Οι πρώτοι Ρώσοι ολιγάρχες δημιούργησαν τις περιουσίες τους τη δεκαετία του 1990
Του John Hyatt
Ως απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους επιχειρούν να “στραγγαλίσουν” τις ρωσικές τράπεζες και εταιρείες καθώς και τους Ρώσους ολιγάρχες, με τα θηριώδη γιοτ και τις τεράστιες περιουσίες που...
Ως απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους επιχειρούν να “στραγγαλίσουν” τις ρωσικές τράπεζες και εταιρείες καθώς και τους Ρώσους ολιγάρχες, με τα θηριώδη γιοτ και τις τεράστιες περιουσίες που...
μας έκαναν να διερωτόμαστε: Ποιοι αποκαλούνται ολιγάρχες και πώς πλούτισαν;
Η Ελίζ Τζουλιάνο, λέκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κολούμπια, με αντικείμενο τη μετα-σοβιετική Ρωσία, εξηγεί: “Οι ολιγάρχες είναι εξαιρετικά πλούσιοι επιχειρηματίες με πολιτική και κοινωνική επιρροή. Συχνά συνδέονται προσωπικά με τους κορυφαίους πολιτικούς αξιωματούχους μιας χώρας – όχι, όμως, πάντα”.
Ο κλασικός ορισμός του “ολιγάρχη” ενέχει την πολιτική επιρροή, ωστόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία καταδεικνύει ότι οι περισσότεροι Ρώσοι μεγιστάνες έχουν μικρή –ή μηδαμινή– επιρροή στον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Οι πρώτοι Ρώσοι ολιγάρχες δημιούργησαν τις περιουσίες τους τη δεκαετία του 1990, κατά τη χαοτική περίοδο που ακολούθησε αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, με τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία να μοιράζονται σε ιδιώτες πλειοδότες, συχνά μέσω ύποπτων συμφωνιών. Την εποχή εκείνη –εποχή όπου απελευθερωνόταν η αγορά– εύποροι ή ρισκαδόροι επιχειρηματίες, καθώς και πρώην αξιωματούχοι απέκτησαν μεγάλα μερίδια σε ρωσικές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, μετάλλων και εξόρυξης, σιδηροδρόμων και μεταφορών, γεωργικών προϊόντων και άλλων βασικών βιομηχανικών κλάδων.
Η επόμενη “γενιά” ολιγαρχών έγινε πλούσια αξιοποιώντας τους δεσμούς της με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος κυβερνά τη Ρωσία –είτε ως πρόεδρος είτε ως πρωθυπουργός– από το 2000. Ο Πούτιν μια επιβράβευε και μια “τιμωρούσε” τους ολιγάρχες, αντιμετωπίζοντας τους ίδιους και τις επιχειρήσεις τους ως πιόνια στις πολιτικές του παρτίδες σκάκι. Ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ρωσίας κατά τον επίμαχο χρόνο, συνελήφθη το 2003 για φορολογικά αδικήματα, αφού τάχθηκε υπέρ του πολιτικού αντιπάλου του Πούτιν. Πολλοί από τους σημερινούς ολιγάρχες είναι νυν ή πρώην αξιωματούχοι του Πούτιν. Ο Γιούρι Κοβάλτσουκ, επί πολλά έτη φίλος και σύμβουλος του Ρώσου προέδρου, απέκτησε –χάρη στη σχέση του με τον Πούτιν– μεγάλες συμμετοχές σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες τηλεπικοινωνιών.
Μπορεί ο βαθμός της “στενής” σχέσης του κάθε ολιγάρχη με τον Πούτιν να διαφέρει, όλοι ανεξαιρέτως όμως βασίζονται στην προστασία που αυτούς τούς παρέχει. “Η δομή της ρωσικής οικονομίας επιβάλλει σε μια σειρά από καταστάσεις να εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος”, σημειώνει ο Μπράιαν Τέιλορ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Syracuse. Οι ολιγάρχες “δεν είναι αυτόνομοι, οικονομικοί παράγοντες που μπορούν να αντισταθούν στην κρατική αρχή ή –έστω– να της αντιμιλήσουν”.
Η “σπορά” της ρωσικής ολιγαρχίας έπεσε στο έδαφος της νεοσύστατης Ομοσπονδίας κατά την τριετία 1992-1994, την εποχή των ιδιωτικοποιήσεων μέσω κουπονιών. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, οι μετοχές περίπου 15.000 κρατικών επιχειρήσεων πέρασαν στα χέρια ιδιωτών. Στόχος ήταν –θεωρητικά– να αγοράσει ο μέσος Ρώσος πολίτης μετοχές. Στην πράξη, οι επιχειρηματίες με τις σωστές διασυνδέσεις απέκτησαν πακέτα κουπονιών, που ισοδυναμούσαν με μεγάλες ή πλειοψηφικές συμμετοχές σε επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το 1999, με το πρόγραμμα αυτό τα 2/3 των μετοχών που περιήλθαν στην κατοχή ιδιωτών κατέληξαν σε συνεργάτες και στελέχη “εκ των έσω”.
Το 1995, το πρόγραμμα “δάνειο αντί μετοχών” που εφάρμοσε ο Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν “γέννησε” μερικούς από τους πλουσιότερους ολιγάρχες της Ρωσίας. Σε αντάλλαγμα για τη δανειοδότηση της –φορτωμένης με ελλείμματα– ρωσικής κυβέρνησης και για τη χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας του Γέλτσιν για μια νέα θητεία, ορισμένοι πλούσιοι επιχειρηματίες έλαβαν μετοχές σε 12 κρατικές εταιρείες ενέργειας και εξόρυξης με τη μορφή “μισθώσεων”. Οι μισθώσεις θα μετατρέπονταν σε ιδιοκτησία, εφόσον ο Γέλτσιν κέρδιζε την εκλογική μάχη.
“Εάν ο κομμουνιστής Γκενάντι Ζιουγκάνοφ έβγαινε νικητής από τις κάλπες του 1996, όλοι ανέμεναν ότι –αναλαμβάνοντας την εξουσία– θα κρατικοποιούσε αυτές τις εταιρείες και θα έπαιρνε πίσω τις μετοχές που είχαν δοθεί”, επισημαίνει ο Ντάνιελ Τρέισμαν, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, ειδικός σε θέματα πολιτικής στη μετα-σοβιετική Ρωσία.
Με την επικράτηση του Γέλτσιν, ο Βλαντίμιρ Ποτάνιν –από τους αρχιτέκτονες της συμφωνίας με τον Ρώσο ηγέτη– απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της Norilsk Nickel, του μεγαλύτερου παραγωγού διυλισμένου νικελίου στον κόσμο. Άλλοι δικαιούχοι ήταν ο Χοντορκόφσκι και ο Ρομάν Αμπράμοβιτς, οι οποίοι μπήκαν δυνατά και στην αγορά πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η χρηματοπιστωτική κρίση της Ρωσίας το 1998 ήταν ένα προσωρινό “πισωγύρισμα” για τους ολιγάρχες. Τη δεκαετία του 2000 αναδείχθηκαν δεκάδες νέοι μεγιστάνες χάρη στην άνοδο της τιμής των εμπορεύματα και την οικονομική ενσωμάτωση της Ρωσίας στη Δύση. Το 2001, η Ρωσία απαριθμούσε 8 δισεκατομμυριούχους με συνολική αξία 12,4 δισ. δολάρια. Δέκα χρόνια μετά, το Forbes εντόπιζε 101 δισεκατομμυριούχους που συνολικά άξιζαν 432,7 δισ. δολάρια.
Οι ολιγάρχες δεν άργησαν να καταλάβουν πως τα πλούτη τους εξαρτιόνταν από την υπακοή στον Πούτιν. Το παράδειγμα του Χοντορκόφσκι, ο οποίος πέρασε δέκα χρόνια στη φυλακή, ήταν χαρακτηριστικό. Ένας άλλος ολιγάρχης, ο Μπόρις Μπερεζόφσκι, ο οποίος ευδοκίμησε επί Γέλτσιν άλλα κατέκρινε τον Πούτιν, πούλησε τις μετοχές που είχε σε ρωσικά ΜΜΕ και αυτοεξορίστηκε.
Οι ολιγάρχες πήραν το μήνυμα. Τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα έπρεπε να ταυτίζονται με τα πολιτικά συμφέροντα του Πούτιν.
“Αν ήσασταν Ρώσος ολιγάρχης εκείνη την εποχή και ανοίγατε το CNN και βλέπατε έναν τύπο πολύ πιο πλούσιο, πολύ πιο έξυπνο και πολύ πιο ισχυρό από εσάς να κάθεται σε ένα κλουβί, πώς θα αντιδρούσατε;” διερωτάται ο Μπιλ Μπράουντερ, Αμερικανός επενδυτές που έζησε στη μετα-σοβιετική Ρωσία. “Έτσι, ένας – ένας, πήγαν στον Πούτιν και του είπαν: “Τι πρέπει να κάνουμε για να μην μπούμε σε εκείνο το κλουβί;””.
Κάποιοι ολιγάρχες έπρεπε να πωλήσουν τις εταιρείες τους στην κυβέρνηση. Ο Ρομάν Αμπράμοβιτς πούλησε το μερίδιό του στην εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου Sibneft στην κρατική Gazprom το 2005. Ο Μιχαήλ Φρίντμαν και ο Βίκτορ Βέξελμπεργκ, οι οποίοι πλούτισαν κυρίως χάρη στην εξαγορά της κρατικής Tyumen Oil το 1997, πούλησαν την εταιρεία τους στη Rosneft –ενεργειακό όμιλο ιδιοκτησίας Κρεμλίνου– το 2013.
Καθώς ο Πούτιν εδραιώθηκε στην εξουσία και πέρασε υπό κρατικό έλεγχο και άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, εμφανίστηκε μια νέα γενιά ολιγαρχών: οι “σιλοβάρχες” [silovarchs]. Ο όρος, επινοήθηκε από τον Τρεισμαν, και πρόκειται για σύνθετη λέξη από το “siloviki” και “ολιγάρχης”: τη ρωσική λέξη για τη στρατιωτική ελίτ και εν γένει την ελίτ των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας. Πολλοί “σιλοβάρχες” γνωρίζουν προσωπικά τον Πούτιν από την εποχή που ο ίδιος ήταν στην KGB, ή από την εποχή που ήταν προϊστάμενός τους στην Αγία Πετρούπολη κατά την πρώιμη μετα-σοβιετική πολιτική του καριέρα.
Η Ελίζ Τζουλιάνο, λέκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κολούμπια, με αντικείμενο τη μετα-σοβιετική Ρωσία, εξηγεί: “Οι ολιγάρχες είναι εξαιρετικά πλούσιοι επιχειρηματίες με πολιτική και κοινωνική επιρροή. Συχνά συνδέονται προσωπικά με τους κορυφαίους πολιτικούς αξιωματούχους μιας χώρας – όχι, όμως, πάντα”.
Ο κλασικός ορισμός του “ολιγάρχη” ενέχει την πολιτική επιρροή, ωστόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία καταδεικνύει ότι οι περισσότεροι Ρώσοι μεγιστάνες έχουν μικρή –ή μηδαμινή– επιρροή στον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Οι πρώτοι Ρώσοι ολιγάρχες δημιούργησαν τις περιουσίες τους τη δεκαετία του 1990, κατά τη χαοτική περίοδο που ακολούθησε αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, με τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία να μοιράζονται σε ιδιώτες πλειοδότες, συχνά μέσω ύποπτων συμφωνιών. Την εποχή εκείνη –εποχή όπου απελευθερωνόταν η αγορά– εύποροι ή ρισκαδόροι επιχειρηματίες, καθώς και πρώην αξιωματούχοι απέκτησαν μεγάλα μερίδια σε ρωσικές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, μετάλλων και εξόρυξης, σιδηροδρόμων και μεταφορών, γεωργικών προϊόντων και άλλων βασικών βιομηχανικών κλάδων.
Η επόμενη “γενιά” ολιγαρχών έγινε πλούσια αξιοποιώντας τους δεσμούς της με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος κυβερνά τη Ρωσία –είτε ως πρόεδρος είτε ως πρωθυπουργός– από το 2000. Ο Πούτιν μια επιβράβευε και μια “τιμωρούσε” τους ολιγάρχες, αντιμετωπίζοντας τους ίδιους και τις επιχειρήσεις τους ως πιόνια στις πολιτικές του παρτίδες σκάκι. Ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ρωσίας κατά τον επίμαχο χρόνο, συνελήφθη το 2003 για φορολογικά αδικήματα, αφού τάχθηκε υπέρ του πολιτικού αντιπάλου του Πούτιν. Πολλοί από τους σημερινούς ολιγάρχες είναι νυν ή πρώην αξιωματούχοι του Πούτιν. Ο Γιούρι Κοβάλτσουκ, επί πολλά έτη φίλος και σύμβουλος του Ρώσου προέδρου, απέκτησε –χάρη στη σχέση του με τον Πούτιν– μεγάλες συμμετοχές σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες τηλεπικοινωνιών.
Μπορεί ο βαθμός της “στενής” σχέσης του κάθε ολιγάρχη με τον Πούτιν να διαφέρει, όλοι ανεξαιρέτως όμως βασίζονται στην προστασία που αυτούς τούς παρέχει. “Η δομή της ρωσικής οικονομίας επιβάλλει σε μια σειρά από καταστάσεις να εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος”, σημειώνει ο Μπράιαν Τέιλορ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Syracuse. Οι ολιγάρχες “δεν είναι αυτόνομοι, οικονομικοί παράγοντες που μπορούν να αντισταθούν στην κρατική αρχή ή –έστω– να της αντιμιλήσουν”.
Η “σπορά” της ρωσικής ολιγαρχίας έπεσε στο έδαφος της νεοσύστατης Ομοσπονδίας κατά την τριετία 1992-1994, την εποχή των ιδιωτικοποιήσεων μέσω κουπονιών. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, οι μετοχές περίπου 15.000 κρατικών επιχειρήσεων πέρασαν στα χέρια ιδιωτών. Στόχος ήταν –θεωρητικά– να αγοράσει ο μέσος Ρώσος πολίτης μετοχές. Στην πράξη, οι επιχειρηματίες με τις σωστές διασυνδέσεις απέκτησαν πακέτα κουπονιών, που ισοδυναμούσαν με μεγάλες ή πλειοψηφικές συμμετοχές σε επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το 1999, με το πρόγραμμα αυτό τα 2/3 των μετοχών που περιήλθαν στην κατοχή ιδιωτών κατέληξαν σε συνεργάτες και στελέχη “εκ των έσω”.
Το 1995, το πρόγραμμα “δάνειο αντί μετοχών” που εφάρμοσε ο Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν “γέννησε” μερικούς από τους πλουσιότερους ολιγάρχες της Ρωσίας. Σε αντάλλαγμα για τη δανειοδότηση της –φορτωμένης με ελλείμματα– ρωσικής κυβέρνησης και για τη χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας του Γέλτσιν για μια νέα θητεία, ορισμένοι πλούσιοι επιχειρηματίες έλαβαν μετοχές σε 12 κρατικές εταιρείες ενέργειας και εξόρυξης με τη μορφή “μισθώσεων”. Οι μισθώσεις θα μετατρέπονταν σε ιδιοκτησία, εφόσον ο Γέλτσιν κέρδιζε την εκλογική μάχη.
“Εάν ο κομμουνιστής Γκενάντι Ζιουγκάνοφ έβγαινε νικητής από τις κάλπες του 1996, όλοι ανέμεναν ότι –αναλαμβάνοντας την εξουσία– θα κρατικοποιούσε αυτές τις εταιρείες και θα έπαιρνε πίσω τις μετοχές που είχαν δοθεί”, επισημαίνει ο Ντάνιελ Τρέισμαν, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, ειδικός σε θέματα πολιτικής στη μετα-σοβιετική Ρωσία.
Με την επικράτηση του Γέλτσιν, ο Βλαντίμιρ Ποτάνιν –από τους αρχιτέκτονες της συμφωνίας με τον Ρώσο ηγέτη– απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της Norilsk Nickel, του μεγαλύτερου παραγωγού διυλισμένου νικελίου στον κόσμο. Άλλοι δικαιούχοι ήταν ο Χοντορκόφσκι και ο Ρομάν Αμπράμοβιτς, οι οποίοι μπήκαν δυνατά και στην αγορά πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η χρηματοπιστωτική κρίση της Ρωσίας το 1998 ήταν ένα προσωρινό “πισωγύρισμα” για τους ολιγάρχες. Τη δεκαετία του 2000 αναδείχθηκαν δεκάδες νέοι μεγιστάνες χάρη στην άνοδο της τιμής των εμπορεύματα και την οικονομική ενσωμάτωση της Ρωσίας στη Δύση. Το 2001, η Ρωσία απαριθμούσε 8 δισεκατομμυριούχους με συνολική αξία 12,4 δισ. δολάρια. Δέκα χρόνια μετά, το Forbes εντόπιζε 101 δισεκατομμυριούχους που συνολικά άξιζαν 432,7 δισ. δολάρια.
Οι ολιγάρχες δεν άργησαν να καταλάβουν πως τα πλούτη τους εξαρτιόνταν από την υπακοή στον Πούτιν. Το παράδειγμα του Χοντορκόφσκι, ο οποίος πέρασε δέκα χρόνια στη φυλακή, ήταν χαρακτηριστικό. Ένας άλλος ολιγάρχης, ο Μπόρις Μπερεζόφσκι, ο οποίος ευδοκίμησε επί Γέλτσιν άλλα κατέκρινε τον Πούτιν, πούλησε τις μετοχές που είχε σε ρωσικά ΜΜΕ και αυτοεξορίστηκε.
Οι ολιγάρχες πήραν το μήνυμα. Τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα έπρεπε να ταυτίζονται με τα πολιτικά συμφέροντα του Πούτιν.
“Αν ήσασταν Ρώσος ολιγάρχης εκείνη την εποχή και ανοίγατε το CNN και βλέπατε έναν τύπο πολύ πιο πλούσιο, πολύ πιο έξυπνο και πολύ πιο ισχυρό από εσάς να κάθεται σε ένα κλουβί, πώς θα αντιδρούσατε;” διερωτάται ο Μπιλ Μπράουντερ, Αμερικανός επενδυτές που έζησε στη μετα-σοβιετική Ρωσία. “Έτσι, ένας – ένας, πήγαν στον Πούτιν και του είπαν: “Τι πρέπει να κάνουμε για να μην μπούμε σε εκείνο το κλουβί;””.
Κάποιοι ολιγάρχες έπρεπε να πωλήσουν τις εταιρείες τους στην κυβέρνηση. Ο Ρομάν Αμπράμοβιτς πούλησε το μερίδιό του στην εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου Sibneft στην κρατική Gazprom το 2005. Ο Μιχαήλ Φρίντμαν και ο Βίκτορ Βέξελμπεργκ, οι οποίοι πλούτισαν κυρίως χάρη στην εξαγορά της κρατικής Tyumen Oil το 1997, πούλησαν την εταιρεία τους στη Rosneft –ενεργειακό όμιλο ιδιοκτησίας Κρεμλίνου– το 2013.
Καθώς ο Πούτιν εδραιώθηκε στην εξουσία και πέρασε υπό κρατικό έλεγχο και άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, εμφανίστηκε μια νέα γενιά ολιγαρχών: οι “σιλοβάρχες” [silovarchs]. Ο όρος, επινοήθηκε από τον Τρεισμαν, και πρόκειται για σύνθετη λέξη από το “siloviki” και “ολιγάρχης”: τη ρωσική λέξη για τη στρατιωτική ελίτ και εν γένει την ελίτ των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας. Πολλοί “σιλοβάρχες” γνωρίζουν προσωπικά τον Πούτιν από την εποχή που ο ίδιος ήταν στην KGB, ή από την εποχή που ήταν προϊστάμενός τους στην Αγία Πετρούπολη κατά την πρώιμη μετα-σοβιετική πολιτική του καριέρα.
“Οι σιλοβάρχες είναι επιχειρηματικές ελίτ που έχουν αξιοποιήσει τα δίκτυά τους στην FSB (Ρωσική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας) ή στον στρατό για να συγκεντρώσουν τεράστιο προσωπικό πλούτο”, έγραψε ο Stanislav Markus, καθηγητής Διεθνών Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνα. “Από το 2003, οι φίλοι του Πούτιν και οι σιλοβάρχες ανέβηκαν σταθερά στην κλίμακα της πελατειακής οικονομίας και κατέλαβαν σημαντικά πόστα στην εκτελεστική εξουσία”. Οι σιλοβάρχες “εκπροσωπούνται δυσανάλογα στα Διοικητικά Συμβούλια των λεγόμενων κρατικών εταιρειών και συχνά κατέχουν μεγάλα ποσοστά σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους όπου η κερδοφορία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την κυβερνητική εύνοια”, πρόσθεσε ο ίδιος.
Οι ολιγάρχες βλέπουν να ορθώνεται μπροστά τους ένα ζοφερό μέλλον, καθώς η Δύση επιβάλλει αντίποινα στη Ρωσία του Πούτιν. Από τις 14 Μαρτίου, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους έχουν επιβάλει προσωπικές κυρώσεις σε 20 εξ αυτών. Φαίνεται πως πλέον δεν έχει σημασία με ποιο στρατόπεδο τάσσονται: με τη Ρωσία ή την Ουκρανία. Οι ολιγάρχες που πούλησαν τα ρωσικά περιουσιακά τους στοιχεία και μετέφεραν τις συμμετοχές τους στη Δύση σπεύδουν να αποστασιοποιηθούν από τον Πούτιν και το καθεστώς του. Ούτως ή άλλως σε πολλούς από αυτούς ήδη έχουν επιβληθεί κυρώσεις. Οι σιλοβάρχες –και όσοι έχουν στη κατοχή τους ρωσικά περιουσιακά στοιχεία– δεν έχουν προστατευθεί από τον Πούτιν. Αντιθέτως, βλέπουν τις περιουσίες τους να συρρικνώνονται, ακολουθώντας την πορεία των ρωσικών αγορών που καταρρέουν.
Πηγή: Forbes
Οι ολιγάρχες βλέπουν να ορθώνεται μπροστά τους ένα ζοφερό μέλλον, καθώς η Δύση επιβάλλει αντίποινα στη Ρωσία του Πούτιν. Από τις 14 Μαρτίου, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους έχουν επιβάλει προσωπικές κυρώσεις σε 20 εξ αυτών. Φαίνεται πως πλέον δεν έχει σημασία με ποιο στρατόπεδο τάσσονται: με τη Ρωσία ή την Ουκρανία. Οι ολιγάρχες που πούλησαν τα ρωσικά περιουσιακά τους στοιχεία και μετέφεραν τις συμμετοχές τους στη Δύση σπεύδουν να αποστασιοποιηθούν από τον Πούτιν και το καθεστώς του. Ούτως ή άλλως σε πολλούς από αυτούς ήδη έχουν επιβληθεί κυρώσεις. Οι σιλοβάρχες –και όσοι έχουν στη κατοχή τους ρωσικά περιουσιακά στοιχεία– δεν έχουν προστατευθεί από τον Πούτιν. Αντιθέτως, βλέπουν τις περιουσίες τους να συρρικνώνονται, ακολουθώντας την πορεία των ρωσικών αγορών που καταρρέουν.
Πηγή: Forbes