Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης
Το γεγονός της Άλωσης της Πόλης στις 29 Μαΐου 1453 υπήρξε τόσο μεγάλο, ώστε κατεπλάγησαν Ανατολή και Δύση. Ήταν μια εθνική συμφορά, που ο λαός μας τη θρήνησε με το δικό του μέσο, με το δημοτικό τραγούδι . Πανελλήνια είναι γνωστό το τραγούδι ‘της Αγια-Σοφιάς’, που αρχίζει με...
το ‘Σημαίνει ο Θιος, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια’ και τελειώνει με την παρηγοριά ‘Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις. Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά σας είναι’, για να δείξει ότι η μεγάλη συμφορά του έθνους βρίσκεται στο μεταίχμιο της απόγνωσης και της αναθάρρησης. Και ήταν πολλοί αυτοί που έγραψαν γύρω από το πέσιμο της Πόλης. Έτσι, εκτός από τις περιγραφές των Βυζαντινών συγγραφέων Δούκα, Φραντζή, Χαλκοκονδύλη και Κριτόβουλου υπάρχουν κι άλλες τέτοιες περιγραφές, εκθέσεις και υπομνήματα από Έλληνες, Βενετούς, Γενουάτες και άλλους Ιταλούς, Αρμένιους, Ρώσους, Πολωνούς ακόμη και Τούρκους.
Εκτός από αυτές τις περιγραφές και εκθέσεις υπάρχει και ένας όχι ασήμαντος α-ριθμός μονωδιών και θρήνων για την άλωση της ‘βασιλίδος των πόλεων’. Δίπλα στο δημοτικό τραγούδι του λαού μας λογιότεροι στιχουργοί γράψανε «κείμενα λόγια, αλλά λαϊκά στην έμπνευσή τους, που φανερώνουν τη συγκίνηση που προκάλεσε το πάρσιμο της Πόλης», σύμφωνα με τον Κ.Θ.Δημαρά . Ήταν ακριβώς η χρονική στιγμή κατά την οποία το έθνος μας φαινόταν ότι είχε χάσει τα πάντα και από πουθενά δεν υπέφωσκε ακτίνα ελπίδας. Από αυτά τα κείμενα αξίζει τον κόπο να κάνουμε μια επιλογή μιας μονωδίας και ενός θρήνου, ως αποτίμηση φόρου τιμής στους μαχητές που έπεσαν εκείνη την ημέρα μαζί με τον μαχόμενο βασιλέα τους, τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο.
Αδήλου μονωδία ακέφαλος
«… Ηφάνισται τα πολλά και μεγάλα θεάματα, το αρχαίον και μεγαλοπρεπές της βα-σιλείας Ρωμαίων εντρύφημα. Ω θείων οίκων εκείνων λαμπρότητες και κόσμοι και περιφάνειαι, παντός σεβασμού, πάσης αιδούς, πάσης ευλαβείας αξιούμενα και μόνον ορώμενα. Ω σεπτών εικόνων φιλοκαλίαι και φιλοτιμίαι. Ω κειμηλίων ιερών αστραπαί και πάντιμος αίγλη και πάναγνα κάλλη.
..Νυν δε ταπεινωθέντες εκτόπως και οίον υπό αγρίων θηρίων αναρπαζόμενοι…και δούλειον ήμαρ άγοντες, όσοι μη το ζην απέβαλον μαχαίρας, γενόμενοι παρανάλωμα, υπ’ ανόμων ελκόμενοι και ατιμαζόμενοι, οι της ευγενούς αγωγής, τα της παμμήκους ελευθερίας θρέμματα, οι της πολιτικής αγλαΐας και χάριτος όρπηκες, οι των εθνών κοσμήτορες και της εν ήθει και λόγοις και πράξεσιν αρετής τα περιφανή βλαστήματα και περίδοξα.
…Αλλ’ ο μεν βασιλεύων εννόμως έπεσεν, η βασιλίς εάλω… Ο δε πολέμιος, το μέγα παραστησάμενος άστυ, θριαμβεύων εισήει, το της Άγαρ γέννημα κατέσχε την κληρο-νομίαν ημών, το της ερημώσεως βδέλυγμα έστη εν τόπω αγίω, ο νέος Ναβουχοδονό-σορ εκάκωσεν ημάς εφ’ ετοίμοις τοις βασιλείοις και πολλών και μεγάλων ευσεβών βασιλέων μεγαλουργήμασιν, ο τύραννος ο νόθος, Άδερ ο αλιτήριος, ο φύσει πολέμιος δια τας αμαρτίας ημών εισήκται τροπαιουχών, αίμασι πιστών επιχαίρων και ώσπερ τι σαρκοβόρον θηρίον τη πτώσει των Χριστιανών ακορέστως εντρυφών και ενσεμνυνό-μενος
Θρήνος επί αλώσεως της Πόλεως (τέλη 15ου αι.)
…….
«Ο αμηράς ο κράτιστος ονόματι Μωάμεδ,
κράτιστος πέλει αρχηγός, αγέρωχος τω τρόπω
και αυστηρός και απηνής, φονίσκος και οργίλος.
Και μήνας τέσσερεις λοιπόν πολιορκίζει ταύτην
Μαΐω τε μηνός εις τας κθ (29) καταλαμβάνει ταύτην.
Βαβαί των τότε λυπηρών, ωδίνων τε και φόνων,
των γινομένων σοι πολλών ατάκτων εκ βαρβάρων.
Ανδρών ταχύς ο θάνατος, των γυναικών αισχύνη,
εκκλησιών εξέλιπεν πάσα η ωραιότης,
τα σκεύη των εκκλησιών ήρθησαν άρδην πάντα,
των ιερέων τας στολάς συν γυναιξί μολύνουν
και ιπποστρώματα ποιούν τα ιερά τα σκεύη».
Περί το γένος των Ρωμαίων το πώς εκατασταθήκαμεν και πώς εχάσαμεν
την Πόλιν και όλα τα αγαθά (Παπά Συναδηνού του Σερραίου, αρχές 17ου αι.)
……..
Ω πώς εκαταστάθητε, το γένος των Ελλήνων,
και επεριπλεχθήκετε μέσον πολλών κινδύνων.
Από τ’ εσάς η φρόνησις και η σοφία όλη/ εβγήκε και εξάπλωσε στην οικουμένην όλη.
Και άρματα και γράμματα και η θεολογία/ από τ’ εσάς εφάνηκε, και η πολλή ανδρεία,
γραμματική, ποιητική ρητορική και τάλλα/όσα λεπτά μαθήματα και πράγματα μεγάλα
όλα εσείς τα βρήκετε και εμοιράσατέ τα/ εις όλα τα βασίλεια ωσάν με την τρουμπέτα.
Ο κόσμος σας επαίνεσεν όλος εις την σοφίαν.
Τώρα πώς εξεπέσετε εις ταύτην την σκλαβίαν;
Και σύ Κωνσταντινούπολις, πώς εκαταφρονέθης
και από γένος ασεβών πώς εκατακυριεύθης;
Ω πώς και να εξύπνησεν ο μέγας Κωνσταντίνος,
οποίος σε ανάκτισεν με όρεξιν εκείνος,
και δεν του πρέπει στεναγμός και δάκρυα να χύσει
μόνον να χύσομεν ημείς άπειρα σαν την βρύση
να κλαύσομεν του λόγου μας, να κλαύσομεν την Πόλιν,
αυτήν οπού επαίνεσεν η οικουμένη όλη.
Θρηνώ σε, Πόλι μου λαμπρά, και κλαίω δι’ εσένα,
πώς έπεσες, πώς έκλινες εις χείρας του καθένα.
Πού είν, η δόξα η πολλή κ’ η χάρις η μεγάλη,
το κάλλος, η ευπρέπεια οπούχες αναθάλει;
Πού είν’ ο περιβόητος ναός ο της Σοφίας
εκείνος ο υπέρλαμπρος και πλήρης ευλογίας;
Πού της Βλαχέρνας ο ναός, η βρύσις των θαυμάτων
εξ ου απολαμβάνομεν πηγήν των ιαμάτων;
Πού είν’ τα σπουδαστήρια κ’ η γνώσις των γραμμάτων
και της σοφίας η πηγή, βάθος των νοημάτων;
Πού είν’ τα τόσα αγαθά που ήσουν στολισμένη,
ωσάν αυτόν τον ουρανόν ήσουν ζωγραφισμένη;
Όλα τα εστερήθηκες ωσάν την Βαβυλώνα,
τον στέφανόν σου έχασες και την χρυσήν κορώνα.
Ψυχή μου, κλαύσε, θρήνησε, δάκρυσε και λυπήσου
Πόλιν την βασιλεύουσαν εν τη υπομονή σου.
Χύσατε μάτια δάκρυα, χύσε καρδία πόνους·
κλαύσατε το Βυζάντιον ετουτουνούς του χρόνους.
Χύσατε αναστεναγμούς, χύσατε θρηνωδίας,
κλαύσατε την Επτάλοφον εξ όλης της καρδίας,
κλαύσατε και θρηνήσατε Σοφίαν την αγίαν,
οπού ο κόσμος σαν αυτήν άλλην δεν είχε μίαν».
Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Φιλόλογος – Ιστορικός, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης