Ο 50χρονος Γιάννης Χοντρογιάννης, ήταν παλιός κλέφτης και κάπος επί πολλά χρόνια στην υπηρεσία του κοτζαμπάση Ασημάκη Ζαΐμη με έδρα την Κερπινη Καλαβρύτων.
Τα...
χαράματα της 16 του Μάρτη του 1821 έχει στήσει ενέδρα με καμιά 15αριά παλικάρια ( έξι παιδιά του) και τον Πετιωτη, στα βράχια της «Χελωνοσπηλιάς» στην ακριανή στενωσιά της κοιλάδας της Κατσάνας, πάνω στο δημόσιο δρόμο που οδηγεί από τα Καλάβρυτα στην Τριπολιτσά. Στην ενέδρα αυτή πέφτουν τρεις καβαλάρηδες, δυο Έλληνες και ένας μαύρος οθωμανός στρατιώτης, με κάμποσα μουλάρια.
Επρόκειτο για τον Νικολή Γιαννακόπουλο, τον υπηρέτη και γραμματικό του Βυτινιώτη Νικολή Ταμπακόπουλου, τον υπηρέτη του και ένα στρατιώτη της φρουράς του Τουρκαλβανού σπαχή Σεΐντ-αγά από του Λάλα της Ηλείας.
Οι ένοπλοι πιάνουν αιχμαλώτους τους τρεις καβαλάρηδες και διαπιστώνουν ότι οι κύριοι στόχοι τους, ο Ταμπακόπουλος και ο Σεΐντ-αγάς, ειδοποιημένοι για τη ενέδρα, έχουν ξεφύγει και έχουν καταφύγει στο κοντινό χωριό της Λυκούριας.
Μέσα στις επόμενες ώρες ο φοροεισπράκτορας και ο σπαχής, με τη βοήθεια των ντόπιων και των Τούρκων της γειτονικής κοιλάδας του Φονιά (δλδ του Φενεού), ξέφυγαν τελείως από τον Χοντρογιάννη και τους συντρόφους του και διέφυγαν στην Αρκαδία, για να μεταφέρουν έτσι την είδηση για την ενέδρα στο σαράι του Οθωμανού πασά στην Τριπολιτσά. Τα χρήματα δίνονται στον Α.Ζαιμη για τον Αγώνα.
Το χτύπημα αυτό είχε μεγάλο αντίκτυπο,διότι έγινε γνωστό αμέσως στην περιοχή της Αρκαδίας διοικητικό κέντρο του Μωριά.
Ο Καϊμακάμης Μεχμέτ Σαλήχ με διάταγμά του στις 20 του Μάρτη επικηρύσσει το Χοντρογιάννη και τους άνδρες του ως ληστές, αλλά πολύ γρήγορα τα περιστατικά στην Πάτρα και στην Καλαμάτα, ουσιαστικά το ξέσπασμα της Επανάστασης, κάνει φανερό ότι δεν επρόκειτο για ένα τυχαίο ληστρικό περιστατικό.
Η άδικη συνέχεια….
Επρόκειτο για τον Νικολή Γιαννακόπουλο, τον υπηρέτη και γραμματικό του Βυτινιώτη Νικολή Ταμπακόπουλου, τον υπηρέτη του και ένα στρατιώτη της φρουράς του Τουρκαλβανού σπαχή Σεΐντ-αγά από του Λάλα της Ηλείας.
Οι ένοπλοι πιάνουν αιχμαλώτους τους τρεις καβαλάρηδες και διαπιστώνουν ότι οι κύριοι στόχοι τους, ο Ταμπακόπουλος και ο Σεΐντ-αγάς, ειδοποιημένοι για τη ενέδρα, έχουν ξεφύγει και έχουν καταφύγει στο κοντινό χωριό της Λυκούριας.
Μέσα στις επόμενες ώρες ο φοροεισπράκτορας και ο σπαχής, με τη βοήθεια των ντόπιων και των Τούρκων της γειτονικής κοιλάδας του Φονιά (δλδ του Φενεού), ξέφυγαν τελείως από τον Χοντρογιάννη και τους συντρόφους του και διέφυγαν στην Αρκαδία, για να μεταφέρουν έτσι την είδηση για την ενέδρα στο σαράι του Οθωμανού πασά στην Τριπολιτσά. Τα χρήματα δίνονται στον Α.Ζαιμη για τον Αγώνα.
Το χτύπημα αυτό είχε μεγάλο αντίκτυπο,διότι έγινε γνωστό αμέσως στην περιοχή της Αρκαδίας διοικητικό κέντρο του Μωριά.
Ο Καϊμακάμης Μεχμέτ Σαλήχ με διάταγμά του στις 20 του Μάρτη επικηρύσσει το Χοντρογιάννη και τους άνδρες του ως ληστές, αλλά πολύ γρήγορα τα περιστατικά στην Πάτρα και στην Καλαμάτα, ουσιαστικά το ξέσπασμα της Επανάστασης, κάνει φανερό ότι δεν επρόκειτο για ένα τυχαίο ληστρικό περιστατικό.
Η άδικη συνέχεια….
Στα τέλη του 1829, ο Νικολής Γιαννακόπουλος προσφεύγει στο Πρωτόκλητο Δικαστήριο της Αχαΐας, που έδρευε τότε στη Βοστίτσα, και ασκεί αγωγή εναντίον του Χοντρογιάννη για το περιστατικό της Χελωνοσπηλιάς.
Τον κατηγορεί ότι εκείνη την ημέρα τον έγδυσε, τον βασάνισε και του αφαίρεσε ό, τι κουβαλούσε, η αξία των οποίων έφτανε περίπου στα 13.000 γρόσια.
Ο νόμος τον οποίον εκμεταλλεύθηκε ο Γιαννακόπουλος για να κινηθεί δικαστικά εναντίον του Χοντρογιάννη ήταν το ΙΒ΄ Ψήφισμα της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης του Άργους του 1829.
Το ΙΒ΄ Ψήφισμα προέβλεπε τα εξής:
Για τις διαφορές που είχαν ανακύψει ανάμεσα σε «ομογενείς» από τις 23 Φλεβάρη του 1821 –όταν και ο Υψηλάντης κήρυξε την Επανάσταση στην Μολδοβλαχία- έως και τον Γενάρη του 1828 -όταν έφτασε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας-, και που είχαν χαρακτήρα εγκλήματος (κλοπές, ληστείες, τραυματισμοί, ανθρωποκτονίες κλπ), θα στήνονταν ειδικά έκτακτα τριμελή δικαστήρια, τα λεγόμενα «Κριτήρια Επιείκειας», που θα δίκαζαν ανέκκλητα, δηλαδή χωρίς δυνατότητα άσκησης έφεσης. Οι δικαστές που θα τα αποτελούσαν θα επιλέγονταν από τους αντίδικους και από την Κυβέρνηση, ενώ αυτά θα δίκαζαν με βάση το κατά τόπους εθιμικό δίκαιο και την αρχή της επιείκειας.
Το δικαστήριο δικαίωσε τον Γιαννακόπουλο και παρόλο που τα χρήματα είχαν δοθεί στους αρχηγούς του αγώνα και τα διαχειρίστηκαν αυτοί, κατάσχεσε όλη την περιουσία του.
Μάλιστα καταδίκασε τον Χοντρογιαννη για ληστεία και τον φυλάκισε στο Μπούρτζι Ναυπλίου αν και την ίδια ώρα το δικαστήριο του αναγνώριζε την προσφορά του στον αγώνα.
Τα παιδιά του Χοντρογιάννη μετά την καταδίκη του πατέρα τους και την απόφαση για δήμευση της περιουσίας τους βγήκαν στη παρανομία για να ζήσουν.
Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις για χάρη και αμνηστία το κράτος τα συνέλαβε και εκτέλεσε και τα έξι μετά από δόλο. Τον Πετιώτη δεν τον κυνήγησαν ούτε του έκαναν αγωγή παρόλο που ήταν συμμέτοχος.
Ο Ταμπακοπουλος σκοτώθηκε μαχόμενος κατά του Ιμπραήμ (Αύγουστος 1827 στα Τρίκορφα),αλλά δάνειζε προεπαναστατικά αδιακρίτως τούρκους και έλληνες και ο ιστορικός Β. Κρεμμυδάς τον αποκαλεί «τοκογλύφο».
Τα αντιφατικά στην Επανάσταση ήταν πολλά, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι και οι Αγωνιστές του ΄21 ήταν άνθρωποι σαν εμάς… με θετικά και αρνητικά.
lavaro21.gr