Αγγελος Αγγελίδης
Κατερίνη 30-11-2020
Γυναίκα σ΄ έταξε ο Θεός στη πλάση των θνητών
και στάθηκες επάξια ως την υπερβολή.
Ξεπέρασες τα γήινα, όρια δε μετρούσες,
στα χέρια είχες κεραυνούς, στο ύφος αστραπή.
Αγέρωχο το βλέμμα σου σκόρπιζε τους αιθέρες,
το θάρρος σου ασύγκριτο, η σκέψη προσταγή.
Δε λιποψύχησες στιγμή, φόβο δε προσκυνούσες
και στης Σουλτάνας τη ψυχή μπήκες με ηθική.
Της τύχης παραμέρισες τα άσχημα παιχνίδια,
η φυλακή δε λύγισε το πείσμα για ζωή.
Τα κύματα ατέλειωτα, Υδρα, Πόλη και Σπέτσες
Ρωσία, Μαύρη θάλασσα, σκλαβιά, μοίρα, ζωή.
Μέρα τις νύχτες έφτιαχνες, την αντοχή ατσάλι,
η κάθε έγνοια στη σειρά, λύση ψάχνει να βρει.
Καϋμούς από χτυπήματα πνίγεις στα σωθικά σου,
αντρίκιο κάθε δάκρυ σου, στο μέτωπο η αυγή.
Ούτε χρυσά λογάριασες, ούτε πουγκιά κρυμμένα,
καράβια αρμάτωσες κρυφά, σπαθιά για Λευτεριά.
Τους άντρες έκαμες στρατό, τις θάλασσες λημέρια,
Κανάκης κι Αγαμέμνονας, ο φόβος στον οχτρό.
Παιδιά σου κι άντρες και τιμή, τάλαρα και καράβια,
θυσία, πράξη ιερή, Πατρίδα γη, Θεός.
Στέριωσες τα ιδανικά φυλής και Ρωμιοσύνης
και Μπουμπουλίνα πια θα ζεις, φάρος μας φωτεινός.