του Λ. Αλεξάνδρου
Η Ελένη Παπαδάκη η μεγάλη αυτή ηθοποιός και τραγωδός του Ελληνικού Θεάτρου είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα πρόσωπα των τραγικών θυμάτων των κομμουνιστοσυμμοριτών κατά την διάρκεια των εγκληματικών γεγονότων που συνέβησαν στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1944.
Γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1908 στην Αθήνα από ευκατάστατη οικογένεια.
Ο πατέρας της Νικόλαος Παπαδάκης, ήταν ανώτερος υπάλληλος της Ιονικής Τραπέζης και η μητέρα της Αικατερίνη Κωνσταντινίδη ήταν κόρη του πανεπιστημιακού καθηγητή Στυλιανού Κωνσταντινίδη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Η οικογένεια Παπαδάκη είχε και ένα υιό, τον Μιχάλη, δύο χρόνια μικρότερο από την Ελένη. Οι γονείς της, της έδωσαν μόρφωση υψηλού επιπέδου αλλά η ίδια από μικρή ηλικία έτρεφε παθολογική αγάπη για το θέατρο. Αποφοίτησε από την Γερμανική Σχολή Αθηνών και παρακολούθησε ως ακροάτρια μαθήματα φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Μιλούσε άπταιστα τέσσερις γλώσσες (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά) και παράλληλα τελειοποίησε τα Αρχαία Ελληνικά της, για να μπορεί να διαβάζει τους τραγικούς από το πρωτότυπο. Τη μόρφωσή της συμπλήρωσε με σπουδές φωνητικής μουσικής και πιάνου στο «Ελληνικό Ωδείο» Αθηνών. Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο σε ηλικία 17 ετών, γίνεται στο θέατρο τέχνης του Σπύρου Μελά, ερμηνεύοντας το ρόλο της Προγονής στο έργο του Λουίτζι Πιραντέλο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα». Η πρώτη αυτή εμφάνισή της χαιρετίστηκε με ενθουσιώδεις κριτικές. «Η σκηνή απέκτησε μίαν μεγάλην ηθοποιόν» έγραψε στην εφημερίδα «Δημοκρατία» ο Κωστής Μπαστιάς. Το ίδιο έτος διακρίθηκε και ως Ηρωδιάς στη Σαλώμη του Όσκαρ Γουάιλντ και Ρίλκε βαν Έιντεν στο έργο του Λενορμάν Ο χρόνος είναι όνειρο. Το 1931 εμφανίζεται στην Κωνσταντινούπολη με δικό της θίασο όπου την υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές και οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Η πρώτη και μοναδική της εμφάνιση στον κινηματογράφο έγινε το 1931, όπου πρωταγωνίστησε στη βωβή ταινία του Ιωάννη Λούμου «Στέλλα Βιολάντη, η ψυχή του πόνου», που βασιζόταν στο διήγημα του Γρηγόριου Ξενόπουλου «Στέλλα Βιολάντη».
Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα όμως αυτής της εμφανίσεως δεν την ικανοποίησε και αποφάσισε να αφιερωθεί στο θέατρο. Το 1932 προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο, που είχε εν τω μεταξύ επανασυσταθεί και στο οποίο παρέμεινε μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής της. Έπαιξε πρωταγωνιστικούς ρόλους, που άφησαν εποχή. Στην κριτική του, για την παράσταση του έργου του Πιραντέλο «Να ντύσουμε τους φτωχούς» ο Αχιλλέας Κύρου έγραψε: «Τα χειροκροτήματα ανήκον ιδίως εις την δεσποινίδα Παπαδάκη, η οποία απέδειξε προσόντα αληθώς ανωτέρου ηθοποιού». Για τον ίδιο ρόλο ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης-Νόβας σημείωνε: «Αλλά η δόξα της βραδυάς ήταν η δεσποινίς Παπαδάκη. Σ’ αυτή δεν λέω ότι ημπορεί να είναι υπερήφανη. Υπερήφανοι πρέπει να είμαστε ημείς γι’ αυτήν».
Στην διάρκεια των Δεκεμβριανών, η Ελένη Παπαδάκη συνελήφθη στο σπίτι του φίλου και συναδέλφου της Δημήτρη Μυράτ στα Πατήσια, στις 21 Δεκεμβρίου 1944 από άνδρες του ΕΛΑΣ. Η διαταγή της σύλληψης της δόθηκε από τον Καπετάν Ορέστη, τον 23χρονου αρχηγό της ΟΠΛΑ της περιοχής. Κατηγορήθηκε για φιλογερμανική στάση και ως «φίλη του Ράλλη», δηλαδή του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη. Η πραγματικότητα ήταν ότι οι οικογένειες Ράλλη και Παπαδάκη συνδέονταν με φιλία από τα προπολεμικά χρόνια και η Ελένη Παπαδάκη είχε μεσολαβήσει στον Ράλλη για την απελευθέρωση αντιστασιακών ή Εβραίων καταζητούμενων. Αλλά αυτό άφησε αδιάφορους τους δολοφόνους της. Νωρίτερα και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1944, η Παπαδάκη είχε διαγραφεί από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), που ελεγχόταν από το ΚΚΕ, για δήθεν φιλογερμανική στάση.
Τα μεσάνυχτα άρχισε η ανάκριση της Παπαδάκη από τον καπετάν Ορέστη και τις πρώτες πρωινές ώρες της 22ας Δεκεμβρίου του 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο δικαστήριο του ΕΛΑΣ. Αμέσως μετά μεταφέρθηκε μαζί με άλλους μελλοθάνατους στα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ στο Γαλάτσι. Εκεί δολοφονήθηκε με δύο σφαίρες στον αυχένα από τον εκτελεστή της ΟΠΛΑ Βλάσση Μακαρώνα. Η διαταγή του Ορέστη ήταν να εκτελεστεί με τσεκούρι, αλλά ο Μακαρώνας μάλλον τη λυπήθηκε και προτίμησε ένα πιο «ανώδυνο» τρόπο. Η Παπαδάκη παρέμεινε αγνοούμενη για ένα μήνα.
Το πτώμα της βρέθηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1945, προκαλώντας σοκ στην αθηναϊκή κοινωνία. Η κηδεία ήταν «μεγαλοπρεπεστάτη», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, κι έγινε στις 28 Ιανουαρίου στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση, παρουσία πλήθους κόσμου. Ο τραγικός θάνατος της Παπαδάκη έθεσε πρόωρα τέρμα σε μια λαμπρή καριέρα και θρηνήθηκε ως εθνική απώλεια. Ο Άγγελος Σικελιανός της αφιέρωσε τους στίχους, εν είδει επιγράμματος: «Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε κι όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνη. Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που άξαφνα, κ’ οι εννιά αδελφές εσκύψαν, να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι.»
Ο επίλογος της δολοφονίας της Ελένης Παπαδάκη γράφτηκε με τη συγγνώμη του Γ. Γ. του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη, και την εκτέλεση του Ορέστη ως «πράκτορα της Ιντέλιτζενς Σέρβις». Ο Βλάσσης Μακαρώνας και η ομάδα του συνελήφθησαν από τις αρχές, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.
elkosmos.gr