(του Μάρκου Μπόλαρη)
Ρόδον το αμάραντον,
το εύοσμον,
το τας ψυχάς ευφραίνον ...
Τριαντάφυλλο κατακόκκινο αμάραντο ευωδιασμένο,
της τριανταφυλλιάς τα φύλλα θα τα κάμω φορεσιά .
Ακάθιστος ο Ύμνος!
Πορεία σε καιρούς και χρόνους, πολλάκις δίσεκτους.
Άδοντες εν ψαλτηρίω και κιθάρα.
Άδοντες εν ψαλτηρίω και κιθάρα.
Με το νταούλι και με το ζουρνά, όπως είναι ζουγραφισμένος ο χορός με τους ζουρνάδες στον αγιορείτικο εξωνάρθηκα τον Κουτλουμουσιανό, νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων, κυκλοτερώς χορεύοντες κι όπως με τέχνη απαθανατίστηκε στη νότια πλευρά του μακρυναρικίου της Προδρόμειας εν Μενοικίω όρει Μονής παρά τας Σέρρας!
Διαπεραστικός ο ήχος του ζουρνά !
Οξύς !
Νικητήριος !
Τη Υπερμάχω Στρατηγώ !
Στην Κυρά των Βλαχερνών, στα βόρεια της Πόλης.
Αφού έλειπε ο Αυτοκράτορας, αφού έλειπε κι ο στρατός ...
Μήπως πρώτη φορά ήταν που έλειπαν,
πρώτη φορά τάχα που απουσιάζουν;
Κάποιες φορές απουσιάζουν και παρόντες!
Ένα στόλος μονόξυλα πλοιάρια βαρβαρικά, διψασμένων αίμα κι αναζητούντων απεγνωσμένα πλούσια την λεία, βαρβάρων Αβάρων, που κατέβηκαν τις ροές των ποταμών της στέππας, ακολούθησαν την ακτογραμμή της Μαυροθάλασσας, μπήκαν στον Βόσπορο, πλημμύρισαν τον Κεράτιο.
Κι είναι η ψυχή ενός Λαού !
Ίδια τότε και τώρα,
Που αντιστέκεται !
Δυνάμενοι και μή, επί των τειχών !
Γέροι εμπειροπόλεμοι που όμως με δυσκολία σηκώνουν την ασπίδα και νιούτσικοι αμάθητοι που δεν ξέρουν να καλοκρατούν σπαθί .
Επί των τειχών.
Κι είναι μαζί και γυναίκες, αντρογυναίκες ψυχωμένες στον αγώνα .
Κι ο Πατριάρχης μαζί .
Την Σήν Πόλιν, Θεοτόκε !
Άδοντες και ψάλλοντες εν κυμβάλοις ευήχοις , εν κυμβάλοις αλαλαγμού!
Κι είναι η ψυχή ενός Λαού επί των τειχών .
Υψώθηκαν τα λάβαρα !
Στραφτάλισαν οι πανοπλίες στον πρωινό ήλιο που ξεπρόβαλλε από την ασιατική πλευρά, από τα όρη της Παφλαγονίας,
όρθρος φαεινός,
κι άς φορούσαν τις αρματωσιές γέροι ανήμποροι, νιοί αμάθητοι, γυναίκες ευαίσθητες!
Κοντοστάθηκαν οι πολιορκητές .
Σφίχτηκαν οι ψυχές τους.
Δεν είχαν ξαναδεί τέτοια τείχη, τέτοια Πόλη.
Ασάλευτος πύργος!
Απόρθητον τείχος!
Άλλα τους είχαν πληροφορήσει.
Γιά τον Στρατό που έλειπε στα ανατολικά σύνορα, τους είχαν πεί οι κουκουλοφόροι ρουφιάνοι, οι πράκτορες.
Δίστασαν! Καθυστέρησαν!
Τους έπιασε ο καιρός!
Φουρτούνα! Καταιγίδα! Λαίλαπα! Κυματισμός!
Θάλασσα ποντίσασα Φαραώ ...
Απροετοίμαστοι βρέθηκαν !
Βυθού ανεκάλυψε πυθμένα, ως άλλοτε εν Ερυθρά Θαλάσση.
Κι ο πόντος , μέλας όπως ήδη ο Όμηρος είχε περιγράψει, σκεπάστηκε με κουφάρια επιδρομέων της στέπας !
Πόντω εκάλυψεν αυτούς, κατέδυσαν εις βυθόν ωσεί λίθος.
Πώς αλλοιώς ;
Των πολεμουμένων η βοήθεια !
Την Σήν Πόλιν !
Την του Κωνσταντίνου Πόλιν !
Ως έχουσα το κράτον απροσμάχητον
Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον !
Τι πορεία κι αυτή .
Η περιστερά η τον Ελεήμονα αποκυήσασα, την ειρήνην αγγέλεται .
Η ολκάς των θελόντων σωθήναι,
ναυμαχεί και ναυκρατεί , διό τα Νικητήρια !
Νύν και αεί !
Γιαυτό καθώς ανθίζει ξανθός ο Απρίλης και στολίζεται με λούλουδα ο τόπος,
εκ Σού η δρόσος απέσταξε,
κάθε χρόνο,
εδώ και χίλιους τετρακόσιους περίπου χρόνους, από της βασιλείας Ηρακλείου μέχρι σήμερα, σε τούτη την Ακάθιστη πορεία της ιστορικής μας διαχρονίας, εν ωδαίς μεγαλύνομεν , με τον ηδυσμένο λόγο της Ποίησης στην ελληνίδα γλώσσα και μουσική παιάνος ευχαριστήριο άμα τε και νικητήριο,
από την καρδιά μας.
Είναι η ψυχή ενός Λαού,
ίδια τότε και τώρα,
που αναπέμπει Ακαθίστως τον Ύμνον,
την φωτοδόχον λαμπάδα ανάπτουσα στην Ελπίδα!
Κι άς απουσιάζει ο αυτοκράτορας!
Κι άς υστερούν λογής εξουσίες κι άς μηδίζουν!
Είναι Ορθές οι ψυχές μας,
δρόσω Αερμών δροσιζόμενες,
την ανείπωτη Ωραιότητα και την ευωδία
ενός Ρόδου αμάραντου θωρώντας,
και βοώντας :
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτη!