Τον Αύγουστο του 1922 το ελληνικό μέτωπο της Μικράς Ασίας καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, όπως περιγράφει χαρακτηριστικά ο Βρετανός στρατηγός...
Η φυγή σε μεγάλο βαθμό είναι άτακτη. Η μεγάλη τραγωδία όμως ακόμη δεν έχει συντελεστεί. Αυτό θα συμβεί λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν στις αρχές Σεπτεμβρίου, πριν από ακριβώς έναν αιώνα δηλαδή, οι αφιονισμένοι Τσέτες (σ.σ. μουσουλμάνοι κατάδικοι που είχαν στρατολογηθεί από τους Τούρκους εθνικιστές) θα μπουν στην πόλη της Σμύρνης.
Οι ελληνικές και αρμενικές συνοικίες παραδίδονται στις φλόγες. Ακολουθούν σφαγές και βιασμοί. Ο ανυπεράσπιστος πληθυσμός αναζητά απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς τη θάλασσα.
Τα πληρώματα του συμμαχικού στόλου όμως που βρίσκονται στα ανοιχτά, τηρούν στάση ουδετερότητας.
Σμυρνιοί επιχειρούν ικετεύοντας ν’ ανέβουν στα πλοία αλλά οι ναύτες τους χτυπάνε με τον υποκόπανο των όπλων και τους ξαναρίχνουν στο νερό. Καταφεύγουν σε εκκλησίες πιστεύοντας ότι μπορεί ο εχθρός να τους σεβαστεί αλλά εκείνοι τις περιλούζουν με εύφλεκτα υλικά και τις καίνε μαζί με το ποίμνιο. Φρίκη.
Οι Συνθήκες που υπογράφθηκαν και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών
Για την κατάπαυση των εχθροπραξιών την πρωτοβουλία πήραν οι Άγγλοι με την υπογραφή στις 25 Σεπτεμβρίου 1922 της ανακωχής των Μουδανιών (γνωστής και ως Συνθήκης των Μουδανιών) που καθόριζε τα σύνορα μεταξύ της ηττημένης στρατιωτικά Ελλάδας και της Τουρκίας.
Ως άμεσες συνέπειές της υπήρξε η απόσυρση του ελληνικού στρατού (και) από την Ανατολική Θράκη καθώς επίσης και η αναγκαστική προσφυγοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων χριστιανών ελληνικής καταγωγής.
Τον Ιούλιο του 1923 υπογράφεται στη Λωζάνη της Ελβετίας η ομώνυμη Συνθήκη που αποδίδει οριστικά στην Τουρκία την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο, την Τένεδο και τα Στενά του Βοσπόρου (που ήταν υπό καθεστώς διεθνούς ελέγχου).
Σε χωριστή σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προβλεπόταν η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών (με ελάχιστες εξαιρέσεις), όπερ και εγένετο.
Μετά από όλα αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα, το επίσημο ελληνικό κράτος θα πρέπει τώρα να γνωρίζει ακριβώς, πόσους πρόσφυγες φιλοξενεί στην Επικράτεια. Για το λόγο αυτό, διενεργεί το πρώτο δεκαήμερο του 1923 Απογραφή των Προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Στην καταμέτρηση λαμβάνουν μέρος τα υπουργεία Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Πρόνοιας και Αντιλήψεως και Υγιεινής.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελληνική Στατιστική Αρχή προχώρησε φέτος, σε αναστατική έκδοση αυτής της απογραφής (που ήταν προαιρετική) και μας βοηθάει να δούμε αναλυτικά πού και πόσοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν ανά την Επικράτεια (στην οποία παρεμπιπτόντως δεν συμπεριλαμβάνονταν ακόμη τα Δωδεκάνησα, καθώς αυτά μας παραχωρήθηκαν από την Ιταλία το 1947).
Τα αποτελέσματά της καταμέτρησης (αριθμός απογραφόμενων προσφύγων κατά διοικητικές περιφέρειες και οικισμούς με διάκριση κατά φύλο) δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της 22ας Οκτωβρίου 1923, χωρίς, όμως, τα υπόλοιπα δημογραφικά χαρακτηριστικά που είχαν ζητηθεί.
Το σύνολο των προσφύγων που απογράφηκαν ήταν 786.431, εκ των οποίων 351.313 άντρες και 435.118 γυναίκες.
Ο μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων απογράφηκε στη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης (162.418) και στο γεωγραφικό διαμέρισμα Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας (158.076).
Πληρέστερα στοιχεία για τον αριθμό, την ένταξη και εγκατάσταση των Προσφύγων έχουμε με την απογραφή που διενεργήθηκε στις 15 και 16 Μαΐου 1928. Στο ενδιάμεσο, με το Νομοθετικό Διάταγμα της 31ης Μαρτίου 1925 «Περί οργανώσεως Γ.Σ.Υ.Ε. (σ.σ. Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας)», (ΦΕΚ 82/31.03.1925) ιδρύθηκε η στατιστική υπηρεσία ως αυτοτελής πλέον Αρχή, αντί των διασκορπισμένων σε διάφορα Υπουργεία στατιστικών υπηρεσιών.
Η νέα Υπηρεσία εντάχθηκε στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και συγκέντρωσε όλες τις κρατικές στατιστικές, ώστε να επιτευχθεί η προώθηση και αποτελεσματικότερη απόδοση του στατιστικού έργου, η ομοιομορφία στη μεθοδολογία και η εξειδίκευση του προσωπικού, η αποφυγή της εκτέλεσης των ίδιων στατιστικών εργασιών από διαφορετικές δημόσιες υπηρεσίες και η εξοικονόμηση δαπανών.
Συνεκτιμώντας την ολοκλήρωση της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, βλέπουμε ότι τα στοιχεία αναφορικά με τους πρόσφυγες είναι πιο αντιπροσωπευτικά και πλήρη σε σχέση με την Απογραφή Προσφύγων του 1923.
Το σύνολο των προσφύγων που απογράφηκαν ήταν 1.069.957 και αποτελούσαν το 17,2% του πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Μακεδονίας (538.595) και στη Στερεά Ελλάδα και Εύβοια (283.710), ενώ, ως ποσοστό επί του πληθυσμού, η Μακεδονία ήταν πάλι πρώτη με το 38,1% και η Δυτική Θράκη δεύτερη με 31,8% των κατοίκων τους να είναι πρόσφυγες.