Του Παναγιώτη Γ. Αλεκάκη, Φιλόλογου – Ιστορικού, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντή 2ου ΓΕΛ Κατερίνης
Η Επανάσταση του 1821, οι Αγωνιστές, που με τον άνισο αγώνα για την ελευθερία και με τα ηρωικά κατορθώματά τους δημιούργησαν ένα νέο κράτος για έναν πανάρχαιο λαό, ενέπνευσαν τους λαούς της Ευρώπης και τροφοδότησαν κάθε μορφή τέχνης, όπως...
και τη λογοτεχνία και την ποιητική της έκφανση. Το μεγάλο πόθο για την ελευθερία, τις ηρωικές πράξεις, τη θυσία του Μεσολογγίου και του Λόρδου Βύρωνα τις ύμνησαν στην ελληνική και ξένη ποίηση εξέχοντες εκπρόσωποί της, όπως ο Ανδρέας Κάλβος, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ρήγας Φεραίος, υπερρεαλιστές και μοντερνιστές ποιητές μας, αλλά και ξένοι σαν τον J.W.v. Goethe και τον P.B. Shelley. Απέδωσαν επάξια τη συνέχεια στην πανάρχαια και λαμπρή ποιητική μας κληρονομιά, στην οποία ο σύγχρονος Έλληνας πρέπει να γίνει κοινωνός και αυτό το αξιακό και πνευματικό φορτίο πρέπει να τον καθοδηγεί, γιατί εκφράζει τη μακραίωνη ιστορική διαδρομή του ελληνισμού.
Το αφιέρωμά μας αποτελεί ένα σεμνό προσκύνημα στην αθέατη, αλλά εξίσου σημαντική με τα γεγονότα πλευρά, εκείνη του πνεύματος, των αξιών και των ιδεών, όπως τις εκφράζει ο γνωστός τοις πάσι εμβληματικός στίχος «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά». Είναι δημώδη και λόγια ποιήματα στα οποία περιγράφονται επεισόδια του Αγώνα, το αδούλωτο πνεύμα των Αγωνιστών και η καθημερινότητά τους. Μέσα από την πένα των λογίων ποιητών τονίζονται τα ιδεώδη που ενέπνευσαν την Επανάσταση. Είναι ποίηση στην οποία μετρήθηκε ο βαθύς πόθος της ελευθερίας με το ανάστημα του θανάτου και γι’ αυτό έγινε γνήσια και απελευθερωτική, έγινε η έκφραση του αγωνιζόμενου έθνους μας. Οι πρώτοι στίχοι του Ύμνου εις την Ελευθερίαν αποκαλύπτουν το σπουδαίο και ηρωικό εγχείρημα: «Σε γνωρίζω από την κόψη / του σπαθιού την τρομερή / σε γνωρίζω από την όψη / που με βία μετράει τη γη».
Με πίστη στη δημόσια διάσταση που μπορεί να αποκτά ο ποιητικός λόγος, με υπερήφανη και συγχρόνως στοχαστική τοποθέτηση απέναντι στα γεγονότα του ελληνικού ξεσηκωμού και αξιοποιώντας το παρελθόν, εκφράζουμε την εκτίμηση ότι μπορούμε ως έθνος να σταθούμε με επάρκεια απέναντι στις νέες απιτήσεις ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου. Η Επανάσταση του 1821 ως σηματωρός για τη δική μας πορεία επιβεβαιώνει τη ρήση των νεαρών Λακεδαιμονίων «Άμμες (=εμείς) δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες (=καλύτεροι)». Και με γνώμονα τα παραπάνω, θα προχωρήσουμε στη δημοσίευση των σχετικών ποιητικών κειμένων, τα οποία εκτείνονται σε ένα ευρύ χρονικό άνυσμα και ανήκουν στη λαϊκή και λόγια ποίηση. Για το ξεκίνημα θα δημοσιεύσουμε δύο λαϊκά ποιήματα: «Ο Ζήδρος» (που αναφέρεται στον Πάνο Ζήδρο, τον περιώνυμο αρματολό στην περιοχή του Ολύμπου, που πέρασε στους κλέφτες και συγκρούστηκε έντονα με τους Τούρκους. Συμμετείχε και στα Ορλωφικά) και «Ο Γιάννης Σταθάς» (ήταν αρματολός που έδρασε στα τέλη του 18ου αιώνα στην περιοχή του Ολύμπου και στα Χάσια. Μαζί με τον Ευθύμιο/Θύμιο Βλαχάβα και άλλους αρματολούς έκαμαν ένα στόλο από 70 βαμμένα μαύρα πολεμικά πλοιάρια και επιδίδονταν στην πειρατεία. Στα πλαίσια αυτής της πειρατικής τους δράσης έκαμαν σημαντική χτύπημα εναντίον τουρκικής κορβέτας στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, όπως θα διαβάσουμε στο ποίημα).
«Ο Ζήδρος» (1750)
Ένα πουλάκι κάθουνταν στου Ζήδρου το κεφάλι. / Δεν ελαλούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια, / Μόν’ ελαλούσε κ’ έλεγεν ανθρωπινή λαλίτσα. / ..Ζήδρο μ’ εσ’ ήσουν φρόνιμος, ήσουν και παλληκάρι / Εις την κλεψιά κι αρματωλιά και σ’ όλα τα πρωτάτα (= άθλοι). / Ήσουν και πρώτος έπαρχος (= ευεργέτης) σ’ όλα τα μοναστήρια, / Κι όσα βουνά περπάτησες, όλα βοτάνια τάχουν, / Δεν τόξερες κακόμοιρε, να φας να μην πεθάνεις. / Τι λες πουλί, κακό πουλί, γιατί με καταριέσαι, / Σαράντα χρόνους έζησα αρματωλός και κλέφτης, / Το Χάρο δε φοβήθηκα, το Χάρο δε φοβούμαι∙ / Κι άλλους σαράντα νάζουσα, πάλε θε να πεθάνω. / Κι αν θα πεθάνω μπρε πουλί, δεν τόχω πως πεθαίνω, / Μόν’ τόχω σε παράπονο και για ντροπή μεγάλη, / Που θα το μάθουν τα σκυλιά, να παν στην Αλασσώνα (= Ελασσόνα), / Να μου χαλάσουν τα χωριά τα έρμα βιλαέτια (= περιοχές που όριζε ο ήρωας). / Παρακαλώ τη συντροφιά κι όλα τα παλληκάρια, / Να μου γνοιαστούν το σπίτι μου, τη δόλια μου γυναίκα, / Να μου κυττάζουν το παιδί το μαύρο το Δημήτρη∙ / Πούναι μικρό κι ανήλικο κι από κλεφτιά δεν ξέρει
Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο γιος του ονομαζόταν Φώτης και όχι Δημήτρης, όπως γράφεται στον προτελευταίο στίχο. Και λόγω του ότι ο μικρός Φώτης δεν μπορούσε να διαδεχθεί τον πατέρα του στο αρματολίκι, κατά τη συνήθεια των καιρών, ο Πάνος Ζήδρος παραχώρησε την κηδεμονία του στους Πάνο Τσάρα, Γκέκα και Βλαχοθόδωρο. Μετά τη δολοφονία του Φώτη Ζήδρου, ο Πάνος Τσάρας (πατέρας του γνωστού Νικοτσάρα) ανέλαβε τη διοίκηση του αρματολικιού. Το σωστό όνομα του γιου του Ζήδρου, του Φώτη, το διαβάζουμε σε άλλη παραλλαγή:
...σαράντα χρόνια έκαμα αρματωλός και κλέφτης, / Κι άλλα σαράντα αν έκαμα, πάλ’ ήθελα ποθάνω∙ / Δεν κλαίω πως θε να χαθώ και θέλω να ποθάνω∙ / Μόν’ κλαίω τον Φώτη μ’, πούν’ μικρός κι από κλεψιά δεν ξέρει...
Προχωράμε στο δεύτερο δημώδες ποίημα, το οποίο και αυτό έχει ενδιαφέρον για την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας.
«Ο Γιάννης Σταθάς» (1750 – 1760)
Μαύρο καράβι έπλευσε στα μέρη της Κασσάντρας / Που ’χε τα νέφη για πανιά, τον ουρανό παντιέρα. / Κι ομπρός κορβέτα μ’ άλικο (= βαθύ κόκκινο) μπαϊράκι (= πολεμική σημαία) του προβγαίνει∙ / Μάινα φωνάζει τα πανιά, ρίξτε τα πανιά κάτου. / - Δεν τα μαϊνάρω τα πανιά κι ουδέ τα ρίχνω κάτου. / Μη λέτε κι είμαι νιόνυφη, νύφη να προσκυνήσω. / Εγώ ’μ’ ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκοβάλα. / Τράκο (= σύγκρουση δύο λέμβων) λεβέντες ρίξετε στην πλώρη το καράβι∙ / Να χύσωμ’ αίμα τούρκικο, να φάνε κι οι κοράκοι / Κι οι Τούρκοι βόλτα ρίχτουνε, γυρίζουνε την πλώρη. / Πρώτος ο Γιάννης πέταξε, πρώτος ο Γιάννης βγαίνει / Με το τουφέκι στο δεξί, με το σπαθί στα δόντια. / Ποτάμι τρέχουν αίματα, θάλασσα κοκκινίζει / Κι αλλά, αλλά (= Αλλάχ) φωνάζοντες οι Τούρκοι προσκυνούνε.
Ας διευκρινίσουμε ότι ο Γιάννης Σταθάς (1758-1812) ήταν αρματολός από την περιοχή του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας και ήταν γιος του αρματολού Γεροδήμου Σταθα (1712-1810). Ήταν γαμπρός του σπουδαίου κλέφτη Μπουκο(υ)βάλ(λ)α, ο οποίος καταγόταν από την Ακαρνανία.
(συνεχίζεται)
Το αφιέρωμά μας αποτελεί ένα σεμνό προσκύνημα στην αθέατη, αλλά εξίσου σημαντική με τα γεγονότα πλευρά, εκείνη του πνεύματος, των αξιών και των ιδεών, όπως τις εκφράζει ο γνωστός τοις πάσι εμβληματικός στίχος «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά». Είναι δημώδη και λόγια ποιήματα στα οποία περιγράφονται επεισόδια του Αγώνα, το αδούλωτο πνεύμα των Αγωνιστών και η καθημερινότητά τους. Μέσα από την πένα των λογίων ποιητών τονίζονται τα ιδεώδη που ενέπνευσαν την Επανάσταση. Είναι ποίηση στην οποία μετρήθηκε ο βαθύς πόθος της ελευθερίας με το ανάστημα του θανάτου και γι’ αυτό έγινε γνήσια και απελευθερωτική, έγινε η έκφραση του αγωνιζόμενου έθνους μας. Οι πρώτοι στίχοι του Ύμνου εις την Ελευθερίαν αποκαλύπτουν το σπουδαίο και ηρωικό εγχείρημα: «Σε γνωρίζω από την κόψη / του σπαθιού την τρομερή / σε γνωρίζω από την όψη / που με βία μετράει τη γη».
Με πίστη στη δημόσια διάσταση που μπορεί να αποκτά ο ποιητικός λόγος, με υπερήφανη και συγχρόνως στοχαστική τοποθέτηση απέναντι στα γεγονότα του ελληνικού ξεσηκωμού και αξιοποιώντας το παρελθόν, εκφράζουμε την εκτίμηση ότι μπορούμε ως έθνος να σταθούμε με επάρκεια απέναντι στις νέες απιτήσεις ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου. Η Επανάσταση του 1821 ως σηματωρός για τη δική μας πορεία επιβεβαιώνει τη ρήση των νεαρών Λακεδαιμονίων «Άμμες (=εμείς) δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες (=καλύτεροι)». Και με γνώμονα τα παραπάνω, θα προχωρήσουμε στη δημοσίευση των σχετικών ποιητικών κειμένων, τα οποία εκτείνονται σε ένα ευρύ χρονικό άνυσμα και ανήκουν στη λαϊκή και λόγια ποίηση. Για το ξεκίνημα θα δημοσιεύσουμε δύο λαϊκά ποιήματα: «Ο Ζήδρος» (που αναφέρεται στον Πάνο Ζήδρο, τον περιώνυμο αρματολό στην περιοχή του Ολύμπου, που πέρασε στους κλέφτες και συγκρούστηκε έντονα με τους Τούρκους. Συμμετείχε και στα Ορλωφικά) και «Ο Γιάννης Σταθάς» (ήταν αρματολός που έδρασε στα τέλη του 18ου αιώνα στην περιοχή του Ολύμπου και στα Χάσια. Μαζί με τον Ευθύμιο/Θύμιο Βλαχάβα και άλλους αρματολούς έκαμαν ένα στόλο από 70 βαμμένα μαύρα πολεμικά πλοιάρια και επιδίδονταν στην πειρατεία. Στα πλαίσια αυτής της πειρατικής τους δράσης έκαμαν σημαντική χτύπημα εναντίον τουρκικής κορβέτας στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, όπως θα διαβάσουμε στο ποίημα).
«Ο Ζήδρος» (1750)
Ένα πουλάκι κάθουνταν στου Ζήδρου το κεφάλι. / Δεν ελαλούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια, / Μόν’ ελαλούσε κ’ έλεγεν ανθρωπινή λαλίτσα. / ..Ζήδρο μ’ εσ’ ήσουν φρόνιμος, ήσουν και παλληκάρι / Εις την κλεψιά κι αρματωλιά και σ’ όλα τα πρωτάτα (= άθλοι). / Ήσουν και πρώτος έπαρχος (= ευεργέτης) σ’ όλα τα μοναστήρια, / Κι όσα βουνά περπάτησες, όλα βοτάνια τάχουν, / Δεν τόξερες κακόμοιρε, να φας να μην πεθάνεις. / Τι λες πουλί, κακό πουλί, γιατί με καταριέσαι, / Σαράντα χρόνους έζησα αρματωλός και κλέφτης, / Το Χάρο δε φοβήθηκα, το Χάρο δε φοβούμαι∙ / Κι άλλους σαράντα νάζουσα, πάλε θε να πεθάνω. / Κι αν θα πεθάνω μπρε πουλί, δεν τόχω πως πεθαίνω, / Μόν’ τόχω σε παράπονο και για ντροπή μεγάλη, / Που θα το μάθουν τα σκυλιά, να παν στην Αλασσώνα (= Ελασσόνα), / Να μου χαλάσουν τα χωριά τα έρμα βιλαέτια (= περιοχές που όριζε ο ήρωας). / Παρακαλώ τη συντροφιά κι όλα τα παλληκάρια, / Να μου γνοιαστούν το σπίτι μου, τη δόλια μου γυναίκα, / Να μου κυττάζουν το παιδί το μαύρο το Δημήτρη∙ / Πούναι μικρό κι ανήλικο κι από κλεφτιά δεν ξέρει
Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο γιος του ονομαζόταν Φώτης και όχι Δημήτρης, όπως γράφεται στον προτελευταίο στίχο. Και λόγω του ότι ο μικρός Φώτης δεν μπορούσε να διαδεχθεί τον πατέρα του στο αρματολίκι, κατά τη συνήθεια των καιρών, ο Πάνος Ζήδρος παραχώρησε την κηδεμονία του στους Πάνο Τσάρα, Γκέκα και Βλαχοθόδωρο. Μετά τη δολοφονία του Φώτη Ζήδρου, ο Πάνος Τσάρας (πατέρας του γνωστού Νικοτσάρα) ανέλαβε τη διοίκηση του αρματολικιού. Το σωστό όνομα του γιου του Ζήδρου, του Φώτη, το διαβάζουμε σε άλλη παραλλαγή:
...σαράντα χρόνια έκαμα αρματωλός και κλέφτης, / Κι άλλα σαράντα αν έκαμα, πάλ’ ήθελα ποθάνω∙ / Δεν κλαίω πως θε να χαθώ και θέλω να ποθάνω∙ / Μόν’ κλαίω τον Φώτη μ’, πούν’ μικρός κι από κλεψιά δεν ξέρει...
Προχωράμε στο δεύτερο δημώδες ποίημα, το οποίο και αυτό έχει ενδιαφέρον για την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας.
«Ο Γιάννης Σταθάς» (1750 – 1760)
Μαύρο καράβι έπλευσε στα μέρη της Κασσάντρας / Που ’χε τα νέφη για πανιά, τον ουρανό παντιέρα. / Κι ομπρός κορβέτα μ’ άλικο (= βαθύ κόκκινο) μπαϊράκι (= πολεμική σημαία) του προβγαίνει∙ / Μάινα φωνάζει τα πανιά, ρίξτε τα πανιά κάτου. / - Δεν τα μαϊνάρω τα πανιά κι ουδέ τα ρίχνω κάτου. / Μη λέτε κι είμαι νιόνυφη, νύφη να προσκυνήσω. / Εγώ ’μ’ ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκοβάλα. / Τράκο (= σύγκρουση δύο λέμβων) λεβέντες ρίξετε στην πλώρη το καράβι∙ / Να χύσωμ’ αίμα τούρκικο, να φάνε κι οι κοράκοι / Κι οι Τούρκοι βόλτα ρίχτουνε, γυρίζουνε την πλώρη. / Πρώτος ο Γιάννης πέταξε, πρώτος ο Γιάννης βγαίνει / Με το τουφέκι στο δεξί, με το σπαθί στα δόντια. / Ποτάμι τρέχουν αίματα, θάλασσα κοκκινίζει / Κι αλλά, αλλά (= Αλλάχ) φωνάζοντες οι Τούρκοι προσκυνούνε.
Ας διευκρινίσουμε ότι ο Γιάννης Σταθάς (1758-1812) ήταν αρματολός από την περιοχή του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας και ήταν γιος του αρματολού Γεροδήμου Σταθα (1712-1810). Ήταν γαμπρός του σπουδαίου κλέφτη Μπουκο(υ)βάλ(λ)α, ο οποίος καταγόταν από την Ακαρνανία.
(συνεχίζεται)