Η δεκαετία του 1950, ήταν η πιο δύσκολη στη νεότερη ιστορία της χώρας. Η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, κουβαλώντας πληγές από την Κατοχή, και τον Εμφύλιο. Η επαρχία μαστιζόταν από την ανεργία και τη φτώχεια.
Το δρόμο, για τη ξενιτιά πήρε πρώτος, ο...
αντρικός πληθυσμός. Χωριά ολόκληρα αδειάσανε για την Αυστραλία, την Αμερική, τα ορυχεία του Βελγίου, ακόμα και για τη Μέση Ανατολή.
Πίσω έμειναν μόνο οι ηλικιωμένοι, και τα κορίτσια που δεν ήταν παντρεμένα.
Τα χρόνια περνούσαν, και τα άλλοτε κεφαλοχώρια, έμοιαζαν με ερειπωμένες πόλεις, μετά από φυσική καταστροφή.
Οι Έλληνες μετανάστες δούλεψαν σκληρά, έκαναν περιουσίες, αλλά οι ντόπιοι δεν τους αποδέχτηκαν εύκολα. Οι κοπέλες από την Αυστραλία, απέφευγαν τους Έλληνες, τους θεωρούσαν επικίνδυνους και υπανάπτυκτους.
Και κάπου εκεί το ελληνικό δαιμόνιο ανέλαβε δράση. Σύγχρονες προξενήτρες ανέλαβαν να παντρέψουν τους μετανάστες με φτωχά κορίτσια από την επαρχία.
Με μια φωτογραφία από την υποψήφια νύφη, η προξενήτρα δεχόταν προσφορές από τους υποψήφιους γαμπρούς. Έτσι ξεκίνησε το μεγαλύτερο προξενιό της ιστορίας.
Καράβια γεμάτα, με νέα κορίτσια ξεκινούσαν για την Αυστραλία. Το πολυήμερο ταξίδι, ήταν το διαβατήριό τους, για μια καλύτερη ζωή.
Μια βαλίτσα ρούχα και μια φωτογραφία του γαμπρού με τη καλύτερη προσφορά, αποβιβάζονταν στο λιμάνι. Εκεί τους περίμεναν, χιλιάδες καλοντυμένοι ξεριζωμένοι Έλληνες, που τις παραλάμβαναν και με ένα πρόχειρο χαρτί που υπόγραφαν, εξασφαλίζανε, την παραμονή τους, μέχρι την ημέρα του γάμου.
Μετά τα πρώτα καράβια, και τα γράμματα, που έφταναν πίσω στη πατρίδα, το φαινόμενο, πήρε μαζικές διαστάσεις. Εφημερίδες, έβαζαν τεράστιες αγγελίες, και έταζαν ονειρικούς γάμους στις νέες κοπέλες και τις οικογένειες τους.
Πίσω έμειναν μόνο οι ηλικιωμένοι, και τα κορίτσια που δεν ήταν παντρεμένα.
Τα χρόνια περνούσαν, και τα άλλοτε κεφαλοχώρια, έμοιαζαν με ερειπωμένες πόλεις, μετά από φυσική καταστροφή.
Οι Έλληνες μετανάστες δούλεψαν σκληρά, έκαναν περιουσίες, αλλά οι ντόπιοι δεν τους αποδέχτηκαν εύκολα. Οι κοπέλες από την Αυστραλία, απέφευγαν τους Έλληνες, τους θεωρούσαν επικίνδυνους και υπανάπτυκτους.
Και κάπου εκεί το ελληνικό δαιμόνιο ανέλαβε δράση. Σύγχρονες προξενήτρες ανέλαβαν να παντρέψουν τους μετανάστες με φτωχά κορίτσια από την επαρχία.
Με μια φωτογραφία από την υποψήφια νύφη, η προξενήτρα δεχόταν προσφορές από τους υποψήφιους γαμπρούς. Έτσι ξεκίνησε το μεγαλύτερο προξενιό της ιστορίας.
Καράβια γεμάτα, με νέα κορίτσια ξεκινούσαν για την Αυστραλία. Το πολυήμερο ταξίδι, ήταν το διαβατήριό τους, για μια καλύτερη ζωή.
Μια βαλίτσα ρούχα και μια φωτογραφία του γαμπρού με τη καλύτερη προσφορά, αποβιβάζονταν στο λιμάνι. Εκεί τους περίμεναν, χιλιάδες καλοντυμένοι ξεριζωμένοι Έλληνες, που τις παραλάμβαναν και με ένα πρόχειρο χαρτί που υπόγραφαν, εξασφαλίζανε, την παραμονή τους, μέχρι την ημέρα του γάμου.
Μετά τα πρώτα καράβια, και τα γράμματα, που έφταναν πίσω στη πατρίδα, το φαινόμενο, πήρε μαζικές διαστάσεις. Εφημερίδες, έβαζαν τεράστιες αγγελίες, και έταζαν ονειρικούς γάμους στις νέες κοπέλες και τις οικογένειες τους.
Το 1957, στο Port Philip Bay της Μελβούρνης, έφτανε το γερασμένο ισπανικό πλοίο «Μπεγκόνια» που φιλοξενούσε στο κατάστρωμά του τις ελπίδες και τα όνειρα 900 Ελληνίδων νεαρών γυναικών, οι οποίες έφταναν στην Αυστραλία με μια βαλίτσα όνειρα, για ένα καλύτερο αύριο και την ελπίδα να συναντήσουν στην ξενιτιά τους μελλοντικούς συζύγους τους και να δημιουργήσουν μαζί τους τις δικές τους ελληνικές οικογένειες.
Μέσα στο πλοίο, στην τρυφερή ηλικία των οκτώ ετών, ήταν και ο γνωστός Ροδίτης εκπαιδευτικός Παναγιώτης Φωτάκης. Μάλιστα, ο εκπαιδευτικός, εμπνευσμένος από την προσωπική του εμπειρία και κάνοντας τον προσωπικό του απολογισμό, αποφάσισε, μετά από 42 χρόνια, να προχωρήσει σε λεπτομερή έρευνα με σκοπό να βρει και να ενώσει όσες περισσότερες νύφες ή, μάλλον, νεραΐδες -όπως τις αποκαλεί ο ίδιος-, εκείνου του ταξιδιού, οι οποίες αποτέλεσαν για τον ίδιο μέρος των βιωμάτων και αναμνήσεών του.
Ο εκπαιδευτικός ξεκίνησε να συγκεντρώνει στοιχεία για να βρει τις 900 νύφες με τις οποίες έφτασε στην Αυστραλία, να δει τι απέγιναν και να καταγράψει την ιστορία τους, πιστεύοντας ότι «πρόκειται για μια συγκλονιστική ιστορία που δεν έχει ειπωθεί σε όλη της την έκταση».
Μεγάλο μέρος αυτών των γυναικών αποτελούσαν οι «αρραβωνιασμένες με φωτογραφία», κάποιες άλλες γνώριζαν ήδη τον γαμπρό, ενώ υπήρχαν και οι «ελεύθερες», τις οποίες αποκαλούσαν έτσι γιατί είχαν την ελευθερία να επιλέξουν μόνες τον σύντροφό τους, ενώ οι αρραβωνιασμένες ζούσαν με την αγωνία, αν ο άνθρωπος που άλλοι επέλεξαν γι’ αυτές θα ήταν καλός, νεαρός, δυνατός και όπως τον έδειχνε η φωτογραφία, που έκρυβαν σαν φυλαχτό στο στέρνο τους οι νεαρές ξενιτεμένες.
Για τις ελεύθερες γίνονταν ολόκληρες τελετουργίες και νυφοπάζαρα, μέσα από οικογενειακές συναντήσεις, γλέντια, κοινωνικές συνάξεις και εκκλησιασμούς, όπου παρατηρούνταν συνωστισμός και… παρέλαση υποψήφιων γαμπρών.
Για τις αρραβωνιασμένες υπήρχε μέριμνα αφού οι ίδιες είχαν τη δυνατότητα μέσα σε ένα μήνα να επιστρέψουν με το ίδιο εισιτήριο στην πατρίδα, εφόσον κάτι πήγαινε στραβά με το γάμο ή μετάνιωναν οι ίδιες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, πολλά προξενιά της εποχής πέτυχαν, ενώ άλλα προξενιά δεν «ανέβηκαν» ποτέ τα σκαλιά της εκκλησίας. Πολλές νύφες κατέληξαν μόνες και απογοητευμένες, άλλες συντετριμμένες έβαζαν τα κλάματα και άλλες επαναστατούσαν ενάντια στα «πρέπει» της εποχής.
Πολλές όμως -αν όχι οι περισσότερες- έσκυψαν σιωπηλά το κεφάλι και υπέμειναν τη μοίρα που άλλοι καθόρισαν για εκείνες.
«Δύσκολα τα πρώτα χρόνια. Ξένες σε ξένο τόπο, χωρίς γλώσσα, σε σκοτεινά μελαγχολικά σπίτια και όλα ανάποδα. Ιούνιος μήνας να βρέχει και να κάνει κρύο – πού ξανακούστηκε; Τα πρώτα είκοσι χρόνια είναι δύσκολα μας έλεγαν. Μετά συνηθίζεις. Τα είκοσι χρόνια έγιναν σαράντα και η μητριά Αυστραλία έγινε μάνα μας. Δόξα τω θεώ» είχε πει κάποτε μια από τις νύφες της εποχής, η κ. Χαρίκλεια.