Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

Τα μαρτυρικά βιώματα του Ηλία Ζήκου από το Πωγώνι και ο βασανισμός από τα όργανα του κομμουνιστή δικτάτορα Χότζα

  
   
Οι Έλληνες υπέφεραν τα πάνδεινα από το καθεστώς Χότζα

Ο αείμνηστος Ηλίας Χρήστος Ζήκος από τη Σωπική Άνω Πωγωνίου στα απομνημονεύματά του περιγράφει σκηνές από την ανάκρισή του από τα όργανα της ασφάλειας, μετά από την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης από το σιδηρούν παραπέτασμα της Αλβανίας προς την ελευθερία όπου εκεί βρίσκονταν και ο πατέρας του.

Ύστερα από...  

 
τα γεγονότα αυτά ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Χαράλαμπος, φυλακίζεται, ενώ ο Ηλίας λόγω του ότι ήταν μικρός από την ηλικία, εξορίζεται μαζί με την οικογένειά του στη Μέση Αλβανία.

Ο Ηλίας από εκεί απέδρασε από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως και κρυφά έφθασε στη γενέτειρα του τη Σωπική όπου απέδρασε για δεύτερη φορά (τώρα πια επιτυχημένα) προς την Ελλάδα.

Ιδού τι γράφει:

«….Oι κατηγορίες ήταν μεν εν μέρει βάσιμες, όμως εμείς αρνιόμασταν επιμόνως γιατί άπαξ και ομολογούσαμε δεν θα μας έσωζε τίποτε… Ύστερα μας έδεσαν και τους δύο πισθάγκωνα και προσπάθησαν με διάφορα τεχνάσματα και φοβέρες να μας αποσπάσουν ομολογία που να αιτιολογεί την προφυλάκισή μας. Όσες μεθόδους κι αν μεταχειρίστηκαν για να κάμψουν το ηθικό μας δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Τότε χρησιμοποίησαν τα μεγάλα μέσα. Αποφάσισαν να μας στείλουν στο Αργυρόκαστρο για τα περαιτέρω.

Η αναχώρηση μας από το χωριό είχε προγραμματιστεί για την μεθεπόμενη μέρα και, ελλείψει κρατητηρίου με παρέδωσαν στα χέρια του γείτονα και συγγενή μου Δημήτρη Καττή, που ήταν και αυτός πράκτορας της ασφάλειας, ο οποίος ανέλαβε πρόθυμα τη φρούρησή μου ή την ομηρία μου αν θέλετε, ως τη στιγμή της αναχώρησής μας.

Εκεί, κλειδωμένος σένα δωμάτιο πέρασα το υπόλοιπο χρονικό διάστημα και το χειρότερο ήταν ότι κανείς δεν ήξερε που βρίσκομαι, ούτε οι ίδιοι οι γονείς μου. Η μητέρα μου, που δικαιολογημένα ανησυχούσε για την τύχη μου και ρωτούσε απεγνωσμένα την ασφάλεια, έπαιρνε τη στερεότυπη απάντηση ότι με άφησαν δήθεν ελεύθερο και δεν γνώριζαν που πήγα.

Οι άθλιοι διασκέδαζαν με τον πόνο της και πήγε να τρελαθεί από το κακό της μη ξέροντας τι απέγινα. Που να φανταστεί η δύστυχη ότι ήμουν φυλακισμένος δυο βήματα από το σπίτι μας με δεσμοφύλακα τον πρώτο της εξάδερφο.

Όταν έφτασε η στιγμή της αναχώρησής μας για το Αργυρόκαστρο ξεκινήσαμε με συνοδεία δυο οπλισμένων αστυνομικών….»

«….Και για να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές, κάποιος – δε θυμάμαι ποιος – άστραψε δυο χαστούκια σε μένα και άλλα τόσα στον αδελφό μου. Σ’ όλα αυτά που μας αράδιαζαν χωρίς σταματημό, εμείς δεν απαντούσαμε και σιωπαίναμε. Για μια στιγμή έλυσα τη σιωπή μου και τους είπα ότι η πράξη μας δεν είχε πολιτικά κίνητρα. Και αυτό με σκοπό να ελαφρώσω κάπως τη θέση μας

– Οι λόγοι που μας ανάγκασαν να το αποφασίσουμε, είπα, ήταν άλλοι και τους ξέρετε.

– Ποιοι λοιπόν ήταν οι λόγοι σας; Μήπως οικονομικοί;

Ώστε δεν έχετε αντιληφθεί ότι ο κόσμος στα καπιταλιστικά καθεστώτα πεινάει και υποφέρει; Καταπιέζεται από την ολιγαρχία και το μεγάλο κεφάλαιο;

Όχι, εμείς δεν είπαμε τέτοιο πράγμα. Σκοπός μας ήταν να συναντηθούμε με το δικό μας άνθρωπο που απουσιάζει χρόνια στο εξωτερικό και μας λείπει. Στο κάτω – κάτω της γραφής δεν κάναμε και κανένα έγκλημα. Σε λίγο φάνηκε στην είσοδο η πληθωρική «μάνα Αλέξαινα» (1) η βουλευτίνα συγγενής μας που δεν έλειπε από τέτοια γεγονότα.

Η φάτσα της έσταζε φαρμάκι. Άρχισε και αυτή το ίδιο τροπάρι.

Ότι δεν ακούγαμε τις συμβουλές της που μας έδινε κάθε τόσο «για το καλό μας» και να τώρα. Ύστερα από την απερισκεψία μας δεν μπορούσε πια να μας βοηθήσει….»

«….Στη συνέχεια φώναξαν τον γείτονά μας Δημήτρη Καττή να καταθέσει ως μάρτυρας αφού αυτός είχε καταγγείλει την εξαφάνισή μας.

Ο τύπος που κάθονταν στο τραπέζι ρώτησε:

– Περίγραψέ μας με λεπτομέρειες πως διαπίστωσες την απουσία τους.

– Να σας πω. Το πρωί, όπως κάθε μέρα ο βοσκός του χωριού, πέρασε να παραλάβει τα γιδοπρόβατα τους στη βοσκή, αλλά κανείς δεν του άνοιγε. Φώναξε, ξαναφώναξε χωρίς να πάρει απάντηση. Τότε έτρεξα και εγώ, χτύπησα την πόρτα τους δυο-τρεις φορές, αλλά τίποτα…

Εκείνο που ενίσχυσε τους φόβους μου, ήταν η καπνοδόχος τους που δεν έβγαζε καπνό, όπως γίνεται συνήθως τις πρωινές ώρες.

Έπειτα απ’ όλες αυτές τις διαπιστώσεις, ανησύχησα. Δεν μπορεί, κάτι θα τους συμβαίνει, είπα και έτρεξα να ειδοποιήσω τις αρχές. Τα υπόλοιπα σας είναι γνωστά…»

(1) Η μάνα Αλέξαινα είναι η μάνα του Θανάση Ζήκου ο οποίος υπήρξε σύνδεσμος μεταξύ των αριστερών επαναστατών του ισπανικού εμφυλίου πολέμου και της Σ. Ένωσης. Σε αποστολή συλλαμβάνεται στο Βελιγράδι και πεθαίνει από φυματίωση στις φυλακές.

Το πρώτο μειονοτικό τάγμα που ιδρύθηκε και συνεργάστηκε με τους Αλβανούς κομμουνιστές, φέρει το όνομά του.

Βασίλειος Γκινόπουλος

Πηγή: Χιμάρα