έθιμο αυτό θα αποτελούσε μάλλον «κάποιο σημάδι» και θα προέρχεται από τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Υποθέτουμε πως με το κόκκινο πανί, θα μπορούσαν να αναγνωρίζουν οι Οθωμανοί ποιο σπίτι ήταν χριστιανικό και ποιο ήταν μουσουλμανικό. Όμως, το κόκκινο πανί επιπλέον συμβόλιζε το αίμα του Χριστού, που χύθηκε από τις πληγές του, όταν τον σταύρωσαν στον Γολγοθά.
Επίσης, το πρωί της Μ. Πέμπτης κοινωνούσαν πολλοί πιστοί. Όσοι Λεπτοκαρίτες νήστευαν αυστηρά όλη την Μεγάλη Εβδομάδα (δηλ. χωρίς λάδι), η Μ. Πέμπτη καταλύεται. Δηλαδή μπορούσαν την ημέρα εκείνη να φάνε λάδι, εις ανάμνηση της παραδόσεως του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας από τον Χριστό. Την ημέρα εκείνη, τα μικρά παιδάκια είχαν ένα μικρό καλαθάκι στο χέρι τους και επισκέπτονταν όλα τα σπίτια της παλαιάς Λεπτοκαρυάς, τραγουδώντας τα παρακάτω «λυπητερά κάλαντα»:
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρ’ημέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή, οι άνομοι Εβραίοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Πάντων βασιλέα.
Φκιάσε Χαλκιά, φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία περόνια
κι εκείνος παραάκουσε, βάζει και φκιάνει πέντε.
Τα δυο να μπούν’στα πόδια του, και άλλα δυό στα χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό, να μπεί μέσ’την καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό, να μαραθεί η καρδιά του.
Ο Κύριος ηθέλησε, να μπεί σε περιβόλι
να κάνει δείπνο μυστικό, και να δειπνήσουν όλοι».
Μόλις τα παιδάκια τραγουδούσαν τα κάλαντα, τότε οι Λεπτοκαρίτισσες έβγαιναν στην πόρτα του σπιτιού τους και έδιναν στα παιδάκια διάφορα «καλούδια» όπως αυγά, γλυκίσματα, νομίσματα, κλπ, τα οποία τα έβαζαν μέσα στο ψάθινο καλαθάκι τους. Επίσης στην παλαιά Λεπτοκαρυά τα παιδάκια τραγουδούσαν και τα παρακάτω «λυπητερά κάλαντα»:
«Μαρία κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
πήρε το δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι νι’έβγαλε μπρός στου ληστή την πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου,
κι η πόρτα απ’το φόβο της άνοιξε μοναχή της.
Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξά, κανένα δεν γνωρίζει
κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον αηγιάννη.
Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιού μου
μην είδες τον ιγιόκα μου τον Πάντων βασιλέα;
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, που είναι σταυρωμένος;
Εκείνος είν’ο γιόκας σου, ο Πάντων βασιλέας.
Σύρε μανούλα μ’στο καλό και στην καλή σου ώρα
και μένα να με καρτερείς το Σάββατο το βράδυ.
Όταν σημαίνουν οι εκκλησιές, και ψέλνουν οι παπάδες,
τότε και σύ μανούλα μου, νάχεις χαρές μεγάλες».
Υπήρχε το έθιμο όπου την ημέρα της Μ. Πέμπτης κανένας Λεπτοκαρίτης δεν έπρεπε να δουλέψει. Όμως οι κάτοικοι του χωριού έδιναν μεγάλη σημασία ιδιαίτερα στα καρφιά. Κανένας χωριανός δεν έπρεπε να καρφώσει εκείνη την ημέρα, γιατί έτσι θα φαίνονταν πως καρφώνει τον ίδιο τον Χριστό. Σε όλα τα νοικοκυριά της παλαιάς Λεπτοκαρυάς, η γεροντότερη γυναίκα ήταν αυτή που έπρεπε να βάψει τα αυγά. (Το αυγό συμβολίζει από την αρχαιότητα την ανανέωση της ζωής και το κόκκινο χρώμα το αίμα του Χριστού). Γι’ αυτό το σκοπό, έπαιρνε μια κατσαρόλα όπου έβαζε μέσα νερό και την έβαζε πάνω στη φωτιά. Όταν το νερό άρχισε να σιγοβράζει, τότε έριχνε μέσα την κόκκινη μπογιά.
Αργότερα έπαιρνε ένα αυγό και το έριχνε μέσα στην κατσαρόλα ώστε να βαφεί κόκκινο. Με το αυγό αυτό, έκανε το σημείο του σταυρού σε κάθε μέλος της οικογένειας που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή μέσα στο σπιτικό, λέγοντας την ευχή «χρόνια πολλά και του χρόνου». Μετά έβαζε το αυγό στο εικονοστάσι του σπιτιού, (για να ξορκίσουν το κακό) το οποίο και παρέμενε εκεί έως τη Μ. Πέμπτη του επόμενου έτους. Στη συνέχεια η νοικοκυρά, έριχνε μέσα στην κατσαρόλα και τα υπόλοιπα αυγά, ώστε να βαφτούν και αυτά κόκκινα. Τα αυγά τα έβαζε αργότερα μέσα σε ένα καλαθάκι και τα έπαιρναν τα μέλη της οικογένειας, για να τα τσουγκρίσουν μεταξύ τους, το βράδυ της Ανάστασης. Μερικά κόκκινα αυγά, η νοικοκυρά τα στόλιζε με διάφορα φυτικά σχέδια, και τα λέγανε «περδίκες» και συνήθως τα έδιναν στα μικρά παιδιά της οικογένειας.
Την Μ. Πέμπτη οι Λεπτοκαρίτισσες, αφού πρώτα έβαφαν τα κόκκινα αυγά, έπρεπε αργότερα να κάνουν και τις «κλούρες», που ήταν διαφορετικές από τα σημερινά τσουρέκια. Η νοικοκυρά έπρεπε από νωρίς το πρωί να ζυμώσει το ζυμάρι για τις «κλούρες» και αργότερα το σκέπαζε στο «σκαφίδι» για να «γένει το ζυμάρι». Έπειτα από δυο ώρες το ζυμάρι φούσκωνε και αυτό ήταν σημάδι, πως έπρεπε να πλαστεί. Η νοικοκυρά έπαιρνε τα ταψιά, όπου έβαζε μέσα το «πλασμένο ζυμάρι», όπου και το άπλωνε σε όλα τα ταψιά. Αργότερα έφτιαχνε με το ζυμάρι διάφορα στρόγγυλα λεπτά σχινάκια και μ’ αυτά δημιουργούσε διάφορα σχήματα πάνω στην «κλούρα». Την άλειβε με κρόκο αυγού, ενώ από πάνω πασπάλιζε και λίγο σουσάμι. Στη μέση της «κλούρας» έβαζε ένα κόκκινο αυγό και αμέσως μετά την έβαζε μέσα στον παραδοσιακό πλίνθινο φούρνο για να ψηθεί.
Όλες οι «κλούρες» δεν είχαν το ίδιο μέγεθος και αυτό εξαρτιόταν φυσικά από την οικονομική κατάσταση της κάθε οικογένειας. Κάθε σπιτικό έκανε συνήθως τέσσερις «κλούρες». Απ’ αυτές η μία προορίζονταν για το «νουνό», ενώ μία άλλη «κλούρα» προοριζόταν για τη μητέρα του κοριτσιού (όταν μία κοπέλα παντρευόταν, κάθε Πασχαλιά έστελνε μια «κλούρα» στη μάνα της). Στο «νουνό» την «κλούρα» την πήγαιναν την Κυριακή της Ανάστασης, όπου την έστελναν με τα παιδιά. Έτσι, σε μία καθαρή «μεσάλα» (δηλ. τραπεζομάντηλο) έβαζαν μέσα την «κλούρα», καθώς και μερικά κόκκινα αυγά και ένα μπουκάλι κρασί. Όταν τα παιδιά έφταναν με την «κλούρα» στη «νουνά», τότε αυτή τα υποδέχονταν με ευχές και τα έβαζε να κάτσουν. Αργότερα, η «νουνά» άδειαζε τη «μεσάλα», τη δίπλωνε προσεχτικά και την έδινε στα βαφτιστήρια της. Επίσης τα έδινε από ένα κόκκινο αυγό, μερικά «καλούδια» και χρήματα.
Το βράδυ όλες οι οικογένειες του χωριού πήγαιναν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου για προσευχηθούν και να παρακολουθήσουν τα δώδεκα Ευαγγέλια, ενώ φεύγοντας έπαιρναν από τον ιερό ναό τις πασχαλινές λαμπάδες. Εκείνο το βράδυ της Μ. Πέμπτης, όταν τελείωνε η ακολουθία με τα δώδεκα Ευαγγέλια, μερικές κοπέλες κάθονταν στην εκκλησία και ξενυχτούσαν για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Επίσης, το ίδιο βράδυ, κυρίως οι γεροντότερες γυναίκες, κάθονταν και αυτές στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου όλη τη νύχτα για να ξενυχτήσουν, να κλάψουν και να θρηνήσουν για τον Χριστό, που βρισκόταν σταυρωμένος πάνω στον σταυρό.
Εκείνη την ημέρα, μετά το τέλος της ακολουθίας των δώδεκα Ευαγγελίων που γίνονταν στην εκκλησία, όσες οικογένειες είχαν νεκρούς, πήγαιναν στο νεκροταφείο της παλαιάς Λεπτοκαρυάς (όπου βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός της Αγίας Τριάδας) και άναβαν το καντήλι στο μνήμα του νεκρού τους. (Υπήρχε η αντίληψη ότι οι ψυχές των νεκρών την Μ. Πέμπτη, όταν ο Σωτήρας κατεβαίνει στον Άδη, λυτρώνονται και ξανασαίνουν. Γι’ αυτό και οι συγγενείς τους την ημέρα αυτή, επισκέπτονταν το νεκροταφείο και άναβαν τα καντήλια των νεκρών τους).
Αρκετές πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του καθηγητή Γεωργίου Χατζή, «ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑ», καθώς και από το προσωπικό μου αρχείο. Πολλά από τα παραπάνω έθιμα της Μ. Πέμπτης, εμείς τα προλάβαμε στα παιδικά μας χρόνια, στη σημερινή Λεπτοκαρυά, (πριν από τρεις δεκαετίες περίπου). Σήμερα δυστυχώς, τα έθιμα αυτά δεν διατηρούνται και δεν γίνονται σε κανένα σπίτι της σημερινής Λεπτοκαρυάς. Είναι έθιμα τα οποία μεταφέρουν στις νέες γενιές τις παραδόσεις & συνήθειες των προγόνων μας, και κρατούν την παράδοση του τόπου μας ζωντανή.
ΤΖΙΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Φιλόλογος – αρχαιολόγος