Ο Νότης Μπότσαρης ήταν σουλιώτης οπλαρχηγός και αγωνιστής του ‘21. Από τους ιστορικούς περιγράφεται ως φιλοχρήματος, αυταρχικός και με διάθεση συμβιβασμού με τους Τούρκους.
Ο...
Νότης (Παναγιώτης) Μπότσαρης γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1756 στο Σούλι και ήταν γιος του Γιώργη Μπότσαρη και της Δέσπως Κουτσονίκα. Είχε τέσσερα αδέλφια, τον Κίτσο (?-1813), τον Τούσια (1750-1792), τον Νικήτα και τη Μαρία. Ανιψιός του ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης (1790-1823).
Ακολούθησε τον πατέρα του κατά τη μετοίκηση της φάρας των Μποτσαραίων στο Βουργαρέλι των Τζουμέρκων. Εκεί φαίνεται πως καλοπερνούσε και φερόταν «σαν Τούρκος αγάς». Χαρακτηριστικό το δημοτικό άσμα:
Μέσα στα Τζουμέρκα
μέσα στο χωριό
μέσα στο Βουλγαρέλι
περιβόλι και αμπέλι.
Στολίζεται μια λυγερή
Αναγνώοταινα καημένη
και μια νυφούλα
και μια καμαρωμένη.
Κι ο Νότης την αγνάντευε
από το παραθύρι
«Που πηγαίνεις, τζιβαΐρι;
Δε μου κάνεις το χατήρι;»
«Σκιάζομαι, Νότη μου, σκιάζομαι,
κι απ’ τη ντροπή μου χάνομαι».
«Μη σκιάζεοαι, ντουλμπέρι μου
κι εσύ δικό μου ταίρι μου
Τον άντρα σου ορίζω
τον βαρώ και τον τσακίζω
κι εγώ τον φοβερίζω
το ντουφέκι του γυρίζω».
Μετά την κατάκτηση του Σουλίου, ο Αλή Πασάς καταδίωξε τους Μποτσαραίους και στην προσπάθειά του να διαφύγει από τη Μονή Σέλτσου τον Απρίλιο του 1804 τραυματίστηκε, πιάστηκε αιχμάλωτος και φυλακίστηκε στα Γιάννενα. Το 1808 κατόρθωσε να δραπετεύσει και πήγε στην Κέρκυρα.
Σύντομα όμως επέστρεψε στα Γιάννενα και συμφιλιώθηκε με τον Αλή, καθώς και με τον γιο του, Βελή Πασά. Όταν ο τελευταίος έγινε διοικητής της Θεσσαλίας τον πήρε μαζί του στον Τύρναβο. Επειδή όμως ο Αλή εξοργίστηκε με την ενέργεια αυτή του γιου του, ο Μπότσαρης για ν’ αποφύγει τα δυσάρεστα πήγε μέσω Βόλου και Ύδρας στα Κύθηρα που τα κατείχαν οι Άγγλοι.
Αργότερα επέστρεψε στην Κέρκυρα και υπηρέτησε στα τάγματα που είχαν ιδρύσει οι Γάλλοι. Στην αγγλογαλλική σύγκρουση της Λευκάδας αιχμαλωτίστηκε προσωρινά από τους Άγγλους, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος κι έζησε στα Επτάνησα έως το 1820. Τη χρονιά αυτή πέρασε στην Πρέβεζα για να βοηθήσει τον φίλο του Βελή Πασά, που τον πολιορκούσαν τα σουλτανικά στρατεύματα.
Μετά την παράδοση του Βελή στα στρατεύματα του Χουρσίτ, ο Μπότσαρης κατέφυγε στους συμπατριώτες του που είχαν ήδη επιστρέφει στην Ήπειρο. Όταν ο Αλή πασάς συμφώνησε να τους παραδώσει το Σούλι, με αντάλλαγμα να τον
βοηθήσουν κατά του Χουρσίτ, επέστρεψε μαζί τους κι εξελέγη αρχηγός τους. Πήρε μέρος στους αγώνες για την απόκρουση των προσπαθειών του Χουρσίτ να καταλάβει το Σούλι και όταν άρχισε η Επανάσταση συμμετείχε στην επίθεση κατά της Άρτας τον Νοέμβριο του 1821.
Στις 15 Ιανουαρίου 1822 κι ενώ βρισκόταν ακόμη στο Σούλι διορίστηκε από το Εκτελεστικό, Μινίστρος (υπουργός) επί του Πολέμου, χωρίς όμως ν’ αναλάβει τα καθήκοντά του, λόγω της κρίσιμης κατάστασης στην πατρίδα του. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους απέκρουσε επανειλημμένες επιθέσεις των Τούρκων και μετά την αποχώρηση των Σουλιωτών από τις πατρογονικές εστίες τους επέστρεψε στα Επτάνησα.
Προς τα τέλη του 1823 πέρασε στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και πήρε μέρος στον αγώνα κατά των Τούρκων. Η φιλοχρηματία του όμως και η αυταρχική του συμπεριφορά προκάλεσαν αντιδράσεις και μάλιστα του αποδόθηκε η πρόθεση να
συμβιβαστεί με τους Τούρκους, σύμφωνα με κάποιες επιστολές που είδαν το φως της δημοσιότητας χρόνια αργότερα.
Αφού ικανοποιήθηκαν χρηματικές του απαιτήσεις δέχτηκε να μπει στο πολιορκημένο Μεσολόγγι τον Δεκέμβριο του 1825 και πέτυχε ν’ αναγνωριστεί ως γενικός αρχηγός των ελληνικών στρατευμάτων. Κατά την Έξοδο, παρά την προχωρημένη ηλικία του, διασώθηκε και πήγε στο Ναύπλιο.
Συνέχισε όμως να έχει τη συμπεριφορά του μισθοφόρου. Σύμφωνα με τον Νικόλαο Κασομούλη, είπε σε κάποιους από τους διασωθέντες άνδρες του: «Να πάμε παιδιά μου... να βαρέοωμεν την πόρτα του Ναυπλίου, ντάγκα μια κλωτζιά, να πάρωμεν τα γρόσια μας. Εγώ οπούμαι γέροντας, να κυβερνήσω να παίρνωμεν και τ’ άλλα — εγώ να κάθωμαι μέσα να σας στέλνω, και σεις πάλιν μπούμπε - μπούμπε τον Τούρκον, να τον δείξωμεν ότι ζούμεν και πάλιν εμπροοθά μας ηύρεν». Και ο Κασομούλης προσθέτει αμέσως: «Ό,τι άκουσαν να μοιράζη τα γρόσια, όλοι χαμογέλασαν ηξεύροντες το ελάττωμά του, ότι δύσκολα έβγαινεν παράς από το χέρι του.»
Στη συνέχεια, ο Νότης Μπότσαρης ακολούθησε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στην εκστρατεία του στην Ανατολική Στερεά και επικεφαλής τετρακοσίων Σουλιωτών πήρε μέρος στη μάχη του Διστόμου, στην οποία και τραυματίστηκε (17 Ιανουαρίου 1827).
Επί Καποδίστρια συμμετείχε στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Δυτικής Στερεάς, ενώ επί Όθωνα τιμήθηκε με τον βαθμό του υποστρατήγου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν εγκατεστημένος στη Ναύπακτο, όπου πέθανε στις 26 Μαρτίου 1841, σε ηλικία 84 ετών. Από τον γάμο του με τη Χριστίνα Μπέκα απέκτησε δώδεκα παιδιά.
Ακολούθησε τον πατέρα του κατά τη μετοίκηση της φάρας των Μποτσαραίων στο Βουργαρέλι των Τζουμέρκων. Εκεί φαίνεται πως καλοπερνούσε και φερόταν «σαν Τούρκος αγάς». Χαρακτηριστικό το δημοτικό άσμα:
Μέσα στα Τζουμέρκα
μέσα στο χωριό
μέσα στο Βουλγαρέλι
περιβόλι και αμπέλι.
Στολίζεται μια λυγερή
Αναγνώοταινα καημένη
και μια νυφούλα
και μια καμαρωμένη.
Κι ο Νότης την αγνάντευε
από το παραθύρι
«Που πηγαίνεις, τζιβαΐρι;
Δε μου κάνεις το χατήρι;»
«Σκιάζομαι, Νότη μου, σκιάζομαι,
κι απ’ τη ντροπή μου χάνομαι».
«Μη σκιάζεοαι, ντουλμπέρι μου
κι εσύ δικό μου ταίρι μου
Τον άντρα σου ορίζω
τον βαρώ και τον τσακίζω
κι εγώ τον φοβερίζω
το ντουφέκι του γυρίζω».
Μετά την κατάκτηση του Σουλίου, ο Αλή Πασάς καταδίωξε τους Μποτσαραίους και στην προσπάθειά του να διαφύγει από τη Μονή Σέλτσου τον Απρίλιο του 1804 τραυματίστηκε, πιάστηκε αιχμάλωτος και φυλακίστηκε στα Γιάννενα. Το 1808 κατόρθωσε να δραπετεύσει και πήγε στην Κέρκυρα.
Σύντομα όμως επέστρεψε στα Γιάννενα και συμφιλιώθηκε με τον Αλή, καθώς και με τον γιο του, Βελή Πασά. Όταν ο τελευταίος έγινε διοικητής της Θεσσαλίας τον πήρε μαζί του στον Τύρναβο. Επειδή όμως ο Αλή εξοργίστηκε με την ενέργεια αυτή του γιου του, ο Μπότσαρης για ν’ αποφύγει τα δυσάρεστα πήγε μέσω Βόλου και Ύδρας στα Κύθηρα που τα κατείχαν οι Άγγλοι.
Αργότερα επέστρεψε στην Κέρκυρα και υπηρέτησε στα τάγματα που είχαν ιδρύσει οι Γάλλοι. Στην αγγλογαλλική σύγκρουση της Λευκάδας αιχμαλωτίστηκε προσωρινά από τους Άγγλους, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος κι έζησε στα Επτάνησα έως το 1820. Τη χρονιά αυτή πέρασε στην Πρέβεζα για να βοηθήσει τον φίλο του Βελή Πασά, που τον πολιορκούσαν τα σουλτανικά στρατεύματα.
Μετά την παράδοση του Βελή στα στρατεύματα του Χουρσίτ, ο Μπότσαρης κατέφυγε στους συμπατριώτες του που είχαν ήδη επιστρέφει στην Ήπειρο. Όταν ο Αλή πασάς συμφώνησε να τους παραδώσει το Σούλι, με αντάλλαγμα να τον
βοηθήσουν κατά του Χουρσίτ, επέστρεψε μαζί τους κι εξελέγη αρχηγός τους. Πήρε μέρος στους αγώνες για την απόκρουση των προσπαθειών του Χουρσίτ να καταλάβει το Σούλι και όταν άρχισε η Επανάσταση συμμετείχε στην επίθεση κατά της Άρτας τον Νοέμβριο του 1821.
Στις 15 Ιανουαρίου 1822 κι ενώ βρισκόταν ακόμη στο Σούλι διορίστηκε από το Εκτελεστικό, Μινίστρος (υπουργός) επί του Πολέμου, χωρίς όμως ν’ αναλάβει τα καθήκοντά του, λόγω της κρίσιμης κατάστασης στην πατρίδα του. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους απέκρουσε επανειλημμένες επιθέσεις των Τούρκων και μετά την αποχώρηση των Σουλιωτών από τις πατρογονικές εστίες τους επέστρεψε στα Επτάνησα.
Προς τα τέλη του 1823 πέρασε στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και πήρε μέρος στον αγώνα κατά των Τούρκων. Η φιλοχρηματία του όμως και η αυταρχική του συμπεριφορά προκάλεσαν αντιδράσεις και μάλιστα του αποδόθηκε η πρόθεση να
συμβιβαστεί με τους Τούρκους, σύμφωνα με κάποιες επιστολές που είδαν το φως της δημοσιότητας χρόνια αργότερα.
Αφού ικανοποιήθηκαν χρηματικές του απαιτήσεις δέχτηκε να μπει στο πολιορκημένο Μεσολόγγι τον Δεκέμβριο του 1825 και πέτυχε ν’ αναγνωριστεί ως γενικός αρχηγός των ελληνικών στρατευμάτων. Κατά την Έξοδο, παρά την προχωρημένη ηλικία του, διασώθηκε και πήγε στο Ναύπλιο.
Συνέχισε όμως να έχει τη συμπεριφορά του μισθοφόρου. Σύμφωνα με τον Νικόλαο Κασομούλη, είπε σε κάποιους από τους διασωθέντες άνδρες του: «Να πάμε παιδιά μου... να βαρέοωμεν την πόρτα του Ναυπλίου, ντάγκα μια κλωτζιά, να πάρωμεν τα γρόσια μας. Εγώ οπούμαι γέροντας, να κυβερνήσω να παίρνωμεν και τ’ άλλα — εγώ να κάθωμαι μέσα να σας στέλνω, και σεις πάλιν μπούμπε - μπούμπε τον Τούρκον, να τον δείξωμεν ότι ζούμεν και πάλιν εμπροοθά μας ηύρεν». Και ο Κασομούλης προσθέτει αμέσως: «Ό,τι άκουσαν να μοιράζη τα γρόσια, όλοι χαμογέλασαν ηξεύροντες το ελάττωμά του, ότι δύσκολα έβγαινεν παράς από το χέρι του.»
Στη συνέχεια, ο Νότης Μπότσαρης ακολούθησε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στην εκστρατεία του στην Ανατολική Στερεά και επικεφαλής τετρακοσίων Σουλιωτών πήρε μέρος στη μάχη του Διστόμου, στην οποία και τραυματίστηκε (17 Ιανουαρίου 1827).
Επί Καποδίστρια συμμετείχε στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Δυτικής Στερεάς, ενώ επί Όθωνα τιμήθηκε με τον βαθμό του υποστρατήγου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν εγκατεστημένος στη Ναύπακτο, όπου πέθανε στις 26 Μαρτίου 1841, σε ηλικία 84 ετών. Από τον γάμο του με τη Χριστίνα Μπέκα απέκτησε δώδεκα παιδιά.