμενε ἡ φρουρά τοῦ ἡγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου, διακόσιοι ἱππεῖς μέ ἀρχηγούς τόν Γεράσιμο Ὀρφανό καί τόν Βασίλειο Θεοδώρου, οἱ ὁποῖοι τόν συνόδευσαν μέχρι τό Ἰάσιο. Ἡ τουρκική φρουρά ἀμέσως παραδόθηκε. Στόν πρόξενο τῆς Ρωσίας δήλωσε ὅτι δέν εἶχε σκοπό τήν κατάλυση τοῦ καθεστῶτος ἀλλά τήν κάθοδο ἑλληνικοῦ στρατοῦ στήν Ἑλλάδα. Ὁ τσάρος ὅμως ἀντίθετα μέ τίς προσδοκίες τοῦ ὑπασπιστοῦ του, δυσαρεστήθηκε μέ αὐτή τήν κίνηση δεδομένου ὅτι δέν ἤθελε περιπέτειες μέ τήν ὀθωμανική αὐτοκρατορία. Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, ἀπό τό σπίτι τοῦ πρωθυπουργοῦ Ρίζου, προέβη σέ στρατολόγηση ἐθελοντῶν, κυρίως νέων φοιτητῶν καί στή σύνταξη τῆς προκήρυξης τῆς ἐπανάστασης: “Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος”.
«Μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος
Ἡ ὥρα ἦλθεν, ὤ Ἄνδρες Ἕλληνες! Πρό πολλοῦ οἱ λαοί τῆς Εὐρώπης, πολεμοῦντες ὑπέρ τῶν ἰδίων δικαιωμάτων καί ἐλευθερίας αὐτῶν, μᾶς ἐπροσκάλουν εἰς μίμησιν. Αὐτοί, καίτοι ὀπωσοῦν ἐλεύθεροι, ἐπροσπάθησαν ὅλαις δυνάμεσι νά αὐξήσωσι τήν ἐλευθερίαν, καί δι’ αὐτῆς πάσαν αὐτῶν τήν εὐδαιμονίαν.
Οἱ ἀδελφοί μας καί φίλοι εἶναι πανταχοῦ ἕτοιμοι. Οἱ Σέρβοι, οἱ Σουλιῶται, καί ὅλη ἡ Ἤπειρος, ὁπλοφοροῦντες μᾶς περιμένωσιν. Ἄς ἑνωθῶμεν λοιπόν μέ ἐνθουσιασμόν! Ἡ Πατρίς μᾶς προσκαλεῖ.
Ἡ Εὐρώπη, προσηλώνουσα τούς ὀφθαλμούς της εἰς ἠμᾶς, ἀπορεῖ διά τήν ἀκινησίαν μας, ἄς ἀντηχήσωσι λοιπόν ὅλα τά ὄρη τῆς Ἑλλάδος ἀπό τόν ἦχον τῆς πολεμικῆς μας σάλπιγγος, καί αἱ κοιλάδες ἀπό τήν τρομεράν κλαγγήν τῶν ἁρμάτων μας. Ἡ Εὐρώπη θέλει θαυμάση τάς ἀνδραγαθίας μας, οἱ δέ τύραννοι ἠμῶν, τρέμοντες καί ὠχροί θέλουσι φύγει ἀπέμπροσθέν μας.
Ποία ἑλληνική ψυχή θέλει ἀδιαφορήση εἰς τήν πρόσκλησιν τῆς Πατρίδος; Εἰς τήν Ρώμην ἕνας του Καίσαρος φίλος σείων τήν αἱματομένην χλαμύδα τοῦ τυράννου ἐγείρει τόν λαόν. Τί θέλετε κάμη Σεῖς ὤ Ἕλληνες, πρός τούς ὁποίους ἡ Πατρίς γυμνή δεικνύει μέν τάς πληγάς της καί μέ διακεκομμένην φωνήν ἐπικαλεῖται τήν βοήθειαν τῶν τέκνων της; Ἡ Θεία Πρόνοια, ὤ φίλοι συμπατριῶται, εὐσπλαγχνισθεῖσα πλέον τάς δυστυχίας μας ηὐδόκησεν οὕτω τά πράγματα, ὥστε μέ μικρόν κόπον θέλομεν ἀπολαύση μέ τήν ἐλευθερίαν πάσαν εὐδαιμονίαν. Ἄν λοιπόν ἀπό ἀξιόμεμπον ἀβελτηρίαν ἀδιαφορήσωμεν, ὁ τύραννος γενόμενος ἀγριώτερος θέλει πολλαπλασιάση τά δεινά μας, καί θέλομεν καταντήση διά παντός τό δυστυχέστερον πάντων τῶν ἐθνῶν.
Στρέψατε τούς ὀφθαλμούς σας, ὤ Συμπατριῶται, καί ἴδετε τήν ἐλεεινήν μας κατάστασιν! ἴδετε ἐδῶ τούς ναούς καταπατημένους! ἐκεῖ τά τέκνα μας ἁρπαζόμενα διά χρῆσιν ἀναιδεστάτην τῆς ἀναιδοῦς φιληδονίας τῶν βαρβάρων τυράννων μας! τούς οἴκους μας γεγυμνωμένους, τούς ἀγρούς μας λεηλατισμένους καί ἠμᾶς αὐτούς ἐλεεινά ἀνδράποδα!
Εἶναι καιρός νά ἀποτινάξωμεν τόν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν, νά ἐλευθερώσωμεν τήν Πατρίδα, νά κρημνίσωμεν ἀπό τά νέφη τήν ἡμισέληνον νά ὑψώσωμεν τό σημεῖον, δι’ οὐ πάντοτε νικῶμεν! λέγω τόν Σταυρόν, καί οὕτω νά ἐκδικήσωμεν τήν Πατρίδα, καί τήν Ὀρθόδοξον ἠμῶν Πίστιν ἀπό τήν ἀσεβά τῶν ἀσεβῶν κατάφρόνησιν. Ἄς κινηθῶμεν λοιπόν μέ ἐν κοινόν φρόνημα, oι πλούσιοι ἄς καταβάλωσιν μέρος τῆς ἰδίας περιουσίας, oι ἱερoί ποιμένες ἄς ἐμψυχώσωσι τόν λαόν μέ τό ἴδιον των παράδειγμα, καί oι πεπαιδευμένοι ἄς συμβουλεύσωσιν τά ὠφέλιμα.
Ἄς καλέσωμεν λοιπόν ἐκ νέου, ὤ ἀνδρεῖοι καί μεγαλόψυχοι Ἕλληνες, τήν ἐλευθερίαν εἰς τήν κλασικήν γῆν τῆς Ἑλλάδος! Ἄς συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ τοῦ Μαραθῶνος καί τῶν Θερμοπυλῶν! Ἄς πολεμήσωμεν εἰς τούς τάφους τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι, διά νά μᾶς ἀφήσωσιν ἐλευθέρους, ἐπολέμησαν καί ἀπέθανον ἐκεῖ! Τό αἷμα τῶν τυράννων εἶναι δεκτόν εἰς τήν σκιάν τοῦ Ἐπαμεινώνδου Θηβαίου, καί τοῦ Ἀθηναίου Θρασυβούλου, οἵτινες κατετρόπωσαν τούς τριάκοντα τυράννους, εἰς ἐκείνας τοῦ Ἁρμοδίου καί Ἀριστογείτωνος, οἱ ὁποῖοι συνέτριψαν τόν Πεισιστρατικόν ζυγόν, εἰς ἐκείνην τοῦ Τιμολέοντος, ὅστις ἀπεκατέστησε τήν ἐλευθερίαν εἰς τήν Κόρινθον καί τάς Συρακούσας, μάλιστα εἰς ἐκείνας τοῦ Μιλτιάδου καί Θεμιστοκλέους, τοῦ Λεωνίδου καί τῶν τριακοσίων, οἵτινες κατέκοψαν τοσάκις τούς ἀναριθμήτους στρατούς τῶν βαρβάρων Περσῶν, τῶν ὁποίων τούς βαρβαροτέρους καί ἀνανδροτέρους ἀπογόνους πρόκειται εἰς ἠμᾶς σήμερον, μέ πολλά μικρόν κόπον, νά ἐξαφανίσωμεν ἐξ ὁλοκλήρου. Εἰς τά ὅπλα λοιπόν φίλοι ἡ Πατρίς μᾶς προσκαλεῖ!»
Προκήρυξις Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου – 24 Φεβρουαρίου 1821
«Μεγαλειότατε! Αἱ γενναῖαι ἐπιβολαί τῶν ἐθνῶν ἔρχονται ἀπό Θεοῦ καί ἐξ ἐμπνεύσεως πάντως Θείας οἱ Ἕλληνες ἐξεγείρονται ἀθρόοι σήμερον, ἵνα ἀποτινάξωσι τόν στυγερόν ζυγόν τόν ἀπ’ αἰώνων πιέζοντα αὐτούς. Τά καθήκοντά μου πρός τήν πατρίδα καί πρός τά τελευταῖα θελήματα τοῦ πατρός μου μοί ἐπιβάλλουσιν ἐπιτακτικῶς ν΄ ἀφιερωθῶ μετά τῶν ἀδελφῶν μου εἰς ἀγῶνα οὕτω δίκαιον, εἰς τήν ἐλευθέρωσιν τῆς πατρίδος μου. Σώσατε, Μεγαλειότατε, σώσατε τήν πίστιν ταύτην ἐναντίον τῶν διωκτῶν αὐτῆς καί ἀπόδοτε ἠμίν τούς ναούς ἠμῶν καί τούς βωμούς, ὀπόθεν τό θεῖον τοῦ Εὐαγγελίου φῶς ἐκπεμφθέν ἐφώτισε τό μέγα ἔθνος οὗ ἄρχετε. Ἐλευθερώσατε ἠμᾶς, Μεγαλειότατε, καθάρατε τήν Εὐρώπην ἀπό τῶν αἱματηρῶν τούτων τεράτων καί ἀξιώσατε νά προσθέσητε εἰς πάντα τά μεγάλα ὀνόματα ἄπερ ἡ εὐρωπαϊκή εὐγνωμοσύνη παρέχει Ὑμῖν καί τό ὄνομα τοῦ Ἐλευθερωτοῦ τῆς Ἑλλάδος.»
Ἐπιστολή τοῦ Ὑψηλάντη στόν Τσάρο πασῶν τῶν Ρωσιῶν
Απόσπασμα από το τετράτομο έργο του Φώτιου Σταυρίδη “1821 – Απάντηση στην “τηλεόραση”

