Η ιστορία του κληρονόμου μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ θα μπορούσε να γίνει σενάριο ταινίας
«Η ζωή είναι μικρή, για να μην τη ζήσεις ωραία». Αυτό, κατά κάποιον τρόπο, θα μπορούσε να ήταν το motto του...
Huntington Hartford, ενός εκ των απογόνων της μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ της Αμερικής, A & P. Αλλά ο ίδιος έζησε σχεδόν έναν αιώνα, φροντίζοντας το μεγαλύτερο μέρος αυτής να καλοπερνάει. Μία καλοπέραση βέβαια, που του κόστισε πολύ ακριβά στην τσέπη, αφού σπατάλησε όλα τα χρήματα που κληρονόμησε από την οικογένειά του και πέθανε άφραγκος. Και αν δεν ήταν η κόρη του να τον πάρει κοντά της, ίσως να πέθαινε μόνος και αβοήθητος.
Η ιστορία του θα έλεγε κανείς πως ήταν συναρπαστική και σίγουρα διδακτική. Γιατί μπορεί να είναι πολλά τα παραδείγματα των αυτοδημιούργητων ανθρώπων που απέκτησαν τεράστιες περιουσίες, όμως, υπάρχει και ο Huntington Hartford που είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίθετης περίπτωσης.
Γεννήθηκε μέσα στα πούπουλα
Ο Huntington Hartford γεννήθηκε σε μια από τις πλουσιότερες οικογένειες της Αμερικής, καθώς ήταν οι ιδιοκτήτες της A & P, της μοναδικής αλυσίδας σούπερ μάρκετ της εποχής. Ήρθε στον κόσμο τον Απρίλιο του 1911 στη Νέα Υόρκη, ενώ μόλις στα 7 του χρόνια και μετά το θάνατο του παππού του, έγινε δικαιούχος ετήσιου εισοδήματος 1,5 εκατομμυρίων δολαρίων.
Με την οικογένειά του το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου έμεναν σε ένα υπέροχο διαμέρισμα στην 5η Λεωφόρο και τον υπόλοιπο τον περνούσαν σε μια φυτεία στη Νότια Καρολίνα και σε ένα κτήμα στο Κονέκτικατ. Ο μικρός Huntington μεγάλωνε με όλες τις ανέσεις και υπερβολές, όμως, στα 12 του χρόνια έχασε τον πατέρα του, εξασφαλίζοντας –εννοείται- οικονομικά τα δύο παιδιά του, τον Huntington και την αδελφή του.
Την ανατροφή τους ανέλαβε αποκλειστικά η αυταρχική μητέρα τους Ενριέτα, έχοντας τη βοήθεια ενός στρατού από υπηρέτες σε μια έπαυλη στο Νιούπορτ του Ρόουντ Άιλαντ. Ο «χρυσός» κληρονόμος πήγε στο Χάρβαρντ για σπουδές, τη στιγμή που η μητέρα του ήθελε να τον παντρέψει με μια ζάπλουτη νεαρή γειτόνισσα, την Ντόρις Ντιουκ, κληρονόμο ενός μεγιστάνα του καπνού.
Αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, αφού ο γιος της ήταν φύσει επαναστάτης και σε καμία περίπτωση δεν ήταν της λογικής «να ενώσουμε τις περιουσίες». Μάλιστα, ο νεαρός Huntington πήγε κόντρα στην αυταρχική μητέρα του, όταν ερωτεύτηκε μια εκπαιδευόμενη νηπιαγωγό, την 18χρονη τότε Μαίρη Λη Έπλινγκ, την οποία και παντρεύτηκε.
Τον πλάνεψε η dolce vita και οι κακές επενδύσεις
Ο Huntington από νεαρή ηλικία φάνηκε πως ήταν το «μαύρο» πρόβατο της οικογένειας και πως είχε για τη ζωή του άλλα σχέδια, που δεν είχαν να κάνουν με τις οικογενειακές επιχειρήσεις, τις οποίες οι θείοι του είχαν γιγαντώσει οικονομικά. Όταν αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο, έπιασε στα κεντρικά της A&P στη Νέα Υόρκη.
Κι ενώ περίμενε πως ως κληρονόμος θα αναλάμβανε κάποιο σημαντικό πόστο, οι θείοι του τον έβαλαν να παρακολουθεί τις πωλήσεις ψωμιού και κέικ. Το πόστο που του ανέθεσαν δεν του άρεσε, ενώ τελικά χώρισαν τα τσανάκια τους με άδοξο τρόπο, όταν εκείνος δεν πήγε μια μέρα στη δουλειά επειδή ήθελε να παρακολουθήσει έναν αγώνα ποδοσφαίρου.
Ο Huntington αποφάσισε να τραβήξει το δικό του δρόμο και να δοκιμαστεί στις επενδύσεις. Ίσως να πίστευε πως θα είχε κληρονομήσει και το επιχειρηματικό dna του παππού του, ο οποίος εκτός των άλλων, υπήρξε και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας τσαγιού στην Αμερική. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, έπεσε έξω καθώς οι επενδύσεις του ήταν άστοχες, ακριβές και στο τέλος όπως αποδείχθηκε τού κόστισαν οικονομικά.
Το 1940 επένδυσε 100.000 δολάρια για την ίδρυση μιας εφημερίδας, της PM ενώ ο ίδιος έπιασε δουλειά ως ρεπόρτερ. Αλλά και αυτή η δουλειά δεν του φτούρησε, αφού καθυστερούσε συστηματικά να παραδώσει τα ρεπορτάζ του. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε στην ακτοφυλακή, στην οποία δώρισε το γιοτ του και ανταμείφθηκε με το αξίωμα του καπετάνιου σ’ ένα μικρό πλοίο τροφοδοσίας, το οποίο κατάφερε δυο φορές να προσαράξει σε αβαθή.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, άνοιξε ένα πρακτορείο μοντέλων στο Λος Άντζελες κι άρχισε να βγαίνει ραντεβού με διάσημες κυρίες, όπως η Λάνα Τάρνερ και η Μέριλιν Μονρόε, για την οποία είχε πει πως ήταν «πιεστική, σαν πόρνη πολυτελείας». Η λάμψη του Χόλιγουντ τον μάγεψε και θέλησε να επενδύσει και στη Μέκκα του κινηματογράφου, αγοράζοντας δύο στούντιο, ενώ έστησε και το καλλιτεχνικό ίδρυμα Huntingon Hartford.
Η ιστορία του θα έλεγε κανείς πως ήταν συναρπαστική και σίγουρα διδακτική. Γιατί μπορεί να είναι πολλά τα παραδείγματα των αυτοδημιούργητων ανθρώπων που απέκτησαν τεράστιες περιουσίες, όμως, υπάρχει και ο Huntington Hartford που είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίθετης περίπτωσης.
Γεννήθηκε μέσα στα πούπουλα
Ο Huntington Hartford γεννήθηκε σε μια από τις πλουσιότερες οικογένειες της Αμερικής, καθώς ήταν οι ιδιοκτήτες της A & P, της μοναδικής αλυσίδας σούπερ μάρκετ της εποχής. Ήρθε στον κόσμο τον Απρίλιο του 1911 στη Νέα Υόρκη, ενώ μόλις στα 7 του χρόνια και μετά το θάνατο του παππού του, έγινε δικαιούχος ετήσιου εισοδήματος 1,5 εκατομμυρίων δολαρίων.
Με την οικογένειά του το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου έμεναν σε ένα υπέροχο διαμέρισμα στην 5η Λεωφόρο και τον υπόλοιπο τον περνούσαν σε μια φυτεία στη Νότια Καρολίνα και σε ένα κτήμα στο Κονέκτικατ. Ο μικρός Huntington μεγάλωνε με όλες τις ανέσεις και υπερβολές, όμως, στα 12 του χρόνια έχασε τον πατέρα του, εξασφαλίζοντας –εννοείται- οικονομικά τα δύο παιδιά του, τον Huntington και την αδελφή του.
Την ανατροφή τους ανέλαβε αποκλειστικά η αυταρχική μητέρα τους Ενριέτα, έχοντας τη βοήθεια ενός στρατού από υπηρέτες σε μια έπαυλη στο Νιούπορτ του Ρόουντ Άιλαντ. Ο «χρυσός» κληρονόμος πήγε στο Χάρβαρντ για σπουδές, τη στιγμή που η μητέρα του ήθελε να τον παντρέψει με μια ζάπλουτη νεαρή γειτόνισσα, την Ντόρις Ντιουκ, κληρονόμο ενός μεγιστάνα του καπνού.
Αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, αφού ο γιος της ήταν φύσει επαναστάτης και σε καμία περίπτωση δεν ήταν της λογικής «να ενώσουμε τις περιουσίες». Μάλιστα, ο νεαρός Huntington πήγε κόντρα στην αυταρχική μητέρα του, όταν ερωτεύτηκε μια εκπαιδευόμενη νηπιαγωγό, την 18χρονη τότε Μαίρη Λη Έπλινγκ, την οποία και παντρεύτηκε.
Τον πλάνεψε η dolce vita και οι κακές επενδύσεις
Ο Huntington από νεαρή ηλικία φάνηκε πως ήταν το «μαύρο» πρόβατο της οικογένειας και πως είχε για τη ζωή του άλλα σχέδια, που δεν είχαν να κάνουν με τις οικογενειακές επιχειρήσεις, τις οποίες οι θείοι του είχαν γιγαντώσει οικονομικά. Όταν αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο, έπιασε στα κεντρικά της A&P στη Νέα Υόρκη.
Κι ενώ περίμενε πως ως κληρονόμος θα αναλάμβανε κάποιο σημαντικό πόστο, οι θείοι του τον έβαλαν να παρακολουθεί τις πωλήσεις ψωμιού και κέικ. Το πόστο που του ανέθεσαν δεν του άρεσε, ενώ τελικά χώρισαν τα τσανάκια τους με άδοξο τρόπο, όταν εκείνος δεν πήγε μια μέρα στη δουλειά επειδή ήθελε να παρακολουθήσει έναν αγώνα ποδοσφαίρου.
Ο Huntington αποφάσισε να τραβήξει το δικό του δρόμο και να δοκιμαστεί στις επενδύσεις. Ίσως να πίστευε πως θα είχε κληρονομήσει και το επιχειρηματικό dna του παππού του, ο οποίος εκτός των άλλων, υπήρξε και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας τσαγιού στην Αμερική. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, έπεσε έξω καθώς οι επενδύσεις του ήταν άστοχες, ακριβές και στο τέλος όπως αποδείχθηκε τού κόστισαν οικονομικά.
Το 1940 επένδυσε 100.000 δολάρια για την ίδρυση μιας εφημερίδας, της PM ενώ ο ίδιος έπιασε δουλειά ως ρεπόρτερ. Αλλά και αυτή η δουλειά δεν του φτούρησε, αφού καθυστερούσε συστηματικά να παραδώσει τα ρεπορτάζ του. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε στην ακτοφυλακή, στην οποία δώρισε το γιοτ του και ανταμείφθηκε με το αξίωμα του καπετάνιου σ’ ένα μικρό πλοίο τροφοδοσίας, το οποίο κατάφερε δυο φορές να προσαράξει σε αβαθή.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, άνοιξε ένα πρακτορείο μοντέλων στο Λος Άντζελες κι άρχισε να βγαίνει ραντεβού με διάσημες κυρίες, όπως η Λάνα Τάρνερ και η Μέριλιν Μονρόε, για την οποία είχε πει πως ήταν «πιεστική, σαν πόρνη πολυτελείας». Η λάμψη του Χόλιγουντ τον μάγεψε και θέλησε να επενδύσει και στη Μέκκα του κινηματογράφου, αγοράζοντας δύο στούντιο, ενώ έστησε και το καλλιτεχνικό ίδρυμα Huntingon Hartford.
Επενδύσεις εννοείται ακριβές.
Στο μεταξύ είχε χωρίσει από τη σύζυγό του, ενώ ερωτεύτηκε μία 18χρονη στάρλετ, τη Μάρτζορι Στηλ, την οποία παντρεύτηκε το 1949. Παρόλο που είχε μεγαλόπνοα σχέδια για κάθε του επαγγελματικό βήμα, αυτά στέφονταν με αποτυχία. Και το ίδιο συνέβη και με την καριέρα του στον χώρο του θεάματος.
Η πρώτη παραγωγή του το 1955 στο Μπρόντγουεϊ, με το θεατρικό έργο A Day by the Sea, πάτωσε, ενώ τρία χρόνια αργότερα, ανέβασε μια διασκευή της Τζέιν Έιρ που έγραψε ο ίδιος, με τον Έρολ Φλιν στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αλλά και αυτή η παράσταση πάτωσε. Η τρίτη και τελευταία παραγωγή του στο Μπρόντγουεϊ, δεν αποδείχθηκε και τόσο… φαρμακερή. Κι αυτό διότι, ο νεαρό τότε ηθοποιός Αλ Πατσίνο κέρδισε το βραβείο Tony.
Ο Huntington ήταν ένας celebrity της εποχής και ξόδευε αλόγιστα τα χρήματα που είχε κληρονομήσει για να ικανοποεί τα ακριβά γούστα του ίδιου, αλλά και των φίλων του κι εννοείται των συζύγων του. Μάλιστα, στο πολυτελές συγκρότημα κατοικιών που είχε κτίσει, φιλοξένησε σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, όπως οι Ρίτσαρντ Νίξον, Ούινστον Τσόρτσιλ, Αριστοτέλης Ωνάσης, Σον Κόνερι και Beatles. Μάλιστα, λέγεται πως το περίφημο «Νησί του Παραδείσου» τού κόστισε περίπου το ένα τρίτο της κληρονομιάς του.
Στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν και άλλες αποτυχημένες επενδύσεις, που του κόστιζαν χρήματα, όπως ένα μουσείο Τέχνης στο Μανχάταν το 1964, του οποίου ο προϋπολογισμός έφτασε τα 8 εκατ. δολάρια. Ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη.
Τα πανάκριβα διαζύγια
Στην προσωπική του ζωή ήταν άστατος και είχε αδυναμία στην καλοπέραση και στις γυναίκες. Τέσσερις γάμους είχε και τους πλήρωσε ακριβά. Το διαζύγιο του με τη Μάρτζορι Στιλ αποδείχθηκε «χρυσό» για εκείνη, αφού πέρα από τα χρήματα που πήρε η ίδια, ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει από ένα εκατομμύριο δολάρια σε καταπιστεύματα για το καθένα από τα τρία παιδιά που είχαν αποκτήσει.
Η επόμενη σύζυγός του ήταν ένα μοντέλο η Νταϊάν Μπράουν, με την οποία απέκτησαν μία κόρη. Αλλά χώρισαν το 1970, αφού κανείς από τους δύο δεν ήταν πιστός σε αυτόν τον γάμο.
Και μυαλό μάλλον δεν έβαλε, αφού στα 63 του αποφάσισε να παντρευτεί και τέταρτη φορά. Μάλιστα, η νύφη – κομμώτρια στο επάγγελμα – ήταν μόλις 20 χρόνων! Αυτή αποδείχθηκε και η καταστροφή του. Η Ελέιν Κέι λέγεται πως ήταν εκείνη που τον μύησε στον κόσμο των ναρκωτικών. Και παρόλο που χώρισαν λίγα χρόνια μετά το γάμο τους, συνέχιζαν να ζουν μαζί στο πολυτελές διαμέρισμα του στο Μανχάταν.
Μέχρι που χώρισαν εντελώς τα τσανάκια τους και ο πάλαι ποτέ «χρυσός» κληρονόμος μετακόμισε σε μία μονοκατοικία στη Νέα Υόρκη. Όμως, η βρωμιά και η ακαταστασία που επικρατούσε ανάγκασε την Υγειονομική Υπηρεσία να επέμβει. Οι εποχές λάμψης, δόξας και της αλόγιστης σπατάλης ανήκαν πλέον στο παρελθόν. Ο Huntington Hartford ήταν πια ένας ηλικιωμένος άνδρας, ανήμπορος, χρήστης ουσιών και οικονομικά φτωχός.
Άλλωστε, το 1992 κήρυξε πτώχευση έχοντας καταφέρει να σπαταλήσει μία τεράστια κληρονομιά, την οποία από τότε που πήρε στα χέρια του, ούτε μία φορά δεν κατάφερε να αυγατίσει. Μόνο τη συρρίκνωνε. Στα μέσα της δεκαετίας του 90 η κόρη του, Τζούλιετ τον έβαλε σε ένα γηροκομείο και το 2004, τον πήρε μαζί της στο σπίτι τους στις Μπαχάμες για να περάσει ήρεμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στο μεταξύ είχε χάσει την άλλη κόρη του από ναρκωτικά.
Πέθανε το 2008 σε ηλικία 80 ετών, έχοντας ζήσει μία έντονη ζωή. Και μέχρι να κλείσει τα μάτια του, επέμενε να λέει πως δεν μετάνιωσε ούτε μία φορά που σπατάλησε την περιουσία του, αφού πάντα πίστευε πως οι επενδύσεις τους ήταν δημιουργικές, απλά δεν του βγήκαν.
Στο μεταξύ είχε χωρίσει από τη σύζυγό του, ενώ ερωτεύτηκε μία 18χρονη στάρλετ, τη Μάρτζορι Στηλ, την οποία παντρεύτηκε το 1949. Παρόλο που είχε μεγαλόπνοα σχέδια για κάθε του επαγγελματικό βήμα, αυτά στέφονταν με αποτυχία. Και το ίδιο συνέβη και με την καριέρα του στον χώρο του θεάματος.
Η πρώτη παραγωγή του το 1955 στο Μπρόντγουεϊ, με το θεατρικό έργο A Day by the Sea, πάτωσε, ενώ τρία χρόνια αργότερα, ανέβασε μια διασκευή της Τζέιν Έιρ που έγραψε ο ίδιος, με τον Έρολ Φλιν στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αλλά και αυτή η παράσταση πάτωσε. Η τρίτη και τελευταία παραγωγή του στο Μπρόντγουεϊ, δεν αποδείχθηκε και τόσο… φαρμακερή. Κι αυτό διότι, ο νεαρό τότε ηθοποιός Αλ Πατσίνο κέρδισε το βραβείο Tony.
Ο Huntington ήταν ένας celebrity της εποχής και ξόδευε αλόγιστα τα χρήματα που είχε κληρονομήσει για να ικανοποεί τα ακριβά γούστα του ίδιου, αλλά και των φίλων του κι εννοείται των συζύγων του. Μάλιστα, στο πολυτελές συγκρότημα κατοικιών που είχε κτίσει, φιλοξένησε σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, όπως οι Ρίτσαρντ Νίξον, Ούινστον Τσόρτσιλ, Αριστοτέλης Ωνάσης, Σον Κόνερι και Beatles. Μάλιστα, λέγεται πως το περίφημο «Νησί του Παραδείσου» τού κόστισε περίπου το ένα τρίτο της κληρονομιάς του.
Στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν και άλλες αποτυχημένες επενδύσεις, που του κόστιζαν χρήματα, όπως ένα μουσείο Τέχνης στο Μανχάταν το 1964, του οποίου ο προϋπολογισμός έφτασε τα 8 εκατ. δολάρια. Ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη.
Τα πανάκριβα διαζύγια
Στην προσωπική του ζωή ήταν άστατος και είχε αδυναμία στην καλοπέραση και στις γυναίκες. Τέσσερις γάμους είχε και τους πλήρωσε ακριβά. Το διαζύγιο του με τη Μάρτζορι Στιλ αποδείχθηκε «χρυσό» για εκείνη, αφού πέρα από τα χρήματα που πήρε η ίδια, ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει από ένα εκατομμύριο δολάρια σε καταπιστεύματα για το καθένα από τα τρία παιδιά που είχαν αποκτήσει.
Η επόμενη σύζυγός του ήταν ένα μοντέλο η Νταϊάν Μπράουν, με την οποία απέκτησαν μία κόρη. Αλλά χώρισαν το 1970, αφού κανείς από τους δύο δεν ήταν πιστός σε αυτόν τον γάμο.
Και μυαλό μάλλον δεν έβαλε, αφού στα 63 του αποφάσισε να παντρευτεί και τέταρτη φορά. Μάλιστα, η νύφη – κομμώτρια στο επάγγελμα – ήταν μόλις 20 χρόνων! Αυτή αποδείχθηκε και η καταστροφή του. Η Ελέιν Κέι λέγεται πως ήταν εκείνη που τον μύησε στον κόσμο των ναρκωτικών. Και παρόλο που χώρισαν λίγα χρόνια μετά το γάμο τους, συνέχιζαν να ζουν μαζί στο πολυτελές διαμέρισμα του στο Μανχάταν.
Μέχρι που χώρισαν εντελώς τα τσανάκια τους και ο πάλαι ποτέ «χρυσός» κληρονόμος μετακόμισε σε μία μονοκατοικία στη Νέα Υόρκη. Όμως, η βρωμιά και η ακαταστασία που επικρατούσε ανάγκασε την Υγειονομική Υπηρεσία να επέμβει. Οι εποχές λάμψης, δόξας και της αλόγιστης σπατάλης ανήκαν πλέον στο παρελθόν. Ο Huntington Hartford ήταν πια ένας ηλικιωμένος άνδρας, ανήμπορος, χρήστης ουσιών και οικονομικά φτωχός.
Άλλωστε, το 1992 κήρυξε πτώχευση έχοντας καταφέρει να σπαταλήσει μία τεράστια κληρονομιά, την οποία από τότε που πήρε στα χέρια του, ούτε μία φορά δεν κατάφερε να αυγατίσει. Μόνο τη συρρίκνωνε. Στα μέσα της δεκαετίας του 90 η κόρη του, Τζούλιετ τον έβαλε σε ένα γηροκομείο και το 2004, τον πήρε μαζί της στο σπίτι τους στις Μπαχάμες για να περάσει ήρεμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στο μεταξύ είχε χάσει την άλλη κόρη του από ναρκωτικά.
Πέθανε το 2008 σε ηλικία 80 ετών, έχοντας ζήσει μία έντονη ζωή. Και μέχρι να κλείσει τα μάτια του, επέμενε να λέει πως δεν μετάνιωσε ούτε μία φορά που σπατάλησε την περιουσία του, αφού πάντα πίστευε πως οι επενδύσεις τους ήταν δημιουργικές, απλά δεν του βγήκαν.