(Του Μάρκου Μπόλαρη)
Έκλεινε τα παντζούρια.
Και τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.
Κι άφηνε ανοιχτά διάπλατα τα παράθυρα.
Διαμπερές το σπίτι.
Κι όταν ξαπλώναμε τα μεσημέρια, ένα αρμυρισμένο δροσερό πνεύμα αέρος από το παράθυρο της ντραμουντάνας, έφερνε, τρυπώνοντας από...
τις γρίλιες των παντζουριών, ευωδιές του ιωδίου, θαλασσινές, ανάκατα με μυρωδιές θερισμένου σταριού και ανθισμένου θυμαριού, μας δρόσιζε, μαρτυρώντας την διέλευσή του με το ελαφρύ ανέμισμα στις μερακλίδικα κοφτές κουρτίνες της γιαγιάς, χαιδεύοντας τα εφηβικά κορακίσια μαλλιά στο μαξιλάρι, που ήταν τοποθετημένο , εξεπίτηδες και με την προσμονή της μεσημβρινής συναπάντησης, στην βορινή πλευρά .
Χρωστάω πολλά σε ωραίους ανθρώπους, πρώτιστα γιά την αγάπη που μου χάρισαν, που μου χάριζαν, ενεστώς διαρκείας, αφειδώλευτα , την αμέριστη αγάπη που εισέπραξα τόσο που θαρρώ ότι τούτες οι όμορφες ψυχές, ψυχές που έφυγαν, είναι κομμάτι του εαυτού μου, κι είναι η ηχηρή απουσία τους μιά εν σιωπή διαρκής παρουσία, κι είναι τούτη η αγάπη των πολλών, δωρεάν ελάβατε δωρεάν δότε ημίν, η αγάπη των πλησίον, και τις μου εστί πλησίον, τέτοιας υπαρξιακής έντασης, τόσο ανεξίτηλης διείσδυσης, σαν τα χρώματα του φρέσκο στο Ακρωτήρι της Θήρας, σαν την ομορφιά των παλατιανών της Κνωσσού νωπογραφιών, σαν την πνευματικότητα του χρωστήρα του Πανσέληνου στο Πρωτάτο των αγιονορείτικων Καρυών, ώστε όταν σιγοψιθυρίζω τις βραδιές με φεγγάρι με τον συνοδοιπόρο μου, αντιλαμβάνομαι ότι τούτο που οι γύρω μου αντιλαμβάνονται ως τον εαυτό μου, ως μιά ενιαία προσωπικότητα, τούτες τις βραδιές του αυγουστιάτικου φεγγαριού, βραδιές ρεμβασμού του Δεκαπενταύγουστου, κατά πώς τις σημάδεψε ο κυρ Αλέξανδρος ο σκιαθίτης, του παπά Αδαμαντίου ο γιός, ναί αυτές τις φεγγαρόλουστες βραδιές αντιλαμβάνομαι ότι ένα ψηφιδωτό είναι η ψυχή μου, ένα ψηφιδωτό συναρμοσμένο με ψηφίδες συναγμένες , άλλες δωρεάν κι άλλες με κόπο, και συναρμοσμένες, άλλες άτεχνα και μερικές περίτεχνα, ψηφίδες από πολλούς ανθρώπους, ψυχές, εμφανούς απουσίας αλλά μιάς τόσο φωτεινής παρουσίας, είναι, λέει ο σοφός, πολλών ανθρώπων λόγια τα λόγια μας, κι είναι συναρμοσμένες πολλών ανθρώπων ψηφίδες ο χαρακτήρας μας, ο εαυτός μας.
Χρωστάω πολλά σε ωραίους ανθρώπους, πρώτιστα γιά την αγάπη που μου χάρισαν, που μου χάριζαν, ενεστώς διαρκείας, αφειδώλευτα , την αμέριστη αγάπη που εισέπραξα τόσο που θαρρώ ότι τούτες οι όμορφες ψυχές, ψυχές που έφυγαν, είναι κομμάτι του εαυτού μου, κι είναι η ηχηρή απουσία τους μιά εν σιωπή διαρκής παρουσία, κι είναι τούτη η αγάπη των πολλών, δωρεάν ελάβατε δωρεάν δότε ημίν, η αγάπη των πλησίον, και τις μου εστί πλησίον, τέτοιας υπαρξιακής έντασης, τόσο ανεξίτηλης διείσδυσης, σαν τα χρώματα του φρέσκο στο Ακρωτήρι της Θήρας, σαν την ομορφιά των παλατιανών της Κνωσσού νωπογραφιών, σαν την πνευματικότητα του χρωστήρα του Πανσέληνου στο Πρωτάτο των αγιονορείτικων Καρυών, ώστε όταν σιγοψιθυρίζω τις βραδιές με φεγγάρι με τον συνοδοιπόρο μου, αντιλαμβάνομαι ότι τούτο που οι γύρω μου αντιλαμβάνονται ως τον εαυτό μου, ως μιά ενιαία προσωπικότητα, τούτες τις βραδιές του αυγουστιάτικου φεγγαριού, βραδιές ρεμβασμού του Δεκαπενταύγουστου, κατά πώς τις σημάδεψε ο κυρ Αλέξανδρος ο σκιαθίτης, του παπά Αδαμαντίου ο γιός, ναί αυτές τις φεγγαρόλουστες βραδιές αντιλαμβάνομαι ότι ένα ψηφιδωτό είναι η ψυχή μου, ένα ψηφιδωτό συναρμοσμένο με ψηφίδες συναγμένες , άλλες δωρεάν κι άλλες με κόπο, και συναρμοσμένες, άλλες άτεχνα και μερικές περίτεχνα, ψηφίδες από πολλούς ανθρώπους, ψυχές, εμφανούς απουσίας αλλά μιάς τόσο φωτεινής παρουσίας, είναι, λέει ο σοφός, πολλών ανθρώπων λόγια τα λόγια μας, κι είναι συναρμοσμένες πολλών ανθρώπων ψηφίδες ο χαρακτήρας μας, ο εαυτός μας.
Κι ένα μεσημεριανό ανέμισμα, ανάλαφρό πνεύμα αέρος, κίνηση αερική διερχόμενη από τις γρίλιες των παντζουριών, αρμυρισμένη από τον αιγαιοπελαγίτικο κυμματισμό, φορτωμένη με τους ξεψυχισμένους ήχους του φλοίσβου στην αμμούδα της Αγιάς, στο λιμανάκι της Φισίνης στη Λήμνο, αρκεί, ένα ανέμισμα , γιά να φανερώσει ψηφίδες συναρμογής της ψυχής, αρκεί ένα αερικό μεσημεριανό χάδι γιά να αναδείξει τζιβαερικά πολυτίμητα κρυμμένα στα σώψυχά μας, να αποκαλύψει αρμούς και δομικά υλικά που συνάχτηκαν στην οδοιπορεία της βιοτής που μας χαρίστηκε !
Της γιαγιάς , είπα, οι ομορφοκεντημένες κοφτές κουρτίνες π' ανέμιζαν , μεσημέρι παραμονές της Παναγιάς ! Λάθος, της πρόγιαγιάς ήταν ! Η γιαγιά μου, η Δέσποινα , σεμνή και σοβαρή, λημνία καλλονή, νησιώτισσα νοικοκυρά άμα τε και μανιώδης εραστής του θεάτρου που ανθούσε μεταπολεμικά στη Θεσσαλονίκη, έσπευσε αίφνης εις συνάντηση της Παναγίας Δέσποινας στα τριάντα έξι της, αφήνοντας την μονάκριβη θυγατέρα της, την Γενοβέφα, ορφανή δώδεκα χρονών. Κι ήταν η μάννα της γιαγιάς μου, η γιαγιά της μάννας μου, αυτή που γνώρισα ως γιαγιά , η γιαγιά Βασίλισσα. Αυτής το μεράκι κι η νοικοροσύνη είχε στολισμένο το σπίτι ! Και καταπόδι της η χρυσοχέρα, η αεικίνητη, η ακούραστη, η από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός εργαζόμενη θυγατέρα της, η θειά μου η Κωνσταντίνα. Μα , γιατί την λέτε Βασίλισσα, ρώτησα σαν μεγάλωσα, λίγο. Ανασήκωναν τους ώμους ! Βασιλική ήταν το βαφτιστικό της. Αλλά , θές η αιθέρια κορμοστασιά της, θές η δωρική ομορφιά της, θές ο διαμαντένιος χαρακτήρας της, θές το εύστοχο κι ολιγόλογο στις συζητήσεις της, θές η πετυχημένη διοίκηση των του νοικοκυριού που ήταν από τα καλύτερα του χωριού, θές η ανατροφή μ' αγάπη και υπευθυνότητα των πέντε παιδιών της, την είχαν καθιερώσει στο χωριό ως την γιαγιά Βασίλισσα ! Θυμόσοφη ! Μιλούσε όταν χρειαζόταν !
Κι όσες φορές άνοιγε το στόμα της, σημάδευε τα πράγματα ! Η αγάπη που εισέπραττα από τούτη την δωρική μορφή, ήταν βίωμα κι όχι έπεα πτερόεντα ! Τις μέρες των καλοκαιρινών διακοπών στη Λήμνο, αισθανόμουν την αγαπητική έγνοια της σκέπης των πτερύγων της , όν τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία αυτής ... !
Της γιαγιάς , είπα, οι ομορφοκεντημένες κοφτές κουρτίνες π' ανέμιζαν , μεσημέρι παραμονές της Παναγιάς ! Λάθος, της πρόγιαγιάς ήταν ! Η γιαγιά μου, η Δέσποινα , σεμνή και σοβαρή, λημνία καλλονή, νησιώτισσα νοικοκυρά άμα τε και μανιώδης εραστής του θεάτρου που ανθούσε μεταπολεμικά στη Θεσσαλονίκη, έσπευσε αίφνης εις συνάντηση της Παναγίας Δέσποινας στα τριάντα έξι της, αφήνοντας την μονάκριβη θυγατέρα της, την Γενοβέφα, ορφανή δώδεκα χρονών. Κι ήταν η μάννα της γιαγιάς μου, η γιαγιά της μάννας μου, αυτή που γνώρισα ως γιαγιά , η γιαγιά Βασίλισσα. Αυτής το μεράκι κι η νοικοροσύνη είχε στολισμένο το σπίτι ! Και καταπόδι της η χρυσοχέρα, η αεικίνητη, η ακούραστη, η από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός εργαζόμενη θυγατέρα της, η θειά μου η Κωνσταντίνα. Μα , γιατί την λέτε Βασίλισσα, ρώτησα σαν μεγάλωσα, λίγο. Ανασήκωναν τους ώμους ! Βασιλική ήταν το βαφτιστικό της. Αλλά , θές η αιθέρια κορμοστασιά της, θές η δωρική ομορφιά της, θές ο διαμαντένιος χαρακτήρας της, θές το εύστοχο κι ολιγόλογο στις συζητήσεις της, θές η πετυχημένη διοίκηση των του νοικοκυριού που ήταν από τα καλύτερα του χωριού, θές η ανατροφή μ' αγάπη και υπευθυνότητα των πέντε παιδιών της, την είχαν καθιερώσει στο χωριό ως την γιαγιά Βασίλισσα ! Θυμόσοφη ! Μιλούσε όταν χρειαζόταν !
Κι όσες φορές άνοιγε το στόμα της, σημάδευε τα πράγματα ! Η αγάπη που εισέπραττα από τούτη την δωρική μορφή, ήταν βίωμα κι όχι έπεα πτερόεντα ! Τις μέρες των καλοκαιρινών διακοπών στη Λήμνο, αισθανόμουν την αγαπητική έγνοια της σκέπης των πτερύγων της , όν τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία αυτής ... !
Ήρθε ο παπάς, μου είπε.
Μόλις με είχε τρατάρει μιά φέτα δροσερό καρπούζι που είχε παγώσει, κατεβασμένο με τον κουβά στα έξ - επτά μέτρα, στο αρχαίο, συνόκαιρο του κόσμου, πηγάδι του Άη Γιάννη.
Ο παπά Θανάσης. Ήταν αρχή της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου. Ο ψάλτης του δεν μπορούσε να βοηθήσει στις παρακλήσεις της Παναγιάς. Και πρότεινε να πηγαίνω στο ψαλτήρι. Δωδεκαετής. Να λέω τα διαβαστά και να μου μαθαίνει τα ψαλτικά. Ωραίος άνθρωπος, ομορφάνδρας, εργατικός στα αγροτικά, ιεροπρεπής στα εκκλησιαστικά, ταπεινός στο λόγο, φιλόξενος, καλλίφωνος και στα παπαδικά και στα νησιώτικα, αγαπητός στο χωριό , νοικοκύρης, με συνεκλάμπουσα στο πλευρό του την παπαδιά, γαμπρός ήρθε από το Σκανδάλη. Ήξερε η γιαγιά Βασίλισσα που με εμπιστευόταν. Ανέβηκα στο ψαλτήρι , διστακτικός, και τη υποδείξει του παπά Θανάση άρχισα την ανάγνωση του Προοιμιακού ψαλμού του Εσπερινού : "Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος. Εκεί πλοία διαπορεύονται. Δράκων ούτος όν έπλασας εμπαίζειν αυτήν! . . Όρη τα υψηλά τοις ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς ". Κι ύστερα περαίνοντες, καταλήγαμε δοξολογικώς άμα τε και παρακλητικώς με την "Υψηλοτέραν των ουρανών και καθαροτέραν λαμπηδόνων ηλιακών την λυτρωσαμένην ημάς ..."! Έτσι που στις δέκα τρείς του Αυγούστου, στην τελευταία των παρακλητικών ακολουθιών, ο σεβάσμιος λευίτης, ο υπερογδοηκοντούτης παπά Θανάσης, μου λέει : σήμερα θα την ψάλλεις μόνος σου ! Και μη νοιάζεσαι! Θα σου δίνω τον τόνο καθώς θα μνημονεύω τα ονόματα των χωριανών μπροστά την εικόνα της Παναγιάς!
"Χρυσοπλοκώτατε Πύργε και Δωδεκάτειχε Πόλις,
Ηλιοστάλακτε Θρόνε Καθέδρα του Βασιλέως ..." !
Κι εν μέσω των θαλασσινών εκδρομών γιά κολύμπι στις ακρογιαλιές της Λήμνος, στου Άγιου Σώζου, στο Τηγάνι, στην Αγιά και στο Λουρί, στον Άγιο Μαρ'νο, στο Σκίδι και στον Παρθενόμ'το, αναγίγνωσκα εσπερίζων το " αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος", κι ενώ αλώνιζα αλητεύων τους μπαξέδες και τα περβόλια των θειών μου, τα μποστάνια και τις συκιές στο Πλάι, φορώντας ένα γουστόζικο ψάθινο καπέλο γιά να μην με κάψει ο Αυγουστιάτικος ήλιος, έψαλλα παρακλητικώς, του παπά Θανάση κανοναρχούντος, "και καθαροτέραν λαμπηδόνων ηλιακών" ! Κι άπλωνα , με κέφι, σε τάβλες ψηλά τα σύκα που ωρίμαζαν, γιά τα ξεράνουν οι ηλιακές λαμπηδόνες, τα πλύνουμε στο γιαλό με θαλασσινό νερό, να τα φέρουμε με το καλάθι πίσω, να τα φουρνίσει η θεία Κωνσταντίνα μετά που θα ξεφούρνιζε το ψωμί, να τα αρμαθιάσουμε μετά, γεμιστά μ' αμύγδαλο, γιά τον χειμώνα !
Και συναρμοζόταν οι ψηφίδες του γιαλού κι οι ψηφίδες της αγάπης της γιαγιάς Βασίλισσας, και συνταιριαζόταν οι ευωδιές της ρίγανης και του θυμαριού, του αγιοκλήματος και της λιγαριάς, τω όντι άυλες ευώδεις ψηφίδες, με τις μυρωδιές της αρμύρας του πελάγου, του φρεσκοανοιγμένου αυγωμένου αχινού, του ψωμιού που ξεφουρνιζόταν, κι αποτυπώνονταν εν ταυτώ ο ρυθμός του κεχαγιάδικου χορού όπως τον κεντούσε η λημνιά λύρα του Κοτσιναδέλη, ο μπάλλος και το πάτ'μα , "αινείτε Αυτόν εν τυμπάνω και χορώ, αινείτε Αυτόν εν χορδαίς και οργάνω", προτρέπει ο υμνωδός Δαβίδ, προφήτης άμα και βασιλιάς, αποτυπώνονταν στο ψηφιδωτό της έσω τοιχογραφίας, αναλλοιώτως, μαζί σε αξεδιάλυτο όμορφο σύμπλεγμα με τις Ωδές του Παρακλητικού Κανόνα, τον Αρματηλάτη Φαραώ, τον πεζόν οδίτην Λαόν, τις μέλισσες που μας κυκλώνουν ώσπερ αι του βίου ζάλαι, τα νέφη των λυπηρών που καλύπτουν την ζωή και την καρδιά μας,
Ψηφίδες!
Κι ένα ψηφιδωτό ζωντανό κι εκφραστικό σαν το φρέσκο του μινωικού Πρίγκηπα με τα κρίνα, σαν τις θυγατέρες των Εισοδίων του Πανσέληνου, σαν τα παιδιά που σκορπούν τα βάγια στην Βαιφόρο του Θεοφάνη, σαν τον Λημνιό Κεχαγιά του αξεπέραστου εκφραστή της ψυχής ενός Λαού, του Θεόφιλου, με μορφές τότε και τα νύν παρούσες, με τόπους αγαπημένους κι αγιασμένους κατάβαθα απ' την αγάπη των ανθρώπων, μα πιότερο από τα πάθια και τους πόθους, από τα δάκρυα, τον ιδρώτα και το αίμα των ανθρώπων, που σημάδεψαν τον τόπο και κυκλοφορούν στις φλέβες μας και στο μυαλό μας, διαφεντεύουν την καρδιά μας, ζωντανές μορφές, ψηφιδογραφήματα αριστουργηματικής τέχνης, απαράμιλλα αγάλματα της βιοτής και των βιωμάτων !
Την παραμονή, αφού κάθε γιορτή έχει τις θυσίες της, ο μπαχτσεβάνος ο Αντώνης, συγγενής της γιαγιά Βασίλισσας από τον άνδρα της, με προσέλαβε ως οιονεί επίκουρον στο έργο του, αφού στην αυλή του αγροτόσπιτού του, κοντά στο ρυάκι ένας από τους τράγους του μικρού ποιμνίου του, επρόκειτο να σφαγεί εις βρώσιν των πανηγυριστών του Δρκαπενταυγούστου !
Κοκκίνησε το νερό στο ρυάκι !
Το τσιγγέλι τοποθετήθηκε στο γερό κλαρί της συκαμνιάς γιά να κρεμαστεί και τεμαχιστεί το σφάγιο ! Κι ο βοηθός να τυλίζει στα χασαπόχαρτα τα τεμάχια του τράγειου κρέατος και να ζυγίζει με τα δράμια !
"Το άσπρο και το κόκκινο πάντα μαζί," διαπίστωνε ο ποιητής Παντελής Πάσχος.
Κι οι ψηφίδες,
του κόκκινου και του άσπρου,
της ομορφιάς και της ασχήμιας,
της ζωής και του θανάτου,
πάντα μαζί!
Οδεύοντες προς την μεγάλη γιορτή,
με ζωντανές τις μνήμες από ένα ρεύμα αέρος δροσιστικό, με την ανεπαίσθητη μεσημβρινή αερική κίνηση στις ομορφοκεντημένες κουρτίνες της γιγιάς Βασίλισσας, που τις στολίζουν ψαρόβαρκες και καίκια, γοργόνες και δελφίνια,
ολοκληρώσαντες παρακλητικώς τους Κανόνες,
κανοναρχούντος μυστικώς του πολιού παπά Θανάση του Παντελάρα,
την υψηλοτέρα των ουρανών υμνούντες,
την Πορταίτισσα των Ιβήρων,
που χίλιους τώρα χρόνους γνοιάζεται το Αγιονόρος,
την Πορταίτισσα, που παραστέκει στην πόρτα της καρδιάς μας,
Κυρά μου Πορταίτισσα, τραγουδούν στην Αστροπαλιά,
με το χιλιοτραγουδισμένο Κάστρο που έχει κλειδί κλειδώνει,
συνωδά με ψηφίδες ανεξίτηλες μορφές, όμορφα πρόσωπα, ψυχές αγαπημένες,
Ως Ψηφίδες του γιαλού και της ψυχής ,
εμφανούς απουσίας και σιωπηλής πλήν φωτεινής παρουσίας,
διαπιστώνοντας οι οδίτες ομολογητικώς, τι λέω,
αι γενεαί πάσαι μακαρίζουσαι ,
το του ηλίου φαεινότερον :
"Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες ...
Νενίκηνται και γαρ της φύσεως οι όροι !"
Μόλις με είχε τρατάρει μιά φέτα δροσερό καρπούζι που είχε παγώσει, κατεβασμένο με τον κουβά στα έξ - επτά μέτρα, στο αρχαίο, συνόκαιρο του κόσμου, πηγάδι του Άη Γιάννη.
Ο παπά Θανάσης. Ήταν αρχή της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου. Ο ψάλτης του δεν μπορούσε να βοηθήσει στις παρακλήσεις της Παναγιάς. Και πρότεινε να πηγαίνω στο ψαλτήρι. Δωδεκαετής. Να λέω τα διαβαστά και να μου μαθαίνει τα ψαλτικά. Ωραίος άνθρωπος, ομορφάνδρας, εργατικός στα αγροτικά, ιεροπρεπής στα εκκλησιαστικά, ταπεινός στο λόγο, φιλόξενος, καλλίφωνος και στα παπαδικά και στα νησιώτικα, αγαπητός στο χωριό , νοικοκύρης, με συνεκλάμπουσα στο πλευρό του την παπαδιά, γαμπρός ήρθε από το Σκανδάλη. Ήξερε η γιαγιά Βασίλισσα που με εμπιστευόταν. Ανέβηκα στο ψαλτήρι , διστακτικός, και τη υποδείξει του παπά Θανάση άρχισα την ανάγνωση του Προοιμιακού ψαλμού του Εσπερινού : "Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος. Εκεί πλοία διαπορεύονται. Δράκων ούτος όν έπλασας εμπαίζειν αυτήν! . . Όρη τα υψηλά τοις ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς ". Κι ύστερα περαίνοντες, καταλήγαμε δοξολογικώς άμα τε και παρακλητικώς με την "Υψηλοτέραν των ουρανών και καθαροτέραν λαμπηδόνων ηλιακών την λυτρωσαμένην ημάς ..."! Έτσι που στις δέκα τρείς του Αυγούστου, στην τελευταία των παρακλητικών ακολουθιών, ο σεβάσμιος λευίτης, ο υπερογδοηκοντούτης παπά Θανάσης, μου λέει : σήμερα θα την ψάλλεις μόνος σου ! Και μη νοιάζεσαι! Θα σου δίνω τον τόνο καθώς θα μνημονεύω τα ονόματα των χωριανών μπροστά την εικόνα της Παναγιάς!
"Χρυσοπλοκώτατε Πύργε και Δωδεκάτειχε Πόλις,
Ηλιοστάλακτε Θρόνε Καθέδρα του Βασιλέως ..." !
Κι εν μέσω των θαλασσινών εκδρομών γιά κολύμπι στις ακρογιαλιές της Λήμνος, στου Άγιου Σώζου, στο Τηγάνι, στην Αγιά και στο Λουρί, στον Άγιο Μαρ'νο, στο Σκίδι και στον Παρθενόμ'το, αναγίγνωσκα εσπερίζων το " αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος", κι ενώ αλώνιζα αλητεύων τους μπαξέδες και τα περβόλια των θειών μου, τα μποστάνια και τις συκιές στο Πλάι, φορώντας ένα γουστόζικο ψάθινο καπέλο γιά να μην με κάψει ο Αυγουστιάτικος ήλιος, έψαλλα παρακλητικώς, του παπά Θανάση κανοναρχούντος, "και καθαροτέραν λαμπηδόνων ηλιακών" ! Κι άπλωνα , με κέφι, σε τάβλες ψηλά τα σύκα που ωρίμαζαν, γιά τα ξεράνουν οι ηλιακές λαμπηδόνες, τα πλύνουμε στο γιαλό με θαλασσινό νερό, να τα φέρουμε με το καλάθι πίσω, να τα φουρνίσει η θεία Κωνσταντίνα μετά που θα ξεφούρνιζε το ψωμί, να τα αρμαθιάσουμε μετά, γεμιστά μ' αμύγδαλο, γιά τον χειμώνα !
Και συναρμοζόταν οι ψηφίδες του γιαλού κι οι ψηφίδες της αγάπης της γιαγιάς Βασίλισσας, και συνταιριαζόταν οι ευωδιές της ρίγανης και του θυμαριού, του αγιοκλήματος και της λιγαριάς, τω όντι άυλες ευώδεις ψηφίδες, με τις μυρωδιές της αρμύρας του πελάγου, του φρεσκοανοιγμένου αυγωμένου αχινού, του ψωμιού που ξεφουρνιζόταν, κι αποτυπώνονταν εν ταυτώ ο ρυθμός του κεχαγιάδικου χορού όπως τον κεντούσε η λημνιά λύρα του Κοτσιναδέλη, ο μπάλλος και το πάτ'μα , "αινείτε Αυτόν εν τυμπάνω και χορώ, αινείτε Αυτόν εν χορδαίς και οργάνω", προτρέπει ο υμνωδός Δαβίδ, προφήτης άμα και βασιλιάς, αποτυπώνονταν στο ψηφιδωτό της έσω τοιχογραφίας, αναλλοιώτως, μαζί σε αξεδιάλυτο όμορφο σύμπλεγμα με τις Ωδές του Παρακλητικού Κανόνα, τον Αρματηλάτη Φαραώ, τον πεζόν οδίτην Λαόν, τις μέλισσες που μας κυκλώνουν ώσπερ αι του βίου ζάλαι, τα νέφη των λυπηρών που καλύπτουν την ζωή και την καρδιά μας,
Ψηφίδες!
Κι ένα ψηφιδωτό ζωντανό κι εκφραστικό σαν το φρέσκο του μινωικού Πρίγκηπα με τα κρίνα, σαν τις θυγατέρες των Εισοδίων του Πανσέληνου, σαν τα παιδιά που σκορπούν τα βάγια στην Βαιφόρο του Θεοφάνη, σαν τον Λημνιό Κεχαγιά του αξεπέραστου εκφραστή της ψυχής ενός Λαού, του Θεόφιλου, με μορφές τότε και τα νύν παρούσες, με τόπους αγαπημένους κι αγιασμένους κατάβαθα απ' την αγάπη των ανθρώπων, μα πιότερο από τα πάθια και τους πόθους, από τα δάκρυα, τον ιδρώτα και το αίμα των ανθρώπων, που σημάδεψαν τον τόπο και κυκλοφορούν στις φλέβες μας και στο μυαλό μας, διαφεντεύουν την καρδιά μας, ζωντανές μορφές, ψηφιδογραφήματα αριστουργηματικής τέχνης, απαράμιλλα αγάλματα της βιοτής και των βιωμάτων !
Την παραμονή, αφού κάθε γιορτή έχει τις θυσίες της, ο μπαχτσεβάνος ο Αντώνης, συγγενής της γιαγιά Βασίλισσας από τον άνδρα της, με προσέλαβε ως οιονεί επίκουρον στο έργο του, αφού στην αυλή του αγροτόσπιτού του, κοντά στο ρυάκι ένας από τους τράγους του μικρού ποιμνίου του, επρόκειτο να σφαγεί εις βρώσιν των πανηγυριστών του Δρκαπενταυγούστου !
Κοκκίνησε το νερό στο ρυάκι !
Το τσιγγέλι τοποθετήθηκε στο γερό κλαρί της συκαμνιάς γιά να κρεμαστεί και τεμαχιστεί το σφάγιο ! Κι ο βοηθός να τυλίζει στα χασαπόχαρτα τα τεμάχια του τράγειου κρέατος και να ζυγίζει με τα δράμια !
"Το άσπρο και το κόκκινο πάντα μαζί," διαπίστωνε ο ποιητής Παντελής Πάσχος.
Κι οι ψηφίδες,
του κόκκινου και του άσπρου,
της ομορφιάς και της ασχήμιας,
της ζωής και του θανάτου,
πάντα μαζί!
Οδεύοντες προς την μεγάλη γιορτή,
με ζωντανές τις μνήμες από ένα ρεύμα αέρος δροσιστικό, με την ανεπαίσθητη μεσημβρινή αερική κίνηση στις ομορφοκεντημένες κουρτίνες της γιγιάς Βασίλισσας, που τις στολίζουν ψαρόβαρκες και καίκια, γοργόνες και δελφίνια,
ολοκληρώσαντες παρακλητικώς τους Κανόνες,
κανοναρχούντος μυστικώς του πολιού παπά Θανάση του Παντελάρα,
την υψηλοτέρα των ουρανών υμνούντες,
την Πορταίτισσα των Ιβήρων,
που χίλιους τώρα χρόνους γνοιάζεται το Αγιονόρος,
την Πορταίτισσα, που παραστέκει στην πόρτα της καρδιάς μας,
Κυρά μου Πορταίτισσα, τραγουδούν στην Αστροπαλιά,
με το χιλιοτραγουδισμένο Κάστρο που έχει κλειδί κλειδώνει,
συνωδά με ψηφίδες ανεξίτηλες μορφές, όμορφα πρόσωπα, ψυχές αγαπημένες,
Ως Ψηφίδες του γιαλού και της ψυχής ,
εμφανούς απουσίας και σιωπηλής πλήν φωτεινής παρουσίας,
διαπιστώνοντας οι οδίτες ομολογητικώς, τι λέω,
αι γενεαί πάσαι μακαρίζουσαι ,
το του ηλίου φαεινότερον :
"Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες ...
Νενίκηνται και γαρ της φύσεως οι όροι !"