Στις αρχές του 20ου αιώνα, λοιπόν, οι αμερικάνικοι δρόμοι ήταν ένα χάος. Οι οδηγοί δεν χρειάζονταν άδεια οδήγησης, δεν υπήρχαν γραμμές που να διαχώριζαν τους δρόμους και τις πλευρές του και φυσικά δεν είχαν ακόμη επινοηθεί οι πινακίδες στάσης.
Το πρώτο επίσημο σήμα Stop εμφανίστηκε στο Ντιτρόιτ, το 1915, και ήταν ένα μικρό, λευκό και τετράγωνο σχήμα με μαύρα γράμματα, που σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει το σημερινό κατακόκκινο και σε οκτάγωνο σχήμα Stop που όλοι ξέρουμε. Το 1923, ωστόσο, ένα παράρτημα του τμήματος αυτοκινητόδρομων του Μισισιπή πρότεινε μια αλλαγή, κατά την οποία το ίδιο το σχήμα της πινακίδας θα μπορούσε να υποδηλώσει το είδος του κινδύνου μπροστά. Η λογική ήταν πολύ απλή μάλιστα, καθώς όσο περισσότερες πλευρές έχει μία πινακίδα, τόσο πιο επικίνδυνη είναι η επικείμενη διαδρομή.
Μέχρι το 1935 είχαν χρησιμοποιηθεί διάφορα χρώματα για τις συγκεκριμένες ταμπέλες, μέχρι που υιοθετήθηκε η πρόταση των συγκοινωνιολόγων που εξέδωσαν ένα 116σελιδο έγγραφο με τίτλο «Εγχειρίδιο για την ενοποίηση των συσκευών οδικής κυκλοφορίας» το οποίο πρότεινε η πινακίδα του Stop να είναι κίτρινη με μαύρα γράμματα. Η σημερινή της μορφή, ωστόσο, με το κόκκινο φόντο και τα λευκά γράμματα υιοθετήθηκε το 1954 με την επανέκδοση του εγχειριδίου.
Οι κύκλοι, λοιπόν, που θεωρούνταν ότι έχουν άπειρες πλευρές, χαρακτηρίζουν τους πιο σημαντικούς κινδύνους, όπως οι σιδηροδρομικές διασταυρώσεις. Τα οκτάγωνα υποδηλώνουν τους δεύτερους πιο επικίνδυνους κινδύνους, όπως οι διασταυρώσεις και οι ρομβοειδείς πινακίδες τα λιγότερα δύσκολα περάσματα, ενώ τα ορθογώνια ήταν αυστηρά ενημερωτικά. Μια φιλοσοφία που εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα.