Από τη θέση αυτή πήρε μέρος στη καταστολή του Βενιζελικού πραξικοπήματος της 1ης Μαρτίου 1935. Έλαβε μέρος ως Λοχαγός στον Πόλεμο της Πίνδου εναντίον των Ιταλών, ενώ μετείχε και στις μάχες των οχυρών μετά την εισβολή των Γερμανών. Για τη δράση και τον ηρωισμό που επέδειξε, τιμήθηκε δυο φορές με Αριστείο Ανδρείας με Πολεμικό Σταυρό και με Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων, κάτι πολύ σπάνιο για Αξιωματικό του Πυροβολικού. Με την έναρξη της Κατοχής, οργανώθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση «ΙΕΡΑΡΧΙΑ» που είχε ως αρχηγό, τον Στρατηγό Παπάγο.
Την Άνοιξη του 1942 επιβιβάστηκε από τη νότια Εύβοια σε ένα σαπιοκάραβο με προορισμό τις ακτές της Τουρκίας, αλλά συνελήφθη εν πλω από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε. Μεταφερόμενος στη Λάρισα απέδρασε και διωκόμενος κατόρθωσε να φτάσει στον Τσεσμέ της Τουρκίας. Μετά από μεγάλη γραφειοκρατική ταλαιπωρία από πλευράς των Τούρκων, επιτέλους πήγε στην Αίγυπτο και κατατάχθηκε στις εκεί Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Εξ αιτίας των πολιτικών διαφορών και παθών που διέκριναν τους ένστολους Έλληνες στην Αίγυπτο, φυλακίστηκε από αριστερούς σε στρατόπεδο με συρματοπλέγματα, με τη κατηγορία ότι ήταν «φασίστας». Τελικά απελευθερώθηκε και έλαβε μέρος στη μάχη του Ελ Αλαμέιν ενώ επανήλθε στη Πατρίδα στις 12 Οκτωβρίου 1944. Έλαβε μέρος στα «Δεκεμβριανά» και στον Εμφύλιο πόλεμο, υπηρετώντας στον Ελληνικό στρατό. Από κει και πέρα υπηρέτησε σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, πάντα προαγόμενος κατ΄ εκλογή ενώ αποφοίτησε από όλα τα προβλεπόμενα σχολεία πρώτος, αριστεύοντας.
Στις 21 Απριλίου 1967 υπηρετούσε ως υπαρχηγός του ΓΕΕΘΑ και πληροφορήθηκε το πρωί της ίδιας ημέρας (07:00) μεταβαίνοντας στο Γ.Ε.Σ. το πραξικόπημα που είχε σημειωθεί μερικές ώρες πριν από τη «χούντα των συνταγματαρχών». Αμέσως συνεργάστηκε με τους κινηματίες αναλαμβάνοντας την αρχηγία του Γενικού Επιτελείου Στρατού και κάνοντας χρήση του νέου αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ' Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το σχέδιο "Προμηθεύς" σε όλη τη χώρα, δίνοντας απόλυτη εξουσία στην Χούντα των Συνταγματαρχών.
Αργότερα υπήρξε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιπρόεδρος του χουντικού καθεστώτος, έως την ανατροπή του από τον Ταξίαρχο Ιωαννίδη. Μετά τη Μεταπολίτευση προφυλακίστηκε στις φυλακές Κορυδαλλού το Μάρτιο του 1975. Καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλάκισης το 1975 με τη κατηγορία ότι συμμετείχε στο Στρατιωτικό πραξικόπημα, τη στιγμή που εκδηλώθηκε.
Η φυλάκιση του Στρατηγού Αγγελή κατά πολλούς ήταν άδικη, διότι δεν αποδείχθηκε ποτέ ότι μετείχε από τις πρώτες στιγμές στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου (γι αυτό καταδικάστηκαν και οι υπόλοιποι ), ενώ έπρεπε να είχε αποφυλακιστεί το 1985 διότι ήταν άνω των 70 ετών και είχε εκτίσει το μισό της ποινής του. Επίσης μπορούσε να αποφυλακιστεί το 1981 για λόγους υγείας, αλλά ποτέ δεν υπέγραψε τα σχετικά έγγραφα, με τη δικαιολογία ότι θα βγει από τη φυλακή, όταν έβγαινε και ο τελευταίος συγκρατούμενός του. Βρέθηκε απαγχονισμένος (αυτοκτόνησε) στο κελί του στις 22 Μαρτίου 1987.
Το μεγαλύτερο μέρος του μισθού που έπαιρνε ως στρατιωτικός τον έδινε σε διάφορες εκκλησίες για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ενώ ένα σεβαστό ποσό το χρησιμοποιούσε για την αγορά τσιγάρων γιατί κάπνιζε αρειμανίως. Ήταν σύμφωνα με τα λεγόμενα των συναδέλφων του, ίσως ο πιο μορφωμένος Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Η περιουσία του ήταν ένα διαμέρισμα δυο δωματίων στην Αθήνα, το οποίο το είχε καταχωρήσει στη μοναδική ανιψιά του, την οποία συντηρούσε αυτός. Δεν ήταν παντρεμένος ενώ τάφηκε σε ένα πολύ λιτό τάφο στη γενέτειρά του.
athensmagazine.gr