Μια απλή ορθογώνια κόκκινη σκέτη παλιόταβλα, με διαστάσεις τρία μέτρα ύψος και πλάτος δύο. Φαίνεται ότι η είσοδος στην κόλαση δεν ήταν τόσο πλατιά όσο την περιγράφουν οι «γραφές». Συνήθως με κιμωλία ήταν γραμμένη πάνω της «Βλέπε και Φεύγα!…»...
Ακριβώς...
από την έξω πλευρά στεκόταν ένας χωροφύλακας. Ο φρουρός του Άδη; Ίσως αν λάβει κάποιος υπόψη του πως πολλοί αποκαλούσαν το συγκεκριμένο σημείο, είσοδος στον Άδη! Ο ένστολος επέβλεπε εκ του προχείρου, μην τυχόν και εισέλθει στο Βασίλειο, κάποιος ανήλικος, κάποιος που δεν έπρεπε να μπει. Από την είσοδο αυτή έμπαινες στην πόλη της αμαρτίας. Μια σχεδόν πόλη περιτοιχισμένη, που μέσα της ζούσαν εκατόν πενήντα και βάλε ανώνυμα σώματα. Δεν είχαν σημασία επίθετα και ονόματα, ήταν ιερόδουλες. Ο ασβεστωμένος φράχτης χώριζε την κοινωνία των ζωντανών από τα θανατηφόρα αφροδίσια νοσήματα και την ανηθικότητα. Όταν κάποιος εισερχόταν στα Βούρλα τη\ δεκαετία του ’20 και σχεδόν του ’30 έμπαινε στο Βασίλειο της τσατσάς Ντουντού! Η αποκαλούμενη «Δράκαινα των Βούρλων». Χοντρή, ογκώδης, αχανής, λιγομίλητη, σχεδόν άφωνη, που όλοι μα όλοι φοβόντουσαν.
Κρατούσε στα δυο της χέρια τα στοιχεία εκείνα που όποιος τα κατείχε, αφέντευε όλη την περιοχή. Τις μάρκες κατανάλωσης και τα κλειδιά των κελιών! Με αυτό τον υπέροχο τρόπο μας περιγράφει το σύστημα της λειτουργίας των Βούρλων σε ένα μοναδικό του άρθρο ο Μανώλης Κανελλής το 1929 στον ημερήσιο Τύπο (Ελληνική, Ανεξάρτητος) που φέρει τίτλο «Βούρλα το κάτεργο των ιερόδουλων. Μια ματιά στον Άδη της ηδονής και του θανάτου. Πως ζουν οι σάπιες εταίρες». Ο Κανελλής είχε εμφανιστεί με την συλλογή «Κατακάθια» και αρθρογραφούσε έχοντας πάντα ως βάση ιστορίες των περιθωριακών ατόμων. Αρθρογραφούσε και στην βραδυνή, Καθημερινή, Ελληνικό Μέλλον, Ασύρματος, Ελληνικό Αίμα κ.α. πολλές φορές με το ψευδώνυμο Σίσυφος. Ο Κανελλής σύγχρονος των Βούρλων για όσα μας διηγείται αναφέρει πως ο ενδιαφερόμενος που έμπαινε, πρώτα πήγαινε στην Ντουντού. Τα χρήματα που έδινε, μετατρέπονταν σε μάρκες. Βλέπετε τα χρήματα δεν έπρεπε ποτέ να καταλήγουν απευθείας σε χέρια ιερόδουλης. Αυτό ήταν δική της εργασία. Ο αριθμός των μαρκών καθόριζε και το είδος της πτέρυγας, της πρώτης, δεύτερης ή τρίτης κατά συνέπεια και της γυναίκας, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο. Η τσατσά Ντουντού δεν ήταν μόνη της στο έργο. Είχε δύο κατηγορίες βοηθών: Τις «πορτιέρισσες» και τις «κουβαδίστρες». Οι πρώτες οι «πορτιέρισσες» οδηγούσαν τον πελάτη στο κελί εκείνο που ανταποκρινόταν στο ποσό που είχε πληρώσει με αντίτιμο μια δραχμή η διαδρομή. Οι δεύτερες οι «κουβαδίστρες» κουβαλούσαν τους κάδους του νερού στις ιερόδουλες. Πέντε δραχμές για κάθε κουβά. Οι διάλογοι σήμερα θα αντηχούσαν παράδοξα στα αυτιά μας! – Ρε βλάμη είμαι χαρμάνισσα…λίγο τσιγαριλίκι. Αριστερά της εισόδου, το «Καφενείο». Ένα απλό ισόγειο παράπηγμα που εκτός από καφέ, πωλούσε δύο ακόμη πράγματα, Ούζο και κονιάκ....
Στην γωνιά του Καφενείου ένας φωνόγραφος γκρίνιαζε σερέτικα ενώ οι συγκεκριμένοι θαμώνες αυτού του μαγαζιού παρατηρούσαν. Όποιος έμπαινε ντυμένος διαφορετικά ήταν ύποπτος. Και ύποπτοι στα Βούρλα ήταν τρεις διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων, οι «τσίληδες», οι αστυνόμοι και οι δημοσιογράφοι. Αν κάποιος ανήκε σε μια από τις κατηγορίες αυτές και οι θαμώνες το ανακάλυπταν, θα περνούσε ένα πολύ δύσκολο τέταρτο της ώρας! Συνήθως η εισαγωγή στο μιλητό γινόταν με τον γνωστό τρόπο. – Ρε κύριος με το ρεπουπλίκι! Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Δεν είσαι για τα μας! Είσαι για το θέατρο, είσαι τον κινηματόγραφο, πάντως για τα μας δεν είσαι. Κι αν κάποιος ακόμη ξεπερνούσε τον σκόπελο του φρουρού, του Καφενείου και της τσατσάς Ντουντού και παρόλα αυτά εισέρχονταν στα ενδότερα για να μιλήσει με τα κορίτσια, έπεφτε πάνω σε ένα τείχος σιωπής! Τέλη δεκαετίας ’20 αρχές ’30, το πρώτο κορίτσι της μάντρας, στοίχιζε σαράντα δραχμές! Σαράντα ήταν πολλά λεφτά. Οι άλλες οι καλές είχαν τριάντα, οι μέτριες είκοσι και οι πεθαμένες δεκαπέντε. Αυτή με τις σαράντα ήταν ας πούμε το πρώτο όνομα! Και η κόλαση φαίνεται πως έχει ιεραρχία.
Στην γωνιά του Καφενείου ένας φωνόγραφος γκρίνιαζε σερέτικα ενώ οι συγκεκριμένοι θαμώνες αυτού του μαγαζιού παρατηρούσαν. Όποιος έμπαινε ντυμένος διαφορετικά ήταν ύποπτος. Και ύποπτοι στα Βούρλα ήταν τρεις διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων, οι «τσίληδες», οι αστυνόμοι και οι δημοσιογράφοι. Αν κάποιος ανήκε σε μια από τις κατηγορίες αυτές και οι θαμώνες το ανακάλυπταν, θα περνούσε ένα πολύ δύσκολο τέταρτο της ώρας! Συνήθως η εισαγωγή στο μιλητό γινόταν με τον γνωστό τρόπο. – Ρε κύριος με το ρεπουπλίκι! Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Δεν είσαι για τα μας! Είσαι για το θέατρο, είσαι τον κινηματόγραφο, πάντως για τα μας δεν είσαι. Κι αν κάποιος ακόμη ξεπερνούσε τον σκόπελο του φρουρού, του Καφενείου και της τσατσάς Ντουντού και παρόλα αυτά εισέρχονταν στα ενδότερα για να μιλήσει με τα κορίτσια, έπεφτε πάνω σε ένα τείχος σιωπής! Τέλη δεκαετίας ’20 αρχές ’30, το πρώτο κορίτσι της μάντρας, στοίχιζε σαράντα δραχμές! Σαράντα ήταν πολλά λεφτά. Οι άλλες οι καλές είχαν τριάντα, οι μέτριες είκοσι και οι πεθαμένες δεκαπέντε. Αυτή με τις σαράντα ήταν ας πούμε το πρώτο όνομα! Και η κόλαση φαίνεται πως έχει ιεραρχία.
Κική Λουμπίνα. Το ψεύτικο όνομά της έγινε τόσο γνωστό, όχι μόνο στα Βούρλα, ώστε ανταγωνίζονταν ελεύθερες και σπιτωμένες της Τρούμπας. Για πολλά χρόνια, μέχρι σήμερα το επίθετό της κυκλοφορεί ακόμη στον Πειραιά σαν απαξιωτική βρισιά και προσταγή μαζί «Σώπα μωρή Λουμπίνα!..». Σήμερα οι γλωσσολόγοι και οι ειδικοί που συναγωνίζονται να εξηγήσουν την προέλευση του όρου «Λουμπίνα» παραβλέπουν από τις εισηγήσεις τους την μεγαλύτερη ιερόδουλη των Βούρλων, την Κική Λουμπίνα. Δεξιά της πόρτας, απέναντι δηλαδή από το καφενείο ήταν το οίκημα της Χωροφυλακής, που χάρη συντομίας αποκαλούσαν «Σταθμό». Μέσα σ΄ αυτόν εκτός του εξωτερικού φρουρού κάθονταν επιπρόσθετα και δύο τρεις ακόμη. Η πελατεία ήταν ζόρικη. Αγαπητικοί, αβανταδόροι, σερέτηδες, ζόρικοι, μάγκες και νταβατζήδες. Οι τελευταίοι λαμβάνουν από τα κορίτσια τους τη «μίτζα» που συνήθως την εξαργυρώνουν σε χασίσι. Συνήθως φέρουν γύρω από την μέση τους μαντήλι ζώνη μαύρη αλλά και κόκκινη παλαιότερα. Μέσα σε αυτήν κρύβονταν η κάμα. Οι λογαριασμοί ξεκαθάριζαν με αγκαλιάσματα. Μεταξύ μιας δήθεν φιλικής αγκαλιάς αντρών ή σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι! Όταν τα ρεμπέτικα μιλούν για θάνατο σε αγκαλιά, αυτή την αγκαλιά εννοούν!...
Σε κάθε μπούκα από μια ιερόδουλη. Μια κλίνη, μια καρέκλα και ένας νιπτήρας από τενεκέ η επίπλωση. Έξω από κάθε μπούκα, πάνω στην πόρτα ένας αριθμός. Το νούμερο κάθε ιερόδουλης κι από κάτω μια μικρή λευκή ταμπελίτσα με κάποια στοιχεία, ψεύτικα φυσικά. Μαίρη Φρουφρού, Νίτσα Σερσέμα, Φρόσω Αλλίμονο. Πριν όμως εισέλθεις (δηλαδή μπουκάρεις) στις μπούκες υπήρχε και ένας ξεχωριστός χώρος. Το λεγόμενο «μπανιστήρι»! Ήταν η σάλα της αποκάλυψης! Εκεί ανέμενε κόσμος ετερόκλητος δύσκολα συννενοήσιμος. Θερμαστές, ναυτικοί, απάχηδες, ξένοι, πρόσφυγες, κακοποιοί, δραπέτες και ισοβίτες. Μιλούσαν παράξενα και ακατάλυπτα – Αδερφάκι, καρούμπα, άρπαξα την μαστούρα. – Βιεν πουπούλ! – Μπιρ Αλλάχ! Όλοι τους περίμεναν. Τι περίμεναν; Την παρέλαση των ιερόδουλων. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε ένα μέρος ψηλότερο από το υπόλοιπο δάπεδο της σάλας οι ιερόδουλες εκτίθονταν σε κοινή θέα γυμνές. Αυτή ήταν μια μικρή μόνο γεύση από τα Βούρλα που ήταν μια κοινωνική μάστιγα με κρατική οντότητα και τίποτε περισσότερο.
pireorama.gr