Γεννηματάς Παναγιώτης
Οι σχέσεις της γεωφυσικής επικράτειας που ονομάζεται Ουκρανία με την υπερκείμενη ευρασιατική περιοχή που αποτελεί τον κύριο όγκο της Ρωσίας διατελούν για πάνω από χίλια χρόνια σε μια συνεχή ένταση. Στην εποχή μας, η...
Δύση χρησιμοποιεί την Ουκρανία. Στόχος της είναι η ανατροπή του Πούτιν, ώστε να καταστεί δυνατή η είσοδος του δυτικού κεφαλαίου στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ρωσίας.
Η πόλη του Κιέβου έχει αποτελέσει από τον 9ο μ.Χ. αιώνα την πρώτη πρωτεύουσα της σλαβικής εθνότητας που οι Βυζαντινοί εγνώρισαν με την ονομασία Ρως. Η Ρωσία του Κιέβου ίσχυσε ως πρώτη ρωσική πολιτική ενότητα μέχρι το 1240, όταν η πόλη κατεστράφη από τους Μογγόλους. Από τότε το εθνικό κέντρο των Ρωσοβαράγγων μετακινήθηκε βορειότερα, στο Νοβγκορόντ πρώτα (1300-1480), μέχρις ότου ο Ιβάν ο Γ’ ο Τρομερός εκδιώξει τους Τατάρους από την καρδιά του ρωσικού χώρου και ανακηρύξει το 1480 τη Μόσχα –πρωτεύουσα ως τότε του Μεγάλου Δουκάτου της Μόσχας– ως πρωτεύουσα του διευρυμένου βασιλείου του.
Στο μεταξύ διάστημα ο ουκρανικός γεωφυσικός και γεωπολιτικός χώρος, πανάρχαιος διάδρομος διέλευσης φύλων κινούμενων από την κεντρική Ασία προς την Ευρώπη, είχε καταστεί διεκδικήσιμο έδαφος πολλών γειτονικών και διερχόμενων εθνοτήτων (Χαζάρων, Ρώσων, Τατάρων, Μογγόλων, Τούρκων), κατάλοιπα των οποίων διασώζονται ως σήμερα στην ευρεία εθνοφυλετική φασμάτωση του ουκρανικού νεοεθνικού μείγματος.
Η Ουκρανία αποτελούσε μέχρι το 1917 μέρος της μεγάλης Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η αδιαφανής γενναιοδωρία του Λένιν προς τις εθνότητες την αυτονόμησε ως ανεξάρτητη Λαϊκή Δημοκρατία, για να την επανεντάξει στην μεγάλη σοβιετική αυτοκρατορία με τα ιδεολογικά δεσμά της κομμουνιστικής κομματικής ενότητας, η οποία συνέδεε τις επί μέρους ομόσπονδες Δημοκρατίες στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ένωσης.
Η πόλη του Κιέβου έχει αποτελέσει από τον 9ο μ.Χ. αιώνα την πρώτη πρωτεύουσα της σλαβικής εθνότητας που οι Βυζαντινοί εγνώρισαν με την ονομασία Ρως. Η Ρωσία του Κιέβου ίσχυσε ως πρώτη ρωσική πολιτική ενότητα μέχρι το 1240, όταν η πόλη κατεστράφη από τους Μογγόλους. Από τότε το εθνικό κέντρο των Ρωσοβαράγγων μετακινήθηκε βορειότερα, στο Νοβγκορόντ πρώτα (1300-1480), μέχρις ότου ο Ιβάν ο Γ’ ο Τρομερός εκδιώξει τους Τατάρους από την καρδιά του ρωσικού χώρου και ανακηρύξει το 1480 τη Μόσχα –πρωτεύουσα ως τότε του Μεγάλου Δουκάτου της Μόσχας– ως πρωτεύουσα του διευρυμένου βασιλείου του.
Στο μεταξύ διάστημα ο ουκρανικός γεωφυσικός και γεωπολιτικός χώρος, πανάρχαιος διάδρομος διέλευσης φύλων κινούμενων από την κεντρική Ασία προς την Ευρώπη, είχε καταστεί διεκδικήσιμο έδαφος πολλών γειτονικών και διερχόμενων εθνοτήτων (Χαζάρων, Ρώσων, Τατάρων, Μογγόλων, Τούρκων), κατάλοιπα των οποίων διασώζονται ως σήμερα στην ευρεία εθνοφυλετική φασμάτωση του ουκρανικού νεοεθνικού μείγματος.
Η Ουκρανία αποτελούσε μέχρι το 1917 μέρος της μεγάλης Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η αδιαφανής γενναιοδωρία του Λένιν προς τις εθνότητες την αυτονόμησε ως ανεξάρτητη Λαϊκή Δημοκρατία, για να την επανεντάξει στην μεγάλη σοβιετική αυτοκρατορία με τα ιδεολογικά δεσμά της κομμουνιστικής κομματικής ενότητας, η οποία συνέδεε τις επί μέρους ομόσπονδες Δημοκρατίες στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ένωσης.
Ρωσία και πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες
Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το καλοκαίρι του 1991 η Ουκρανία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη, παράλληλα με την ανεξαρτητοποίηση των άλλων ομόσπονδων Δημοκρατιών που χειραφετήθηκαν πολιτικά από τον κεντρικό έλεγχο της Μόσχας. Από τότε οι σχέσεις όλων των ανεξαρτήτων πρώην ομόσπονδων Δημοκρατιών διατελούν σε μια κυμαινόμενη ένταση σχέσεων προς την Ρωσία. Ο βαθμός έντασης αυτών των πολιτικοοικονομικών σχέσεων εξαρτάται από τις αποκεντρωτικές (ενδογενείς-εξωγενείς) επιρροές που υφίστανται τα νέα ανεξάρτητα πλέον κράτη και από τη στρατηγική βούληση της Μόσχας που εννοεί να τα διατηρεί υπό έντονη γεωοικονομική και γεωπολιτική εξάρτηση.
Με το τέλος της δεκαετίας του 1990 έκλεισε ο φαύλος (κυριολεκτικά) κύκλος της ατελούς μετάβασης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης σε καθεστώς ανοιχτής αγοράς και φιλελεύθερης δημοκρατίας δυτικού τύπου. Η αποτυχία του Μπόρις Γιέλτσιν να συνδυάσει τον εσωτερικό εκσυγχρονισμό του πρώην κομμουνιστικού συστήματος με μια ισορροπημένη σχέση με τη Δύση σε θέματα οικονομίας και ασφάλειας, οδήγησε τη Ρωσία σε μια ανασυγκρότηση των επιζώντων στοιχείων του παλαιού κομμουνιστικού καθεστώτος σε μια προκομμουνιστική εθνική σύνθεση. Η ανασύνθεση αυτή πήρε τη μορφή μιας εθνικιστικά οχυρωμένης προστατευτικής οικονομίας με περιορισμένες επιλεκτικές ανταλλαγές με τη Δύση.
Κατά την περίοδο της ταραχώδους προεδρίας Γιέλτσιν (1991-1999), η μετάβαση της ρωσικής οικονομίας σε καθεστώς αγοράς προσέλαβε τη μορφή της διανομής των ερειπωμένων οικονομικών ιματίων της σοβιετικής οικονομίας από μια κλειστή ομάδα πρώην λειτουργών του παλαιού καθεστώτος. Αυτοί επωφελήθησαν έντεχνα και προνομιακά από την κλειστή διαδικασία “ιδιωτικοποίησης” που επεχείρησε η ομάδα του μέθυσου προέδρου.
Το συμβόλαιο Πούτιν-ολιγαρχών
Η νέα κάστα επικαρπωτών-“ολιγαρχών” που ιδιοποιήθηκαν τα ιμάτια της σοβιετικής οικονομίας και διαμοιράστηκαν τον αναξιοποίητο από το προηγούμενο “σοσιαλιστικό καθεστώς” άφθονο πλούτο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, συνέπραξε πολιτικά με έναν εκ των ευνοουμένων του προέδρου Γιέλτσιν, τον Βλαδίμηρο Πούτιν. Ο Πούτιν κατά το 1999 κατείχε το αξίωμα του αναπληρωτή πρωθυπουργού της Ρωσίας, με πρωθυπουργό τον ιεραρχικά προηγούμενο στην πολιτική επετηρίδα Γεβγένι Πριμακώφ (1929-2015).
Ο πολιτικός συμβιβασμός νεοολιγαρχών-Πούτιν, που σταθεροποιήθηκε ικανοποιητικά το 2004, μετά από μια σκληρή εσωτερική εκκαθάριση πολιτικοοικονομικών λογαριασμών, επέφερε την αναδιατύπωση της πολιτικής συναίνεσης του 1999, η οποία εξαρχής είχε οργανωθεί γύρω από τον θεμελιακό και συμπληρωματικό άξονα της θωράκισης των κεκτημένων των νεοολιγαρχών απέναντι στη βουλιμία του καιροφυλακτούντος δυτικού κεφαλαίου, Το αντάλλαγμα είναι η πλήρης πολιτική στήριξη στην αυταρχική συγκεντρωτική πολιτική εξουσία με κέντρο τον Πούτιν.
Η πολιτική αυτή ομερτά διαρκεί σταθερά μέχρι σήμερα, κρατώντας τη ρωσική οικονομία μακρυά από τους ανέμους της παγκοσμιοποίησης, που από το 1995 σαρώνουν ανεξέλεγκτα την παγκόσμια οικονομία. Από τη συγκεκριμένη πολιτική εικόνα απουσιάζει εμφανώς η ενεργός λαϊκή παρουσία και ο συμφυής προς αυτήν πολιτικός προσανατολισμός του καθεστώτος στην κατεύθυνση αύξουσας ικανοποίησης των λαϊκών βιοτικών αναγκών. Τουλάχιστον με τα κριτήρια που αντιστοιχούν στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες.
Η Δύση θέλει ανατροπή του Πούτιν
Η κατάρρευση, λοιπόν, της σοβιετικής αυτοκρατορίας κατέληξε σε ένα κλειστό εθνικιστικό καθεστώς προστατευόμενης οικονομίας, αποστειρωμένης από τους κινδύνους κεφαλαιακής αλλοτρίωσης που συνεπάγεται η παγκοσμιοποίηση, αλλά και χωρίς τα συνδεόμενα με αυτή κοινωνικοπολιτικά ευεργετήματα για τους λαούς. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί από το 1999 κάρφος στους οφθαλμούς των δυτικών οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων και γι’ αυτό επιδιώκουν την ανατροπή του Πούτιν.
Το απαραβίαστο της ρωσικής οικονομίας και ο ισχυρός εθνικός έλεγχος επί των απέραντων πλουτοπαραγωγικών πόρων της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας συνιστά για τις ηγετικές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης μια τεράστια πολιτική και οικονομική αποτυχία, όχι ολιγότερον ίσως οδυνηρή από την επανάσταση του 1917. Οι ελπίδες οικονομικής λεηλασίας του ως τότε αποκλεισμένου σοβιετικού οικονομικού χώρου, τις οποίες εξέθρεψε η ελπιδοφόρα περίοδος Γκορμπατσώφ (1984-1991) και εν συνεχεία η περίοδος Γιέλτσιν (1991-1999), διαψεύστηκαν απογοητευτικά.
Η στρατηγική Ρήγκαν για την παραβίαση του σοβιετικού οχυρού, η οποία, με την κατάρρευση του σοσιαλιστικού καθεστώτος, θα προσέδιδε άπειρο νέο ζωτικό οικονομικό χώρο στα δυτικά καπιταλιστικά συμφέροντα, δεν στέφτηκε με την προσδοκώμενη επιτυχία. Εύλογο επομένως έκτοτε τα επιτελεία του δυτικού καπιταλισμού να απεργάζονται συνεχείς απόπειρες διάβρωσης και υπονόμευσης της μονολιθικότητας που παρουσιάζει η ρωσική εκτροπή από τους ρυθμούς της παγκοσμιοποίησης, η οποία έχει καθυποτάξει όλο τον πλανήτη. Γι’ αυτό και στόχος; τους είναι η ανατροπή του Πούτιν, ο οποίος είναι ο αδιαπραγμάτευτος εγγυητής της στρατηγικής που θέλει τη Ρωσία προστατευμένη από τους ανέμους της παγκοσμιοποίησης.
Δυτική υπονόμευση μέσω Ουκρανίας
Στις υποχθόνιες δυτικές μεθοδεύσεις, η κοινωνικοπολιτικά περισσότερο εύθραυστη πολυεθνική Ουκρανία έχει αποτελέσει από το 1991 το μαλακό υπογάστριο της περίκλειστης ρωσικής οικονομικής και πολιτικής άμυνας. Η δυτική, όμως, στρατηγική δεν έχει κατορθώσει μέχρι στιγμής να διανοίξει σταθεροποιημένους διαδρόμους αποφασιστικής πολιτικής διείσδυσης, ούτε πολύ περισσότερο να κάνει βήμα για την ανατροπή του Πούτιν. Στις επιδιώξεις αυτές που εμπνέονται περισσότερο από υπερατλαντικές και ολιγότερον από ευρωπαϊκές προσβλέψεις, σοβαρό μέχρι σήμερα ανασχετικό παράγοντα έχει αποτελέσει η μακροχρόνια πολιτική παρουσία της Άνγκελα Μέρκελ.
Η αυξημένη ευαισθητοποίησή της στα ανατολικά συμφέροντα της χώρας της, όπως και ο άψογος πολιτικός της συντονισμός με τον προκάτοχό της καγκελάριο Γκέρχαντ Σρέντερ σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα ενεργειακής ασφάλειας της Γερμανίας, είχαν δυσχεράνει μέχρι πρότινος την αποτελεσματική ανάπτυξη των υπερατλαντικών πολιτικών σχεδιασμών. Η αλλαγή κυβέρνησης στη Γερμανία φαινομενικά άνοιξε μια χαραμάδα στενότερης ευρωατλαντικής συνεργασίας σε θέματα “ανατολικής” πολιτικής.
Υπό το φως των μακροπολιτικών αυτών ιχνογραφήσεων αντιλαμβάνεται ίσως κανείς ευκολότερα το απώτερο νόημα της ασύμμετρης πολεμικής παρέμβασης που έχει αποτολμήσει ο πρόεδρος Πούτιν στην Ουκρανία. Είναι σαφές ότι η στρατιωτική εισβολή σε χώρο, που η Ρωσία θεωρεί εκ προοιμίου εθνικό ζωτικό της χώρο, επιδιώκει γεωστρατηγικές διευθετήσεις συνόρων και εγγυήσεων ασφαλείας που συρρικνώνουν το περιθώριο των εν δυνάμει δυτικών παρεμβάσεων στο εσωτερικό της Ουκρανίας. Επιπλέον, επιδιώκει την ενίσχυση εγγυήσεων για αποτροπή απειλών που “τεχνικά” ανησυχούν τη ρωσική εθνική ασφάλεια. Στο εύρος αυτών των διευθετήσεων συγκεντρώνεται το ενδιαφέρον έκβασης αυτής της από καιρό αναμενόμενης και προαγγελμένης πολεμικής εμπλοκής.
Η αυξημένη ευαισθητοποίησή της στα ανατολικά συμφέροντα της χώρας της, όπως και ο άψογος πολιτικός της συντονισμός με τον προκάτοχό της καγκελάριο Γκέρχαντ Σρέντερ σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα ενεργειακής ασφάλειας της Γερμανίας, είχαν δυσχεράνει μέχρι πρότινος την αποτελεσματική ανάπτυξη των υπερατλαντικών πολιτικών σχεδιασμών. Η αλλαγή κυβέρνησης στη Γερμανία φαινομενικά άνοιξε μια χαραμάδα στενότερης ευρωατλαντικής συνεργασίας σε θέματα “ανατολικής” πολιτικής.
Υπό το φως των μακροπολιτικών αυτών ιχνογραφήσεων αντιλαμβάνεται ίσως κανείς ευκολότερα το απώτερο νόημα της ασύμμετρης πολεμικής παρέμβασης που έχει αποτολμήσει ο πρόεδρος Πούτιν στην Ουκρανία. Είναι σαφές ότι η στρατιωτική εισβολή σε χώρο, που η Ρωσία θεωρεί εκ προοιμίου εθνικό ζωτικό της χώρο, επιδιώκει γεωστρατηγικές διευθετήσεις συνόρων και εγγυήσεων ασφαλείας που συρρικνώνουν το περιθώριο των εν δυνάμει δυτικών παρεμβάσεων στο εσωτερικό της Ουκρανίας. Επιπλέον, επιδιώκει την ενίσχυση εγγυήσεων για αποτροπή απειλών που “τεχνικά” ανησυχούν τη ρωσική εθνική ασφάλεια. Στο εύρος αυτών των διευθετήσεων συγκεντρώνεται το ενδιαφέρον έκβασης αυτής της από καιρό αναμενόμενης και προαγγελμένης πολεμικής εμπλοκής.
slpress.gr