Οι σπαρακτικές στιγμές και το πένθος
Ήταν πρωινό Πέμπτης. Το ημερολόγιο έγραφε 4 Μαΐου 1972. Μαθητές και μαθήτριες από τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου...
Σπήλιου Ρεθύμνου ξεκινούσαν την ημερήσια εκδρομή τους στη Γεωργιούπολη Χανιών. Η συνέχεια έμελλε να σημαδέψει τη μοίρα της Κρήτης, του Ρεθύμνου και να βυθίσει στο πένθος δεκάδες οικογένειες.
Στην ακτή ήταν αραγμένα τα ψαροκάικα «Δύο Γιώργηδες» και «Δύο αδέλφια». Τα παιδιά μοιράστηκαν σε τέσσερις ομάδες και άρχισαν να κάνουν βόλτες με τα καΐκια. Όλα κυλούσαν ομαλά. Mέχρι που ήρθε η σειρά της τέταρτης ομάδας να κάνει τη βαρκάδα της. Μοιράστηκαν στα δύο ψαράδικα, 27 μαθήτριες στο «Δύο Γιώργηδες» και 13 μαθητές στο «Δύο αδέλφια».
Οι καθηγητές παρέμεναν στην ακτή και έβλεπαν τους μαθητές τους να κάνουν τη βόλτα τους. Η θάλασσα είχε ένα μικρό κυματισμό. Χίλια μέτρα μακριά από τη θάλασσα το καΐκι με τις μαθήτριες ανατράπηκε. Οι μαθήτριες που κάθονταν από τη μία πλευρά του καϊκιού, μετακινήθηκαν προς την άλλη γιατί είδαν ένα μεγάλο κύμα να έρχεται και φοβήθηκαν. Με την ανατροπή του καϊκιού, οι περισσότερες μαθήτριες μπλέχτηκαν στα δίχτυα που βρισκόντουσαν στο κατάστρωμα. Οι περισσότερες δεν ήξεραν κολύμπι. Κορίτσια, δίχτυα και σκαρί έγιναν ένα. Μπλεγμένες στα δίχτυα, βυθίζονταν και πνίγονταν. «Θυμάμαι ακόμη τη φωνή των συμμαθητριών μου που βούλιαζαν σε μία απόσταση περίπου 200-300 μέτρων», είχε περιγράψει στα «Νέα» ο Μανώλης Μαραγκουδάκης που είχε επιβιβαστεί στη διπλανή βάρκα. Ήταν 13.40. Η ώρα της τραγωδίας διαπιστώθηκε από το ρολόι μιας πνιγμένης μαθήτριας. Οι δείκτες είχαν σταματήσει και οριοθετούσαν με ακρίβεια τη στιγμή του ναυαγίου. Οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν την τραγωδία ήταν ο κυβερνήτης του άλλου καϊκιού «Δύο Αδέλφια» και οι 13 μαθητές που βρίσκονταν πάνω σε αυτό.
Δύο αδερφές πνιγμένες και αγκαλιασμένες
«Οι εικόνες που αντικρίσαμε ήταν ανατριχιαστικές. Τα νερά της θάλασσας ήταν πεντακάθαρα. Βλέπαμε έξι κορίτσια να επιπλέουν κρατώντας τη βάρκα και τα υπόλοιπα να βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας». Ο κυβερνήτης του καϊκιού άρχισε να χτυπά τη σειρήνα και αμέσως κατευθύνθηκε στη στεριά για να αποβιβάσει τους μαθητές και να τρέξει στο ναυάγιο. Για βοήθεια έσπευσε και μια ψαρόβαρκα, ιδιοκτησίας Γιάννη και Νικόλαου Βαβουλάκη.
«Πέσαμε στη θάλασσα και καταφέραμε να σύρουμε από τα δίχτυα πέντε-έξι μαθήτριες που ήταν ακόμη ζωντανές και στη συνέχεια τις μεταφέραμε στο οχηματαγωγό του Ναυτικού που έπλεε δίπλα μας. Για δυόμιση ώρες βουτούσαμε και βγάζαμε πτώματα κοριτσιών από τη θάλασσα». Έβγαζαν πτώματα αγκαλιασμένα. Δύο αδερφές πνίγηκαν μαζί και η οικογένειά τους ξεκληρίστηκε. Αυτή ήταν η στιγμή που αποτυπώθηκε πιο έντονα στους διασώστες.
Η αυτοθυσία μιας μαθήτριας
Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής κοντά στη βάρκα με τις μαθήτριες που είχε ανατραπεί και αρχίσει να βουλιάζει υπήρχαν άλλες ψαρόβαρκες. Όμως οι ψαράδες, λένε ότι, φοβήθηκαν να πλησιάσουν γιατί μετέφεραν κι αυτοί άλλους μαθητές. Ένας ψαράς έβγαλε τα δικά του παιδιά στην ακτή, επέστρεψε να βοηθήσει, αλλά ήδη είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος. Μια μαθήτρια, η Παρασκευή Γλυνιαδάκη, κατάφερε και έσωσε δύο συμμαθήτριές της, ενώ άλλες τρεις κατάφεραν να σωθούν καθώς δεν είχαν μπλεχτεί στα δίχτυα.
Μία από τις μαθήτριες που σώθηκαν, η Ιωάννα Παναγιωτάκη περιέγραψε στους δημοσιογράφους τις δραματικές στιγμές που έζησε: «Μέχρι τη στιγμή εκείνη γελούσαμε και τραγουδούσαμε. Ήταν κάτι ξαφνικό. Βρεθήκαμε όλες στη θάλασσα μπλεγμένες στα δίχτυα που ήταν απλωμένα πάνω στο κατάστρωμα. Εγώ κρατήθηκα από τα δίχτυα και το καΐκι και σώθηκα. Ήταν φρικτές οι στιγμές που πέρασα. Φωνάζαμε και ζητούσαμε βοήθεια απελπισμένα».
Οι σπαρακτικές στιγμές και το πένθος
Όταν μαθεύτηκε η τραγωδία στο Ρέθυμνο, στο Σπήλι και στα γύρω χωριά οι γονείς των μαθητριών που δεν ήξεραν τα ονόματα των κοριτσιών που πνίγηκαν, σκορπίστηκαν στους δρόμους και με κλάματα αναζητούσαν τρόπο να μεταφερθούν στον τόπο της τραγωδίας. Άλλοι ζητούσαν πληροφορίες από τους επιβάτες των αυτοκινήτων που έρχονταν από τη Γεωργιούπολη.
Σπαρακτικές σκηνές εκτυλίχθηκαν και στο νοσοκομείο, όπου γονείς διαπίστωναν ότι είχαν χάσει το παιδί τους. Στην ναυτική τραγωδία χάθηκαν 21 έφηβα κορίτσια. Η χώρα συγκλονίστηκε από την πρωτοφανή τραγωδία, ενώ τα χωριά της επαρχίας Άγιος Βασίλειος, Σπήλι, Μιξόρρουμα, Μουρνέ, Κεντροχώρι, Κισσός, Λαμπρινή, βυθίστηκαν στο πένθος.
«Το δράμα συνεχίστηκε στο δικό μου χωριό για πολλούς μήνες μετά. Θυμάμαι ότι τη νύχτα ξυπνούσα από τον σπαραγμό των μανάδων που πάγωναν στο νεκροταφείο για να θρηνήσουν τα παιδιά τους. Για 5-6 χρόνια στην περιοχή μας δεν γίνονταν γάμοι και βαφτίσια», περιέγραφε ο Μανώλης Μαραγκουδάκης από το Μιξόμουρα, από το οποίο πνίγηκαν 9 μαθήτριες. Η βάρκα «Δύο Γεώργηδες» που μετέφεραν τις μαθήτριες δεν είχε άδεια μεταφοράς επιβατών, ενώ διέθετε μόνο άδεια αλιείας. Για τον πνιγμό των 21 κοριτσιών κρίθηκε ένοχος ο λεμβούχος Ν. Κορδατζάκης, ο οποίος καταδικάστηκε με ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, ενώ οι καθηγητές που συνόδευαν τα κορίτσια κρίθηκαν «ένοχοι άνευ συνειδήσεως» και τους επιβλήθηκε ποινή ενός έτους με αναστολή.
GALLERY