Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Τα τελευταία Χριστούγεννα του Αυξεντίου – Γλέντι σε υπόγειο

 
Τα Χριστούγεννα του 1956 ήταν τα τελευταία που έζησε ο υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, Γρηγόρης Αυξεντίου. Εκείνα τα Χριστούγεννα βρήκαν τον Γρηγόρη και την ομάδα του στον Αγρό, την πρωτεύουσα της ηρωοτόκου Πιτσιλιάς.

Ο...  

 
Αυξεντίου αποδέχτηκε να στηθεί ένα μικρό γλέντι στο υπόγειο της οικίας του παπά-Χριστόδουλου Αυγουστή, το οποίο αποτελούσε και κρησφύγετο της ομάδας. Η συνεισφορά της οικογένειας του παπά-Χριστόδουλου στον αγώνα της ΕΟΚΑ υπήρξε πολύπλευρη και συγκλονιστική. Το γλέντι στήθηκε το βράδυ τις 26ης Δεκεμβρίου και παρόντες μεταξύ άλλων ήταν ο Αντώνης Παπαδόπουλος, ο Φειδίας Συμεωνίδης, ο Μάκης Γιωργάλλας, ο Αυγουστής Ευσταθίου και ο Ευαγόρας Παπαχριστοφόρου. Παρόντες από την ομάδα του Στυλιανού Λένα, που επίσης βρισκόταν στον Αγρό εκείνες τις ημέρες, ήταν ο Δημητράκης Χριστοδούλου, ο Λάμπρος Καυκαλίδης, ο Παναγιώτης Αριστείδου και ο Γιώργος Παλαιολογος.

Το γλέντι

Για το μικρό γλέντι που έγινε με κάθε προφύλαξη και μυστικότητα επιστρατεύθηκε από το Απεήτειο Γυμνάσιο ένα γραμμόφωνο και κάμποσες πλάκες με τραγούδια κατάλληλα για την εκμάθηση εθνικών χορών και γενικά τραγούδια για την Ελλάδα.

Μαζί με τη μουσική εκείνο που ο υπαρχηγός επέτρεψε στους αγωνιστές ήταν να πιούν ένα ποτήρι κρασί παραπάνω και να χορέψουν. Όλοι έλαβαν μέρος. Άλλοι χόρεψαν από καλαματιανό μέχρι τσάμικο και άλλοι τραγουδούσαν. Ήταν ένα γλέντι στο οποίο υπήρχε εθνική έξαρση εφάμιλλο εκείνου των κλεφτών.

Το τραγούδι ο «Ραγιάς» του Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου είχε το βράδυ εκείνο την τιμητική του. «Ξύπνα καημένε μου ραγιά και σήκου το κεφάλι, τη δόξα πούχες μια φορά απόκτησε και πάλι»… «κοιμούμαι μ’ ένα όνειρο, ξυπνώ με μια ελπίδα, πως θε να ιδώ μια μέρα φως, ελεύθερη πατρίδα…».

Στον Γρηγόρη άρεσαν τα δημοτικά τραγούδια. Ενθουσιάστηκε. Χόρεψε τσάμικο με τον Αντώνη Παπαδόπουλο με τον οποίο έμελλε δύο μήνες αργότερα να βρεθούν στην ίδια σπηλιά εκεί στα βουνά του Μαχαιρά.

Η ομιλία

Μιλώντας στους συναγωνιστές του ο Γρηγόρης Αυξεντίου προσπάθησε εκείνο το βράδυ να τους ανυψώσει το ηθικό και να θέσει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Η πίεση από τους Βρετανούς γινόταν πιο έντονη μέρα με τη μέρα, και ήταν ξεκάθαρο πως η ομάδα που εκείνο το βράδυ διασκέδαζε στο σπίτι του παπά-Χριστόδουλου ίσως να μην ξανά-αντάμωνε ποτέ, κάτι που άλλωστε συνέβη.

«Τώρα που οι Άγγλοι τα έριξαν όλα εναντίον μας, δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει ο αγώνας και η μοίρα του καθενός. Όμως, είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε, ένα πρέπει να είναι μια μέρα το έπαθλο για νεκρούς και ζώντες. Να γίνει η Κύπρος ελληνική και να ζήσει ελεύθερη κι ευτυχισμένη. Ο αγώνας δεν είναι πάρε-δώσε. Και όσοι επιζήσουν ας μην αναμένουν, ή ακόμα, πιο χειρότερο, ας μην επιδιώξουν άλλες ανταμοιβές κι αξιώματα, γιατί οι υπηρεσίες προς την πατρίδα δεν εξαργυρώνονται. Και πάνω απ’ όλα δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η αγάπη κι η ομόνοια είναι καθήκον και χρέος προς την πατρίδα… Ο διχασμός υπήρξε πολλές φορές κατάρα της φυλής μας και η διχόνοια παρά λίγο να καταστρέψει την επανάσταση του Εικοσιένα και να αφανίσει την Ελλάδα. Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο αποβλήθηκα από την τάξη στο μάθημα της Ιστορίας, γιατί αυθαδίασα υποστηρίζοντας τον Κολοκοτρώνη και τον Δημήτρη Υψηλάντη στη συζήτηση για τον Μαυροκορδάτο και τους πολιτικούς. Αυτά είχα να σας πω και καλά Χριστούγεννα».

Μετά την ομιλία κάλεσε ιδιαιτέρως τους ομαδάρχες. Έδωσε οδηγίες και έστειλε τον καθένα στην περιοχή του. Έμειναν στο σπίτι του παπά-Χριστόδουλου ο Αυξεντίου, ο Αντώνης Παπαδόπουλος, ο Αυγουστής Ευσταθίου, ο Φειδίας Συμεωνίδης, ο Μάκης Γιωργάλλας και ο Αντρέας Στυλιανού. «Εσείς θα μείνετε μαζί μου», είπε ο Αυξεντίου.

Μάκης Γιωργάλλας: Μάστρε μου, μάστρε πεθαίνω

Λίγα 24ωρα αργότερα στις 31 Δεκεμβρίου 1956 έπεσε στη Ζωοπηγή ο Μάκης Γιωργάλλας από το Μαραθόβουνο. Πυροβολήθηκε από πράκτορες των Άγγλων και Τούρκους επικουρικούς με τους οποίους συγκρούστηκε η αντάρτικη ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου με επικεφαλής τον ίδιο, στο χωριό Ζωοπηγή. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας του Αυξεντίου, μάζεψαν το νεκρό σώμα του Μάκη και το έθαψαν σε μια γωνιά του νεκροταφείου της Ζωοπηγής. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή ο Γιωργάλλας φώναξε στον Αυξεντίου «Μάστρε μου, μάστρε πεθαίνω, ζήτω η Ελλ…». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, αφού πνίγηκε με το αίμα του. Εκείνο βράδυ, παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1957 η ομάδα του Γρηγόρη μειώθηκε κατά ένα άτομο. Έχασαν τον Μάκη. Οι υπόλοιποι ρύθμισαν για αλλού την πυξίδα τους. Με κατεύθυνση προς τη λευτεριά έδωσαν ραντεβού με την ιστορία στις 3 του Μάρτη του 1957, εκεί στον Μαχαιρά…

Πηγή: Ο Φιλελεύθερος