Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

Αναγνωρίζουν το Κόσοβο, ανοίγουν τον δρόμο για Κύπρο και Θράκη, “κατεδαφίζουν” το ελληνικό εθνικό σχέδιο

 

Πως η αναγνώριση του Κοσόβου ανοίγει τον δρόμο για ένα ιστορικό πλήγμα στα πιο ζωτικά εθνικά συμφέροντα Ελλάδας και Κύπρου.

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Η ελληνική κυβέρνηση μοιάζει έτοιμη να αναγνωρίσει την απόσχιση του Κοσόβου (μαζί με τη σερβική επαρχία της Μιτρόβιτσα) από τη Σερβία, όπως της ζητάνε Ηνωμένες Πολιτείες, Ισραήλ και Αλβανοκοσοβάροι, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο να αναγνωρίσει σε αντίποινα η Σερβία το...

 

τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, να διαταραχθούν βαθιά οι σχέσεις της Αθήνας με το Βελιγράδι, με τη Μόσχα και με τη Λευκωσία και να δημιουργηθεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο για τη Θράκη.

Ο Νίκος Δένδιας ελπίζει μάλιστα ότι, προσφέροντας το Κόσοβο σε ΗΠΑ και Ισραήλ θα διασωθεί ο ίδιος, ενώ το ακριβώς αντίθετο θα συμβεί. Mόλις “εκτελέσει” την “αποστολή” θα τον ευχαριστήσουν για τις υπηρεσίες του. (Μήπως το αυτό δεν συνέβη και με τον κ. Κοτζιά μόλις “έκλεισε” το Μακεδονικό;).

Εξηγήσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας γιατί, τυχόν αναγνώριση του Κοσόβου σημαίνει ένα πολύ μεγάλο, ιστορικό πλήγμα στα πιο ζωτικά εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα όλων των βαλκανικών λαών.

Δεν μιλάμε για τυχαίες σχέσεις, αλλά για αυτές που συνδέουν σε βάθος αιώνων τα ίδια τα εθνικά σχέδια διαφορετικών εθνών, εν προκειμένω Ελλήνων και Σέρβων, και προσδιορίζονται από την ίδια τη φύση αυτών των “σχεδίων”, που είναι εκ γενετής εχθρικά και προς τον ανατολικό δεσποτισμό και προς τον σταυροφορικό ιμπεριαλισμό. Για αυτό Ελλάδα και Σερβία βρέθηκαν στο ίδιο μετερίζι και στους Βαλκανικούς και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και για αυτό υπήρξαν, με διαφορετικό τρόπο κάθε μία, στόχοι της “νέας παγκόσμιας τάξης” που ανεδύθη από τα ερείπια της ΕΣΣΔ και του “διπολικού κόσμου”.

Και δεν μιλάμε μόνο για τις ελληνοσερβικές σχέσεις. Η αναγνώριση της μη μεταβολής των συνόρων είναι ταμπού για την Ελληνική και Κυπριακή Δημοκρατία μετά ιδίως το 1974 και ορθώς είναι ταμπού. Αν σπρώξουμε τη Σερβία, αύριο, γιατί όχι, και τη Ρωσία σε αναγνώριση των κατεχομένων κυπριακών εδαφών αντιλαμβάνεται κανείς στο Υπουργείο Εξωτερικών τι θα σημαίνουν όλα αυτά; Δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να έχει ως μοναδικό της κίνητρο την εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων και ότι αδιαφορεί πλήρως για τις συνέπειες της πολιτικής της στη χώρα.

Η Πρεσβεία βαρέθηκε να περιμένει τον Δένδια

Φαίνεται ότι οι Αμερικανοί έχουν κουραστεί πια. Έχουν φτάσει στα όριά τους με τους “ζητιάνους”, όπως μας αποκαλούν πλέον επισήμως. Θέλουν να τελειώνουμε, να αναγνωρίσουμε χωρίς χρονοτριβή την ανεξαρτησία του Κοσόβου, αγαπημένου παιδιού των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Τουρκίας. Το ίδιο, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, επιθυμεί και το Ισραήλ.

Και ο πρωθυπουργός βιάζεται να προχωρήσει ο κ. Δένδιας την αναγνώριση. Ο ίδιος βέβαια ο υπουργός Εξωτερικών μοιάζει να το έχει αποφασίσει, θέλει όμως να αποφύγει μεγάλες ζημιές, ώστε η αναγνώριση να τον βοηθήσει να παραμείνει στη θέση του και όχι να επιταχύνει την αποχώρησή του. Όπως προείπαμε όμως, το αντίθετο θα συμβεί. Αν προχωρήσει την αναγνώριση, δεν θα τον χρειάζονται περισσότερο.


Από το περιβάλλον του κ. Δένδια και διάφορους κύκλους, διαδίδεται ότι θέλει να τον “φάει” η Μέρκελ. Όμως η Μέρκελ ούτε τον δικό της υπουργό Εξωτερικών δεν μπορεί να διορίσει, όχι να “φάει” τον Δένδια. Στην τελευταία σύνοδο της Ε.Ε. η Γερμανίδα καγκελάριος είδε ακόμα και τη μικροσκοπική Λιθουανία να της βγάζει γλώσσα. Η εξουσία της περιορίζεται στα οικονομικά θέματα. Τα μεγάλα γεωπολιτικά και αμυντικά της Ε.Ε. και της Ελλάδος τα έχουν αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα οι ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Αν ο Δένδιας κινδυνεύει τώρα να φαγωθεί δεν φταίει ασφαλώς η Μέρκελ, αλλά μάλλον το ότι έχασε ο Νετανιάχου, πιθανώς και ο Ρότσιλντ, στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές. Όπως σημειώσαμε ήδη, η κυβερνητική αλλαγή στον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ οδήγησε τάχιστα και αυτομάτως σε πλήρη αλλαγή πολιτικής στα ελληνοτουρκικά.

Χωρίς μάλιστα ουδείς σχεδόν από το πολιτικό σύστημα ή τον τύπο να διερωτηθεί πως είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, τη μια μέρα να είμαστε έτοιμοι να πάμε ακόμα και σε πόλεμο για τον EastMed και την επομένη να θέλουμε Χάγη και ήρεμα ύδατα, τη μια να έχουμε “εθναμύντορα” υπουργό Εξωτερικών και την άλλη να μας γίνεται “ειρηνιστής οικολόγος” και όλα αυτά άνευ οιωνδήποτε εξηγήσεων, χωρίς κανένας σχεδόν από τον πολιτικό κόσμο ή τον τύπο να του ζητάει κάποιες εξηγήσεις. Τι να πούμε τώρα εμείς; Ότι η χώρα (στο μέτρο που υπάρχει ακόμα) φαίνεται πιο εξαρτημένη ακόμα κι από όσο ήταν την περίοδο της αμερικανοκίνητης στρατιωτικής δικτατορίας του 1967-74;

Οι “δοκιμαστικές βολές” του υπουργού Εξωτερικών

Τώρα, ο κ. Διένδιας έχει αρχίσει τις δοκιμαστικές βολές να διαπιστώσει πώς αντιδρά η κοινή γνώμη στην αναγνώριση και να προετοιμάσει το έδαφος, μπας και την κάνει κατακαλόκαιρο και δεν την προσέξουν πολλοί, εν μέσω μπάνιων του λαού και κορονοϊού.

Την περασμένη εβδομάδα, από το υπουργείο Εξωτερικών διέρρευσε προς την “Καθημερινή” ένα πρώτο επιχείρημα υπέρ της αναγνώρισης του Κοσόβου. Η Σερβία, λένε, δεν κάνει ότι πρέπει για να ανακόψει την τουρκική επιρροή στα Βαλκάνια, άρα θα αναγνωρίσουμε το Κόσοβο ενισχύοντας τον στρατηγικό σύμμαχο της Τουρκίας που είναι οι Αλβανοί…

Ίσως, η ελληνική διπλωματία και οι πολιτικοί της προϊστάμενοι, εκτελώντας επί πολλά χρόνια πράγματα που σκέπτονται άλλοι, απώλεσαν σταδιακά τη δυνατότητα να τα υπερασπίζονται πολιτικά. Ίσως να αποβλέπουν στην εξοικείωση του κοινού με την ανοησία. Ίσως κάνει πολύ ζέστη. Εν πάσει περιπτώσει αυτό βρήκαν να πουν για να εξηγήσουν ότι σκέπτονται την αναγνώριση του Κοσόβου.

Η “Καθημερινή” δεν μοιάζει σίγουρη για το πώς θα το πάρουν οι αναγνώστες της και έτσι παρουσιάζει ουδέτερα τον πραγματικό λόγο για τον οποίο σκέφτονται στην κυβέρνηση την αναγνώριση: “Είναι απολύτως σαφές ότι πιθανή αναγνώριση του Κοσόβου από την Ελλάδα αποτελεί και εναρμόνιση με πάγιες αμερικανικές απόψεις για τα Βαλκάνια, οι οποίες έχουν στόχο και την ανακοπή της ρωσικής επιρροής”. Ωραιότατα. Να μην καταστραφούν μόνο οι ελληνοσερβικές σχέσεις, να φάνε και άλλο ένα χτύπημα οι ελληνορωσικές, να πληγούν και οι ελλαδοκυπριακές. Με έναν σμπάρο τρία τριγόνια, να δούμε πόσο ακόμα μπορεί να επιβιώσει η χώρα όσων την κυβερνούν. Γιατί έτσι που πάει πεθαίνει, μένει ένας βράχος στη νοτιοανατολική Ευρώπη, με όλο και λιγότερους Έλληνες, βάση για τους πολέμους των Σταυροφόρων κατά των Ρώσων και κατά του Ισλάμ. Ωραίο τέλος για την Ελλάδα, συνοδευόμενο βέβαια από πολύ εθνικόφρονα “παπαρολογία”, στο DNA της ελληνικής δεξιάς και ακροδεξιάς. όπως και “πολυεθνική”, “ευρωπαϊστική” αρλουμπολογία, αμφότερες συγκλίνουσες εν τέλει όχι στο άστρο της Βηθλεέμ, ούτε καν των Βρυξελλών εν τέλει, αλλά μάλλον της Ουάσιγκτον και της Ιερουσαλήμ τουλάχιστον για τα γεωπολιτικά.

Ο κ. Δένδιας, υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας και νομικός είπε και κάτι άλλο για το Κόσοβο, στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει προκαταβολικά το έγκλημα, όχι κατά των Σέρβων, αλλά κατά των Ελλήνων που η κυβέρνηση και ο ίδιος προσωπικά ετοιμάζονται να διαπράξουν:

“Ως προς τη νομιμότητα μιας ενδεχόμενης αναγνώρισης, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης γνωμοδότησε, το 2010, ότι η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου δεν παραβίασε το Διεθνές Δίκαιο, καθώς δεν ήταν προϊόν παράνομης χρήσης βίας που καταδικάστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας, όπως ακριβώς ήταν η ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983. Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας δημιουργήθηκαν αρκετά νέα κράτη. Κανένα από αυτά, όμως, δεν ήταν το αποτέλεσμα εξωτερικής εισβολής”.

Ο Υπουργός Εξωτερικών και οι σύμβουλοί του δεν γνωρίζουν ότι η Ατλαντική Συμμαχία βομβάρδισε ανηλεώς τη Σερβία το 1999, κατά παράβαση των πιο θεμελιωδών διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, προκειμένου να αποσπάσει το Κόσοβο από τη σερβική κυριαρχία; Και δεν γνωρίζουν ότι “η Ελλάς είναι πολύ μικρή χώρα για να κάνει τόσο μεγάλες ατιμίες”, όπως είχε πει κάποτε στη Βουλή, ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού;

Υ.Γ.: Υπάρχει αντιπολίτευση; Ή την ελέγχουν οι ίδιες δυνάμεις που ελέγχουν την κυβέρνηση; Τύπος πάντως δεν φαίνεται να υπάρχει εδώ και πολύ καιρό.


Πηγή: kosmodromio.gr Ιστολόγιο του Δ. Κωνσταντακόπουλου